20.11.21

Οικογένεια Καστιλιάνο - "NADIM" μέρος τρίτο (τελευταίο)

 

Όλοι από το πλήρωμα του σκάφους είχαν πολλαπλά καθήκοντα, όπως διαπιστώσαμε στην πορεία. Για οικονομία προσωπικού, υπέθεσα εγώ, για να μην ξύνουν τα’ αρχίδια τους επέμεναν τ’ αδέλφια μου.
Ο σεφ μας πάντως, όσο επιδέξιος κι αν ήταν στο μανουβράρισμα των κάβων, στην κουζίνα έδινε ρέστα!
Η ολυμπιακών διαστάσεων αστακομακαρονάδα του, ήρθε να απογειώσει την ήδη καλή μας διάθεση, όταν επιστρέψαμε ορεξάτοι και ανυπόμονοι από τη θάλασσα.
Ένα οβάλ μαονένιο τραπέζι είχε εμφανιστεί ως δια μαγείας στην πρύμη, στρωμένο με όλους τους καρπούς της θάλασσας. Ψάρια, αχιβάδες, χταπόδια, καβούρια, αχινοσαλάτες και ένα σωρό σπεσιαλιτέ του σεφ που περιδρομιάσαμε μεν, αλλά δεν συγκρατήσαμε τα ονόματά τους δε.
Στο κέντρο δέσποζε η προαναφερθείσα αστακομακαρονάδα σε μια πιατέλα που θύμιζε κανό, αρκετή για να χορτάσει εμάς, και τους γείτονες στα πέριξ λιμανάκια.
Φυσικά οι πρώτοι που όρμησαν ήταν τα τρίδυμα. Οι γνωστές μαλακίες των γονιών «να φάνε πρώτα τα παιδιά» κλπ, μας ανάγκασαν εκτός από την πείνα να υποστούμε και το σιχαμερό θέαμα. Τα τρία γουρουνάκια πασαλειμμένα σάλτσες και μακαρόνια μέχρι τα βυζιά, να μαγαρίζουν τους πανάκριβους αστακούς, καταπίνοντας μια μπουκιά και φτύνοντας δέκα.
Δεν μου έφταναν όλα αυτά, είχα και την ποδάρα της Λίας κάτω απ' το τραπέζι να παλεύει να χωθεί στο μαγιό μου. Και δώστου να μου πετάει με τρόπο ψίχες και καβουροπόδαρα. Δεν κάνουμε δουλειά έτσι!
Μετά το φαΐ κι ενώ βρισκόμαστε σε στάδιο προχωρημένης νάρκωσης, ο skipper κατόπιν συνεννόησης με τον Τζιμάκο μας ανακοίνωσε επίσημα το βραδινό πρόγραμμα: Αραλίκι μέχρι τις 8.30΄μμ για ύπνο και κολύμπι κατά βούληση. Στις 8.31΄ θ’ αποπλέαμε με το φουσκωτό για βόλτα στο λιμάνι του Πόρου, μετ’ επιστροφής. Όσοι επιθυμούσαμε Poros by night, θα παραμέναμε στο νησί μέχρις εσχάτων!
Στο διάδρομο για την καμπίνα μου, με πρόλαβε η Λία με απειλητικές διαθέσεις:
- Το βράδυ θα σε ξεσκίσω! Γρύλισε στο αυτί μου σε κατάσταση ίστρου, και μου έφυγε ο τάκος!  
 
Εννοείται πως μόλις μπήκα στην καμπίνα έδωσα μάχη με τη γυναίκα και την κόρη μου ν αποφύγουμε τη νυκτερινή έξοδο. Μια μάχη χαμένη, αφού δεν μπορούσα να δικαιολογήσω την άρνησή μου από τη μία, ούτε να τους στερήσω την ευκαιρία να διασκεδάσουν από την άλλη. Εγώ τις ξεσήκωσα να πάμε κρουαζιέρα και τώρα τους την έβγαζα ξινή.
- Εντάξει, υποχώρησα τελικά. Αλλά με έναν όρο: Δεν θα με αφήσετε στιγμή από κοντά σας!
Αλληλοκοιτάχτηκαν και συμφώνησαν.
 
Κι όμως, αυτή η βραδιά που ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς, ξημέρωσε με τις ωραιότερες αναμνήσεις!  
Αγκαζέ και οι τρεις, μπήκαμε στο κλαμπ του Πόρου, με την ίδια στάση και ελαφρώς τρικλίζοντας το αποχαιρετήσαμε τα χαράματα.
Τηρώντας τη συμφωνία μας, δεν αφήσαμε κανένα να διασπάσει τη συνοχή της παρέα μας. Στην αρχή συγκρατημένα, σα να κάναμε αγγαρεία, μέχρι που σιγά-σιγά χαλαρώσαμε, αφεθήκαμε στο συναίσθημα και νιώσαμε ενωμένοι όπως παλιά: Η μαμά, ο μπαμπάς και το μωράκι τους!
Λες και η ζωή μας έκανε restart, ξαναγνώρισα κάτω απ' το μαγικό αυγουστιάτικο φεγγάρι τη μέλλουσα γυναίκα μου. Φλερτάραμε όπως παλιά, με την ρομαντική αδεξιότητα της νιότης μας. Διαβάσαμε στα λιγωμένα μάτια μας τις ίδιες υποσχέσεις, και ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί, μπροστά στη μελλοντική μας κόρη!
 
Μου ήταν αδύνατον να κοιμηθώ μετά τα χθεσινά. Κάποιες ξεχασμένες ορμόνες πρέπει να είχαν στήσει τρελό χορό μέσα μου. Δυό ώρες στριφογύριζα στην κουκέτα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μέχρι να πάρω την απόφαση να σηκωθώ.
Η ώρα ήταν οκτώ και κάτι όταν βούτηξα στη θάλασσα, που μου φάνηκε γεμάτη παγόβουνα. Όταν συνήλθα από το σοκ, κολύμπησα μέχρι την αμμουδιά, που ήταν ήδη ζεστή από τον πρωϊνό ήλιο.
Αυτή η εναλλαγή θερμοκρασίας με χαλάρωσε. Ήμουν ξενύχτης, κουρασμένος και άυπνος. Χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να γλαρώνω.
Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, είδα τη Λία με το κορδονομαγιό της, ξαπλωμένη δίπλα μου. Έκπληξη!
- Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
Η φωνή της ήρεμη και καθησυχαστική, με απέτρεψε από το να πεταχτώ όρθιος. Της έγνεψα καταφατικά να συνεχίσει.
- Σου αρέσω σα γυναίκα; Με γουστάρεις;
- Ναι. Είσαι πολύ όμορφη. Να σε ρωτήσω όμως κάτι κι εγώ;
Ήταν η σειρά της να μου γνέψει καταφατικά.
- Πιστεύεις ότι έχω τη διάθεση ν’ απατήσω τη γυναίκα μου και να προδώσω τον αδελφό μου για μια αρπαχτή, όσο και αν σε γουστάρω;
- Να, αυτές οι αρχές που κουβαλάς με ιντριγκάρουν. Γι’ αυτό με φτιάχνεις.  Όλοι οι άντρες που γνώρισα, πρώτα πηδάνε και μετά σκέφτονται!
- Πέρασες άσχημα χρόνια ε;
- Χαχα έχω κάνει και την βιζιτού που λέει τον πόνο της πάνω στα γόνατα του καβλωμένου πελάτη. Σε σένα δεν πιάνει φαντάζομαι!
- Είσαι νύφη μου και σε σέβομαι, όσο κι αν δεν το πιστεύεις.
- Με σέβεσαι μετά από τόσο κυνήγι που σου κάνω;
- Χαχα να ‘ξερες πόσες με κυνηγούν!
- Την έχεις κι εσύ την ψωνάρα σου!
Σηκώθηκε και μπήκε με αργά βήματα στη θάλασσα.
Έμεινα ξαπλωμένος θαυμάζοντας τον ολοστρόγγυλο πισινό της να απομακρύνεται απ' τη ζωή μου. «Τελικά μόνο όταν χάσουμε κάτι, καταλαβαίνουμε την αξία του», σκέφτηκα, τσαντισμένος για τις κωλοαρχές μου..
 
Για να ολοκληρωθεί μια περιπέτεια, εκτός από την απαραίτητη δράση πρέπει να περιέχει και το απρόβλεπτο, την ανατροπή. Το ατύχημα που μου συνέβη για παράδειγμα και λειτούργησε σαν κάθαρση στη λύση του δράματος, που εν προκειμένω ονομάζεται οικογένεια Καστελιανού.
Κόντευε απόγευμα, λίγο πριν ετοιμαστούμε για την επιστροφή μας. Ο γυναικείος πληθυσμός -ακόμα και η μάνα μου- πλατσούριζε στην παραλία. Τα τρίδυμα είχαν κλειστεί από ώρα στην καμπίνα τους, και τα δυο αδέλφια μου αρνούμενα να βρέξουν τις κοιλιές τους, μισοκοιμώντουσαν στη σκιά της πρύμης.
Σε μένα αντίθετα είχε ξυπνήσει το ένστικτο του ψαρά, και με μια καθετή που βρήκα, πάλευα να πιάσω σπάρους, σκυμμένος στην πλώρη.
Κανένας από το πλήρωμα δεν πήρε χαμπάρι το τεράστιο ταχύπλοο που περνούσε μπροστά από το λιμανάκι, λίγα μέτρα από την πλώρη μας. Χωμένοι στο μυχό του κόλπου δεν μπορούσαμε να το δούμε ούτε να το ακούσουμε, παρά μόνο την τελευταία στιγμή όταν πέρασε σαν αστραπή στο άνοιγα, στέλνοντάς μας ένα κυμάτινο βουνό.
Μόλις η πλώρη μας χτυπήθηκε από το πρώτο κύμα βρέθηκε στα ύψη, ενώ μάταια προσπαθούσα να κρατηθώ από το συρματόσχοινο του πρότονου που κρατάει το κατάρτι. Ένα ανατριχιαστικό «γκαπ» της άγκυρας που ξεκόλλησε απ' το βυθό έκανε το σκάφος να τρανταχτεί συθέμελα, τινάζοντάς το ακόμα πιο ψηλά, με τη πρύμη να χώνεται στο νερό.
Έπεσα με τα μούτρα στα σχοινιά των πανιών, την ώρα που η πλώρη βυθιζόταν στο νερό, για να ορθωθεί αυτή φορά η πρύμη, ακολουθώντας το σκαμπανέβασμα των κυμάτων. Ταυτόχρονα ολόκληρο το σκάφος έγειρε επικίνδυνα προς το μέρος μου, κι εγώ μη έχοντας κάπου να κρατηθώ, κατρακυλώντας, βρέθηκα να κρέμομαι απ' έξω, με το ένα πόδι μπλεγμένο στα σχοινιά του καταστρώματος.
Ανήμπορος ν αντιδράσω, κρεμασμένος απ' τον αστράγαλο σαν άγκυρα, ακολουθούσα τη μοίρα της πλώρης, με το σώμα μου να μπαινοβγαίνει στη θάλασσα και να κοπανιέται στη μάσκα του σκάφους. Τα τελευταία κύματα λίγο πριν καταλαγιάσουν, με βρήκαν με το κεφάλι να κοιτάει το βυθό και τις πατούσες μου να μουτζώνουν τον ουρανό.
Ήμουν στα πρόθυρα του πνιγμού, όταν ένοιωσα χέρια να με ξαναφέρνουν στο φως και τις πανικόβλητες φωνές του Τζιμάκου και του Λέο να παλεύουν να μου δώσουν το κουράγιο που τους έλειπε.
Προσπαθώντας να πάρω ανάσα, τους είδα να με σφίγγουν στην αγκαλιά τους, παλεύοντας με τα απαίδευτα πόδια τους να με κρατήσουν στην επιφάνεια.
Σκυμμένοι στην πλώρη, άντρες από το πλήρωμα και τα τρίδυμα που έκλαιγαν με λυγμούς, κατάφεραν με μεγάλη προσπάθεια να ελευθερώσουν το πόδι μου.
- Αγόρι μου είσαι καλά; Ούρλιαζε στα μούτρα μου ο Τζιμάκος.
- Μίλησέ μας, πες μας κάτι! Με εκλιπαρούσε εναγωνίως ο Λέο.
- Κωλόπαιδα! Σας ευχαριστώ! Τους καθησύχασα.
 
* * *
Πλησιάζαμε το λιμάνι της Ζέας και το πλήρωμα ετοιμαζόταν να αγκυροβολίσει. Το επεισόδιο είχε ξεχαστεί προ πολλού, εγώ αισθανόμουν μια χαρά και ο skipper που εκτελούσε και χρέη γιατρού, μας διαβεβαίωσε πως θα ζήσω.
Τα τρίδυμα που είχαν περάσει μυστηριωδώς ώρες στην καμπίνα τους χωρίς ν ακούγεται απ' έξω μακελειό, εμφανίστηκαν στο σαλόνι που είχαμε μαζευτεί. Κρατούσαν στα χέρια τους μικρές χάρτινες σακούλες, πιθανόν με δώρα, αν κρίνω από το λαμπερό πανομοιότυπο χαμόγελό τους.
- «Κοίτα που κατά βάθος είναι συμπαθητικά» παρατήρησα «όταν δε τα καβαλάει ο διάολος!».   
- Σας φέραμε ένα μικρό ενθύμιο, είπε συγκινημένος ο Φανούρης,
- που φτιάξαμε μόνοι μας, συμπλήρωσε σεμνά ο Νεκτάριος,
- αλλά μας βγήκε ο πάτος! Ολοκλήρωσε ο Γκίκας και τα γάμησε όλα ως συνήθως.
Μας μοίρασαν τις σακουλίτσες, που η κάθε μία περιείχε ένα βότσαλο που μάζεψαν απ' τον μικρό μας λιμανάκι. Απάνω του είχαν ζωγραφίσει με μπογιές ένα καραβάκι με πανιά και ελληνική σημαία, που υποτίθεται πως ήταν το “Nadim".
Το όμορφο ξύλινο σκαρί, που φιλοξένησε για ένα σαββατοκύριακο την πιο δεμένη και αγαπημένη οικογένεια. Την οικογένεια Καστιλιάνο!






ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

6.11.21

Οικογένεια Καστιλιάνο - "NADIM" μέρος δεύτερο

 

Ειλικρινά ήθελα να μάθω αν το έχαψε ο Λέο, που είχε περάσει απ' το κρεβάτι του ολόκληρη η παραλιακή και ολίγη ενδοχώρα, αλλά δεν πρόλαβα ν ακούσω τι της είπε. Οι τρίδυμοι πειρατές με αληθινά ρεσάλτα, κούρσεψαν αλαλάζοντας το πλοίο και τα ακουστικά μας τύμπανα.

Κοπανιόντουσαν στο κεφάλι με τις πλαστικές χατζάρες τους, σα να μην υπήρχε αύριο. Οι βρισιές που ξεστόμιζαν, σίγουρα θα έκαναν να τρίζουν τα κόκαλα του Μπαρμπαρόσα!

Και ξαφνικά, καθώς το βαρούλκο της άγκυρας άρχισε να περιστρέφεται, τα τρίδυμα έμειναν άναυδα, λες κι αυτό το τακ-τακ-τακ της αλυσίδας που ανέβαινε κρίκο-κρίκο, επενεργούσε στα διαταραγμένα νεύρα τους σαν ηρεμιστικό.

Με μιας σταμάτησαν τις φωνές, παράτησαν τα όπλα τους, και χώθηκαν ανάμεσα στους ναύτες του βαρούλκου, παρακολουθώντας με δέος το μάζεμα της άγκυρας. Αν αντιδρούσαν το ίδιο και στο φουντάρισμα, είχα βρει το κουμπί τους!

Ο μάγειρας είχε ήδη τραβήξει τους κάβους της πρύμης, και το σκάφος με ανεπαίσθητη ταχύτητα κατευθυνόταν προς την έξοδο του λιμανιού.

Όταν η άγκυρα ήρθε απάνω και οι ναύτες την ασφάλισαν στη θέση της, είχαμε ήδη ξεμπουκάρει, και η πλώρη μας κοιτούσε κατά Αίγινα πλευρά.

Ήταν ώρα ν ανοίξουμε πανιά, ή να βιράρουμε σύμφωνα την ορολογία. Και οι τέσσερεις άντρες του πληρώματος, απόλυτα συντονισμένοι σε κάτι που είχαν κάνει άπειρες φορές, βιράρισαν πρώτα τη μαΐστρα, το πανί του άλμπουρου, και σχεδόν ταυτόχρονα τη τζένοα, το τριγωνικό πανί της πλώρης.

Για δευτερόλεπτα τα πανιά άρχιζαν να παίζουν με τον άνεμο σαν τα κρεμασμένα σεντόνια της μπουγάδας. Ο skipper έτρεξε στο κόκπιτ, γύρισε όσο έπρεπε το τιμόνι, μέχρι τα πανιά να γεμίσουν και να πάρουν το αεροδυναμικό τους σχήμα.

Το σκάφος αμέσως έγειρε προς την υπήνεμη πλευρά, παίρνοντας μια κλίση τουλάχιστον 40 μοιρών, κάτι τρομαχτικό για εμάς τους άσχετους στην ιστιοπλοΐα.

Έξω φρενών εμφανίστηκε ο Τζιμάκος, περπατώντας με τα πόδια ορθάνοιχτα σαν συγκαμένος γορίλας, προσπαθώντας να κρατηθεί στην κουπαστή για να μη γλιστρήσει στη θάλασσα.

- Τι κάνεις εκεί ρε; Ούρλιαξε στον skipper όταν τον βρήκε στην τιμονιέρα. Σου είπα εγώ ότι θέλω να τρέξουμε σε ράλι; Είχε κολλήσει τη μούρη του τόσο κοντά στον άλλο, που του ρουφούσε το οξυγόνο.

- Έχουμε τον άνεμο στις 90 μοίρες ανατολικά, και πλαγιοδρομούμε! Δικαιολογήθηκε ασφυκτιώντας. Όταν φτάσουμε στις Λεούσες θα κάνω τακ και θα ποδίσω!

- Μίλα Ελληνικά ρε! Μηχανή δεν έχουμε;

- Με τόσο ευνοϊκό άνεμο νόμιζα...

- Να μη νόμιζες, και βάλε μπροστά τη μηχανή! Που θα μας το παίξεις και Σουμάχερ τρομάρα σου!

 

Με τη μηχανή πηγαίναμε πιο αργά, είχαμε και λίγο θόρυβο παραπάνω, αλλά απολαμβάναμε χαλαρά το ταξίδι. Η απόφαση του Τζιμάκου να μαζέψουν τα πανιά, μας βρήκε όλους σύμφωνους.

- «Κρουαζιέρα σημαίνει να αράζεις στην ξαπλώστρα, με μια παγωμένη βότκα και ένα καλό πούρο». Μας ανέλυσε ο έτερος αδελφός Λέο τον ορισμό. «Όχι να κατρακυλάς από τη μια μπάντα στην άλλη σαν άδειο βαρέλι!»

Δεν είχε και άδικο, αυτά ήταν για τους λάτρεις της ιστιοπλοΐας. Για τους ανθρώπους της θάλασσας τέλος πάντων. Τι δουλειά είχαμε εμείς, που ο πιο ηλιοκαμένος είχε το χρώμα του βούτυρου;

Κι όμως, η γυναίκα μου έκανε μια παρατήρηση που με προβλημάτισε:

- «Πρώτη φορά βλέπω όλους τους Καστελιάνους να συμφωνείτε σε κάτι!».

 

Άλλες δυο που ταίριασαν, ήταν η μητέρα και η κόρη μου. Γιαγιά και εγγονή για πρώτη φορά σε τόσο στενή επαφή, περνούσαν ώρες στο σαλόνι συζητώντας, και ακούγοντας heavy metal που άρεσε και στις δύο.

Η μητέρα μου είχε ατέλειωτες ιστορίες να της διηγηθεί από τα παιδικά μου χρόνια, εξυμνώντας τις σκανδαλιές, τα κατορθώματα και τις ευαισθησίες μου.  

Σίγουρα υπερέβαλε, απ' όσο θυμόμουν τα γεγονότα. Για να με ανεβάσει άραγε στα μάτια της κόρης μου, ή γιατί έτσι με έβλεπαν τα δικά της;

Στο κλίμα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, άρχισε και η μικρή τις προσωπικές της εξομολογήσεις. Και τι άλλο μπορεί να απασχολεί μια έφηβη κοπέλα; Τυχαία έπιασε τα αφτί μου κάποιες κουβέντες της, κι έφριξα.

Ένα άλλο κοινό σημείο που ανακάλυψαν ήταν η κοκεταρία. Η μητέρα μου της εξιστορούσε τα παλιά της στιλιστικά μεγαλεία, κι εκείνη την άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Βραχιόλια, δαχτυλίδια, κρέμες κι αρώματα από την αχώριστη κασετίνα της, άλλαξαν χέρια σ αυτό το ταξίδι.

Στο τέλος η δειλή, εσωστρεφής κόρη μου, έφτασε να κάνει πασαρέλα στο κατάστρωμα. Άρεσε σε όλους, αλλά στα τρίδυμα περισσότερο. Δεν ήξεραν όμως πώς να εκφράσουν την αγάπη τους με λόγια ειρηνικά.

- Όταν μεγαλώσουμε, της υποσχέθηκε ο Φανούρης, θα γίνουμε σωματοφύλακές σου.

- Κι αν τολμήσει να σε πειράξει κάποιος, συνέχισε σφίγγοντας τις γροθιές του ο Νεκτάριος

- Θα του κόψουμε τα παπάρια! Ολοκλήρωσε ο Γκίκας και τα γάμησε όλα.

 

Μεσημεράκι φτάσαμε στον Πόρο, που ήταν μποτιλιαρισμένος στα σκάφη. Δεν είχαμε τη διάθεση να «σφηνώσουμε» στην προκυμαία αναμεσά τους, ούτε να φουντάρουμε αρόδου, με κίνδυνο να μας εμβολίσει κάποιο απ' το κομβόι των διερχομένων.  

- Ο Πόρος έχει δεκάδες απόμακρα φυσικά λιμανάκια, που δεν πατάει ψυχή, πρότεινε ο skipper,  Αν θέλετε, μπορούμε να βρούμε ένα άδειο και να αράξουμε εκεί!

- Και θα χάσουμε το Poros by night; Πετάχτηκε η Λία, σαν ειδική στο ξεσάλωμα!

- Έχουμε το φουσκωτό, την καθησύχασε. Με αυτό κάνουμε και τις προμήθειες που χρειαζόμαστε.

- Ωραία, συμφώνησε και ο Τζιμάκος που είχε το γενικό πρόσταγμα. Πάμε να ψάξουμε τον Παράδεισό μας!

Ωραίος ο Τζιμάκος! Και δεν του το ‘χα!

Περάσαμε αργά και μεγαλόπρεπα το στενό Πόρου-Γαλατά, αποφεύγοντας κάθε είδους πλεούμενο που συναντούσαμε στην πορεία μας.

Μετά το εκκλησάκι του Σταυρού βγήκαμε στην ανοικτή θάλασσα πλέοντας περιμετρικά το νησί. Περάσαμε το τουριστικό Ασκέλι  που γινόταν χαμός, και την εξίσου πολυκοσμική παραλία του Μοναστηριού.

Συνεχίζοντας δυτικά, η ανθρώπινη παρουσία άρχισε να ελαττώνεται σταδιακά, και το τοπίο να μοιάζει τροπικό. Η βλάστηση από πυκνά απροσπέραστα πεύκα έφτανε μέχρι τα τιρκουάζ νερά, ρίχνοντας τη σκιά τους σε μικροσκοπικές αμμουδερές παραλίες.   

Ήταν τα φυσικά λιμανάκια του Skipper μας, που σχημάτιζε η δαντελωτή παραλία του νησιού σαν φιόρδ. Το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς όμως να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η απόλυτη ηρεμία και απομόνωση από το τουριστικό τσουνάμι του Σαρωνικού.

Το πρώτο που συναντήσαμε, φιλοξενούσε μια εντυπωσιακή θαλαμηγό, τριγυρισμένη από φουσκωτά φλαμίγκος και τζετ σκι. Το δεύτερο ένα ξύλινο δικάταρτο, που η μουσική απ' τα ηχεία του μας χτύπησε στα 300 μέτρα απόσταση. Το τρίτο ήταν εντελώς άδειο, αλλά ο Τζιμάκος έκανε νόημα να συνεχίσουμε στο μεθεπόμενο.

- Μακριά και χώρια, εξήγησε.

 

Το «δικό μας» ήταν το ωραιότερο, βαμμένο μόνο με τρία χρώματα απ' την παλέτα της φύσης: Το πράσινο των πεύκων, το τιρκουάζ της θάλασσας και το γαλάζιο του ουρανού. Το νερό ήταν τόσο καθαρό, που έβλεπες το βυθό στα 20 μέτρα. Ο μόνος ήχος ήταν το τραγούδι των τζιτζικιών, που υμνούσαν το Καλοκαίρι.

Ζυγώσαμε τόσο κοντά στη μικρή παραλία, όσο μας επέτρεπε το βάθος της καρένας. Αρκούσε μια βουτιά απ' το κατάστρωμα και μερικές απλωτές, για να ξαπλώσουμε στη ζεστή ιδιωτική μας αμμουδιά!

Οι πρώτοι που το επιχείρησαν ήταν τα τρίδυμα, που ήδη ασφυκτιούσαν στον περιορισμένο χώρο του σκάφους. Συνηθισμένα στα τριψήφια τετραγωνικά της βίλας στο Χαλάνδρι, το «Nadim» τους φαινόταν σαν κάτεργο. Το ειδυλλιακό τοπίο απέναντι, ήταν μια πρώτης τάξεως πρόκληση για να εκτονωθούν. Τους ήταν αδύνατον ν αντισταθούν στον πειρασμό να καταστρέψουν την ηρεμία του.

Έσκασαν σχεδόν ταυτόχρονα στη θάλασσα, σα κάποιος να πέταξε τρία σακιά με πατάτες. Αρχικά βούλιαξαν μέχρι τον πάτο, αφήνοντας πίσω τους μπουρμπουλήθρες. Μετά εμφανίστηκαν τα κεφάλια τους, τρείς σημαδούρες που έβηχαν, έφτυναν νερό και έβριζαν. Με άγαρμπους παφλασμούς τράβηξαν για την ξηρά, και αφού τινάχτηκαν σαν τα σκυλιά, χώθηκαν αλαλάζοντας στα πεύκα. 

Ο Τζιμάκος και η Ιάννα τους καμάρωναν απ' το κατάστρωμα συγκινημένοι.

- Προσέξτε μήπως υπάρχουν σκορπιοί! Φώναξε πίσω από την πλάτη τους η Ελληνίδα μάνα.

- «Και να υπάρχουν» μουρμούρισα, «μόλις τα δουν, θα την κάνουν!».

Η δεύτερη που βούτηξε ήταν η Λία, που αντί για μαγιό, φορούσε ένα κορδόνι στον κώλο. Παρόλο που είμαστε όλοι μαζεμένοι στο κατάστρωμα, δε δίστασε να μου κάνει μια πρόστυχη χειρονομία με το δάχτυλο, πριν πηδήξει με τα πόδια στη θάλασσα.

Την ακολούθησε η κολλητή της συννυφάδα Ιάννα, η φιλόστοργη μητέρα των τριδύμων. Δεν τα έβλεπε και ανησυχούσε μήπως τους συνέβη κάτι κακό στο δασάκι. Οι ήχοι σπασμένων κλαδιών και οι κορυφές των μικρών πεύκων που ανεβοκατέβαιναν σα να ζητούσαν πανικόβλητα βοήθεια, μαρτυρούσαν το αντίθετο.

Ο Λέο και ο Τζιμάκος μπροστά στον κίνδυνο να βουλιάξουν από τις χρυσές καδένες τους, προτίμησαν τη σιγουριά του σκάφους. Αραχτοί στη σκιά της πρύμης, με κοκτέιλ και cohiba, κοντράριζαν την κενότητά τους, επιδεικνύοντας με καμάρι στα κινητά, φωτογραφίες και βίντεο από τις ερωμένες τους.  

Η μητέρα μου και να ήθελε να κολυμπήσει, της ήταν δύσκολο να κατέβει από το σκάφος, ακόμα και με την πτυσσόμενη θαλάσσια σκάλα. Γι’ αυτό άπλωσε μια πετσέτα στην πλώρη και το έριξε στην ηλιοθεραπεία.

- Γιαγιά! Περίμενέ με! Μια βουτιά θα ρίξω κι έρχομαι να σου κάνω παρέα!

Η φωνή της κόρης μου ερχόταν από ψηλά! Ώσπου να καταλάβω τι γινόταν, πέρασε πάνω απ' τα κεφάλια μας και έσκισε τη θάλασσα με μια μεγαλειώδη βουτιά, που ούτε στον ύπνο μου δεν είχα κάνει!

Η κόρη μου βούτηξε απ' το κατάρτι; Αυτή που για να χώσει το κεφάλι της στο νερό, βούλωνε μάτια, ρουθούνια και αυτιά;

- Εδώ σε παραδέχομαι! Διέκοψε η μάνα μου τη βουβαμάρα μου. Την έχεις κάνει πρώτη κολυμβήτρια!

- Ε, είπα σεμνά, με όποιο δάσκαλο καθίσεις...

Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω πως η γυναίκα μου με μούτζωσε πριν ακολουθήσει την κόρη μας στη θάλασσα, με μια εξίσου εντυπωσιακή βουτιά απ' το κατάστρωμα.

Με αυτά και μ αυτά, έμεινα ο τελευταίος κολυμβητής. Αφού βεβαιώθηκα πως κανείς δεν με κοιτούσε, κατέβηκα προσεκτικά και με κάμποσο καρδιοχτύπι τη στενή αλουμινένια θαλάσσια σκάλα..



                                                                                         .....το τέλος στο επόμενο

29.7.21

Οικογένεια Καστιλιάνο - "NADIM" μέρος πρώτο

 


- Σοβαρά ρε Τζιμάκο, απέκτησες κότερο;

- Ε, μη σου πάει το μυαλό στη «Χριστίνα» του Ωνάση, ένα σκαφάκι είναι εκεί πέρα, καμιά εικοσαριά μέτρα πάνω κάτω.

- Και το λες σκαφάκι, είκοσι μέτρα θεριό;

- Σου είπα, πάνω κάτω.

- Και ξέρεις να το κουμαντάρεις;

- Μαλάκας είσαι; Έχει καπετάνιο μέσα, μάγειρα, και κανά δυο μούτσους για πλήρωμα. Έτσι δε λέγονται;

- Από ναυτική ορολογία, σκίζεις!

- Τι να την κάνω τη ναυτική ορολογία; Να μάθουν αυτοί τη δικιά μου. Άμα τους λέω να με πάνε Μύκονο, να με πηγαίνουν μια κι όξω. Πως θα βρουν το δρόμο, δικό τους πρόβλημα!

- Μπερδεύεις λίγο τους καπετάνιους με τους ταξιτζήδες, παρατήρησα.

- Κι εσύ αγόρι μου, μπερδεύεις τους κοτεράδες, με τους επιβάτες για Σαλαμίνα-Κούλουρη, παρατήρησα εγώ!

- Και πως μας προέκυψες κοτεράς; Συνέχισα, δίνοντας τόπο στην οργή.

- Ο ιδιοκτήτης του είχε κάτι οικονομικά προβλήματα, χρειαζόταν επειγόντως μετρητά, και το πούλαγε κοψοχρονιά!

- Κι εσύ σαν φιλάνθρωπος έσπευσες να το αρπάξεις μπιρ παρά ε;

- Λες να του ακούμπαγα τις οικονομίες μου για να το παίξω εφοπλιστής; Δεν είσαι καλά!

- Δηλαδή του το έφαγες τσάμπα το πλεούμενο;

- Τι θα πει, του το έφαγα; Τον ξελάσπωσα με κάτι διασυνδέσεις που είχα, κι από ευγνωμοσύνη ο άνθρωπος μου το μεταβίβασε.

- Και με τα έξοδά του πως θα τα βγάλεις πέρα; Υπολόγισες πόσο κοστίζει σκάφος-πλήρωμα το μήνα;

- Τα έχει προπληρώσει για δυο χρόνια. Μετά το σφάζω..

- Τι να πω; Καλοτάξιδο! Του ευχήθηκα, προβληματισμένος με τι είδους διασυνδέσεις αποκτάς ένα εικοσάμετρο κότερο με προπληρωμένα έξοδα!

Αυτός ήταν ο κόσμος του αδελφού μου, και η αιτία που δεν ήθελα να έχω παρτίδες μαζί του. Το τηλεφώνημά του με άγχωσε, γιατί υποψιάστηκα που το πήγαινε, αλλά ευτυχώς μείναμε εκεί.

Όπως διαπίστωσα στο επόμενο τηλεφώνημα, ο Τζιμάκος απλά με ενημέρωσε για να με βάλει στο κλίμα. Την «εκτέλεση» είχε αναλάβει η μάνα μου. Η πλέον ειδική στο τουμπάρισμα!

 

- Μητέρα όχι, και πάλι όχι!

- Μα δε ντρέπεσαι, λέω εγώ, να αρνείσαι μια οικογενειακή κρουαζιέρα;

- Αρνούμαι το οικογενειακό ρεζιλίκι ρε μάνα! Πες μου εσύ, πότε μαζευτήκαμε όλοι μαζί και δε γίναμε ρεντίκολο; Μας φαντάζεσαι σε κρουαζιέρα; Θα γελάνε και οι τσιπούρες μαζί μας!

- Οι τσιπούρες να κοιτάξουν τη δουλειά τους! Ειλικρινά παιδί μου, δεν μπορώ να καταλάβω την απέχθειά σου απέναντί μας. Προφανώς από πίσω κρύβεται η στρίγγλα η γυναίκα σου!

- Να την αφήσεις ήσυχη τη στρίγγλα μου! Αγρίεψα. Δεν έχει ιδέα για τα καπετανιλίκια του Τζιμάκου!

- Σε έχει χώσει όμως στο βρακί της! Αντεπιτέθηκε. Πριν την παντρευτείς, ήσουν αχώριστος με τα αδέλφια σου!

- Δεν την παντρεύτηκα στα οκτώ μου, γιατί μέχρι τότε ήμουν αχώριστος με τα αδέλφια μου. Μετά έκαναν κλίκα εναντίον μου, και μου έστηναν παγίδες. Εγώ δεν ζούσα σε σπίτι, στη ζούγκλα του Βιετνάμ ζούσα!

- Ήσουν ο μεγαλύτερος. Δεν έπρεπε να τα ξεσυνερίζεσαι.

- Ναι ε; Ακόμα και όταν με κρέμασαν ανάποδα στο δέντρο;

- Στο τέλος όμως σε ξεκρέμασαν τα πουλάκια μου.

- Δεν θυμάσαι καλά, οι νοσοκόμοι με ξεκρέμασαν την ώρα που κακάρωνα!

- Και γι αυτά τα παιδικά καμώματα τους κρατάς ακόμα κακία;

- Ποτέ δεν τους κράτησα κακία, απλά τους κρατώ σε απόσταση.

- Ωραία! Εσύ και η λεγάμενη τους κρατάτε σε απόσταση. Η εγγονούλα μου όμως τι σας φταίει; Να μην κάνει μερικά μπανάκια να μαυρίσει λίγο το κορμάκι της; Πόσο θα κρατήσει ακόμα το Καλοκαίρι;

Εδώ η έμπειρη μάνα μου χτύπησε φλέβα. Μπαίναμε στον Αύγουστο και ζήτημα ήταν αν είχαμε κάνει πεντέξι μπάνια στο εξοχικό ενός φίλου στη Λούτσα. Το μυαλό μου πήγε σε καταστρώματα, ηλιοθεραπείες, βουτιές μεσοπέλαγα, φουσκωμένα πανιά, ηλιοβασιλέματα εν πλω, πολλά θέλει ο άνθρωπος;

- Καλά, άσε να το συζητήσουμε πρώτα, και θα σου πω.

- Να πάρετε και ζεστά ρούχα. Το βράδυ κάνει ψύχρα στη θάλασσα..

Ά, ρε αιώνια μάνα!

 

Το ραντεβού ήταν την επόμενη Παρασκευή πρωί στη μαρίνα Ζέας, στην πρύμη του «Nadim» όπως έγραφε καλλιγραφικά το εντυπωσιακό απόκτημα του Τζιμάκου.

Προορισμός μας μια τριήμερη κρουαζιέρα στα νησιά του Σαρωνικού.

Ο Λέο με τη Λία, ήρθαν στολισμένοι σα να πήγαιναν στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Δίπλα τους η μάνα μου που το είχε τερματίσει, ίδια η βασίλισσα Ελισάβετ.

Εμείς οι τρεις από την άλλη, με τα σακίδια στην πλάτη, τα σορτσάκια και τα ψαθιά μας, σαν κομπάρσοι απ’ την ταινία «Διακοπές στην Αίγινα» με την Βουγιουκλάκη και τον Κωνσταντάρα.

Βιαζόμουν ν ανέβουμε γρήγορα, για να μη βλέπει ο κόσμος που περπατούσε στην προκυμαία αυτό το συνονθύλευμα. Έπρεπε όμως να περιμένουμε τους δυο «μούτσους» του Τζιμάκου να φορτώσουν το βουνό απ' τις βαλίτσες που ξεφόρτωσαν τα δυο 4Χ4 του Λέο και της μάνας μου.

Τα πράγματα χειροτέρεψαν επικίνδυνα, όταν εμφανίστηκαν στο κατάστρωμα να μας υποδεχτούν, η Λία με μπικίνι κι ο Τζιμάκος με πηλήκιο καπετάνιου, κι ένα πούρο σα δοκάρι στο στόμα.

Σαν αποκορύφωση του κιτς δράματος, τα τρίδυμα ντυμένα πειρατές, τσίριζαν έξαλλα να μην ανεβούμε στο πλοίο τους, κραδαίνοντάς μας από τις κουπαστές, πλαστικές χατζάρες.

Έκαναν τόσο σαματά, που εκτός από τους περαστικούς που μαζεύτηκαν να χαζέψουν, βγήκαν και στα μπαλκόνια απ τις απέναντι πολυκατοικίες.

Έπρεπε να ακούσω τη φωνή της λογικής και να κάνω μεταβολή, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια!

 

Το κατάστρωμα από ξύλο τικ και ανοξείδωτα εξαρτήματα, ήταν το πρώτο που με εντυπωσίασε, όταν επιτέλους ανεβήκαμε. Το ίδιο και το ισχυρό αλουμινένιο κατάρτι με τη μάτσα του πανιού και τα ξάρτια. Ξαπλώστρες τριγύρω με χνουδωτές πετσέτες και μπουρνούζια, σε προδιάθεταν να τεμπελιάσεις κάτω απ' τον ήλιο, ή κάτω από τέντα, ανάλογα τα κέφια.

Ομολογώ πως το «Nadim» ήταν κατά πολύ ανώτερο των προσδοκιών μου. Έμοιαζε ολοκαίνουργιο, κι όπως με διαβεβαίωσε αργότερα ο skipper (όπως αποκαλείται κανονικά ο κυβερνήτης ιστιοφόρου), μόλις είχε ανακαινιστεί.

Το εσωτερικό του επενδυμένο με μαόνι έδινε ρέστα. Πρώτη εντύπωση το ευρύχωρο σαλόνι, με δερμάτινους καναπέδες, ναυτικά έπιπλα, μπρούτζινα διακοσμητικά, δορυφορική τηλεόραση, στερεοφωνικά και κάμποσα ακόμα που δεν έπιασε το μάτι μου.

Ένας κεντρικός διάδρομος οδηγούσε σε 5 άνετες καμπίνες για τους φιλοξενούμενους, με αντίστοιχη πολυτέλεια, κλιματιστικά και ντους. Ήταν όλες τους σχεδόν πανομοιότυπες σε εμφάνιση και ανέσεις, απόδειξη πως δεν χρειάστηκε να παίξουμε μπουνιές όταν τις μοιράζαμε.

Το πλήρωμα εννοείται, κοιμόταν σε ξεχωριστές αθέατες καμπίνες. Μη γίνουμε όλοι ίσοι και όμοιοι!

Γυρνούσα πάνω κάτω, εξερευνώντας το σαν περίεργο παιδί. Μην πω πως ζήλευα κιόλας, να έχει ένα τέτοιο σκαρί, ποιος; Ο Τζιμάκος ο μαυραγορίτης, που το μόνο που ήξερε από θάλασσα, ήταν τα θαλασσοδάνεια.  

Όταν συναντηθήκαμε στο κόπκιτ λίγο πριν αποπλεύσουμε, δεν κρατήθηκα:

- Ρε μαλάκα, τον ρώτησα, είναι πραγματικά δικό σου, ή πας να μας φουντάρεις για να εισπράξεις καμιά ασφάλεια;

Γέλασε με ύφος υπεράνω, κάνοντας το πούρο να χοροπηδήσει στα δόντια του.

- Αγόρι μου, τα μεγάλα καράβια είναι για τις μεγάλες φουρτούνες. Εσύ γιατί ανησυχείς;

Αυτά τα σιβυλλικά υπονοούμενα από τέτοιους τύπους, μου την βαράνε κατευθείαν στο κρανίο. Ήμουν έτοιμος να δώσω μια στο πούρο του να το καταπιεί, αλλά μας πρόλαβε ο skipper, ένας νεαρός άντρας ντυμένος στα λευκά, που η γλώσσα του σώματός του μαρτυρούσε υπερβολική δόση έπαρσης.

- Κύριε Καστιλιάνο, του ανέφερε ψυχρά, ετοίμασα το πρόγραμμα του ταξιδιού. Ελάτε να υπογράψετε το ημερολόγιο πριν αποπλεύσουμε.

- Δεν ήρθα εδώ για να υπογράφω μαλακίες captain, τον ψάρωσε κυριολεκτικά. Σήκωσε λοιπόν την γαμημένη άγκυρα να φύγουμε από δω, γιατί πολύ το κωλοβαρέσαμε!

Ο τύπος τα χρειάστηκε. Μια σταγόνα κρύου ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπό του, που ο αδελφούλης μου την μπάνισε αμέσως, κλείνοντάς μου το μάτι.

- Μάλιστα κύριε!

- Είδες; Μου είπε γελώντας με αυταρέσκεια μόλις ο skipper τσακίστηκε να μεταφέρει τις διαταγές του στο πλήρωμα.

- Είδα. Του είπα..

 

Σε λίγα λεπτά ένοιωσα τον ανεπαίσθητο κραδασμό της μηχανής κάτω απ' τα πόδια μου. Είμαστε έτοιμοι για απόπλου. Ανέβηκα γρήγορα στο κατάστρωμα να χαζέψω τη διαδικασία.

Οι δυο ναύτες του πληρώματος ήταν ήδη στην πλώρη, σκυμμένοι στο βίτζι της άγκυρας. Τα σκοινιά της πρύμης ανέλαβε ο μάγειρας, αν κρίνω απ' τον άσπρο σκούφο του στο κεφάλι.

Κάθισα σε μια ξαπλώστρα για να μην ενοχλώ, δίπλα στο Λέο που ροχάλιζε σαν τον θαλάσσιο συνονόματό του. Πριν προλάβω να του χώσω μια αγκωνιά για να το βουλώσει, εμφανίστηκε η Λία από το πουθενά, και θρονιάστηκε ξεδιάντροπα στα στα πόδια μου, δίπλα στον κοιμισμένο άντρα της!

- Είσαι τρελή; Της ψιθύρισα αναστατωμένος. Θες να μας πάρουν όλοι χαμπάρι;

- Με έχεις φτιάξει μωρό μου, απάντησε πρόστυχα, ενώ κωλοτριβώταν πάνω στο πουλί μου.

- Ναι, είσαι εντελώς τρελή, συμπέρανα νευριασμένος και άνοιξα τα πόδια μου για να την ξεφορτωθώ.

Με μια στριγγλιά, έσκασε με τον κώλο στο κατάστρωμα.

Ο Λέο πετάχτηκε απ' τον ύπνο του, και την αντίκρυσε πεσμένη στα πόδια του.

- Τι συμβαίνει Λία; Ρώτησε ξαφνιασμένος.

- Σε ζήλεψα που κοιμόσουν σαν πουλάκι, και ήρθα να ξαπλώσω στα ποδαράκια σου! 

Για τόσο πουτάνα μιλάμε!

 


12.7.21

Από την εισαγωγή του βιβλίου που σκέφτομαι να γράψω. Να το συνεχίσω, ή να πάω για μπάνιο;

Ο Στοιχειοθέτης


 
Ονομάζομαι Φιλήμων Γραμματικόπουλος και γεννήθηκα στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1888.

Το επάγγελμά μου δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά στοιχειοθέτης, μια τέχνη που κληρονόμησα από τον πατέρα μου Αθανάσιο, δεύτερη γενιά στοιχειοθέτη, πού πέρασε τη ζωή του συνθέτοντας γράμμα με το γράμμα, τις στήλες των ειδήσεων της «Ακρόπολης» του μεγάλου Βλάση Γαβριηλίδη.

Από τον πατέρα μου επίσης κληρονόμησα και το όνομα Φιλήμων, που ουσιαστικά ήταν το επώνυμο του θρυλικού στον κύκλο μας εκδότη της ιστορικής εφημερίδας «ο Αιών» Ιωάννη Φιλήμονα, που γνώρισε και θαύμασε μέσα από τις διηγήσεις του δικού του πατέρα, Αλέξανδρου. Ο παππούς Αλέξανδρος εργάστηκε για μιάμιση δεκαετία στο πλευρό του σαν αρχιστοιχειοθέτης της εφημερίδας μέχρι τη βίαιη διακοπή της.

Ήμουν πολύ μικρός, αλλά στη μνήμη μου ζωντανεύει ακόμα η φιγούρα του υπέργηρου προγόνου μου να μας αφηγείται με πάθος τις ιστορίες αυτού του θαρραλέου  ανθρώπου, τονίζοντας τις λέξεις με τα αεικίνητα, παραμορφωμένα απ’ τη δουλειά δάχτυλά του, λες και από συνήθεια στοιχειοθετούσε παράλληλα και τα λεγόμενά του με πηχυαίες αόρατες γραμματοσειρές.

Ο Ιωάννης Φιλήμων μέλος της Φιλικής Εταιρίας και ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης, ξεκίνησε την εκδοτική του σταδιοδρομία το 1832 στο Ναύπλιο με την εφημερίδα «Χρόνος». Το 1838 συνέχισε στην Αθήνα με τον άκρως μαχητικό ρωσόφιλο «Αιώνα», μέσω του οποίου ασκούσε δριμύτατη αρθογραφία κατά της Γαλλικής κατοχής στην Ελλάδα. Υπέστη αμέτρητες διώξεις, χτυπήθηκε από τραμπούκους, ταλαιπωρήθηκε στα δικαστήρια, φυλακίστηκε, και ξόδεψε την περιουσία του σε πρόστιμα, χωρίς να το βάζει κάτω. Για να κρατήσει τη φωνή του ζωντανή, όπως μας έλεγε ο παππούς.  

Πόσο ν’ αντέξει όμως ένας άνθρωπος, όσο γενναίος και αν είναι, απέναντι σε ένα αλαζονικό, αυταρχικό κατεστημένο που συμμαχούσε ακόμα και με τον διάολο για να τον εξοντώσει; Στην προκειμένη περίπτωση γύρω στα 16 χρόνια, μέχρι το 1854 όταν οι Γάλλοι τον φυλάκισαν για τα καλά, και κατέστρεψαν τις τυπογραφικές του εγκαταστάσεις.

Παρόλα αυτά η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε 3 χρόνια αργότερα όταν το κλίμα είχε αλλάξει. Μεταβιβάστηκε όμως στον αδελφό του Τιμολέοντα. Τόσο ο Ιωάννης Φιλήμων, όσο και ο έμπιστος αρχιστοιχειοθέτης του, δεν είχαν τα χρόνια και το κουράγιο να την συνεχίσουν.

Τότε βέβαια ελάχιστα καταλάβαινα απ’ όλα αυτά τα ηρωικά, αργότερα όμως ακούγοντας στο σινάφι μας τα κατορθώματά του, άρχισα σιγά-σιγά να καμαρώνω για το περίεργο όνομά μου, που τόσα προβλήματα μου δημιούργησε στα σχολικά μου χρόνια, από τους ανεξάντλητους σε λογοπαίγνια συμμαθητές μου.

Τρίτη γενιά στοιχειοθέτης λοιπόν, και μάλιστα από την παιδική μου ηλικία. Όταν οι συνομήλικοι μου ψαλίδιζαν χαρτονένια καραγκιοζάκια, εγώ έπαιζα με τα φθαρμένα τυπογραφικά στοιχεία που μου έφερνε σπίτι ο πατέρας μου, όποτε τα ανανέωναν στην «Ακρόπολη».

Είχα και από τον μακαρίτη πια παππού μου μερικά κειμήλια, -τα παιδικά παιχνίδια του πατέρα μου αυτή τη φορά-, 2-3 ρηχά ξύλινα συρτάρια, τις τυπογραφικές κάσες όπως τις έλεγαν, χωρισμένες με οριζόντια και κάθετα σανιδάκια σε μικρά ορθογώνια κουτιά, τις στοιχειοθήκες. Μέσα εκεί ταξινομούσα προσεκτικά τα μεταλλικά στοιχεία, με μια κληρονομική ενστικτώδη τελετουργία. Αλλού τα σύμφωνα, αλλού τα φωνήεντα με οξεία και τόνο, αλλού με δασεία και τόνο, με περισπωμένη, με υπογεγραμμένη, με περισπωμένη και υπογεγραμμένη, τα σημεία στίξης, και όλα αυτά τα φιλολογικά στολίδια της γλώσσας μας, ψιθυρίζοντας αυθόρμητα την ηχητική διαφορά του τονισμού τους.

Το δεύτερο αγαπημένο μου «παιχνίδι» ήταν το συνθετήριο. Μια μακρόστενη μεταλλική γωνία με πλάτη, που πάνω της τοποθετούνται, από δεξιά προς αριστερά τα τυπογραφικά στοιχεία συνθέτοντας αντίστροφα τις λέξεις, ώστε μετά την εκτύπωση να διαβάζονται κανονικά. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται τα διαστήματα για να τις διαχωρίζουν, κι όταν ολοκληρωθεί η πρώτη σειρά λέξεων, η αράδα, με την ίδια διαδικασία ξεκινά η δεύτερη από κάτω, αφού μεσολαβήσει μια κοντύτερη λάμα, το διάστιχο, που καθορίζει την μεταξύ τους απόσταση. Η μια πλευρά του συνθετηρίου ήταν σταθερή για να συγκρατεί τα στοιχεία, και η άλλη ρυθμιζόμενη με ένα σφικτήρα που οριοθετούσε το πλάτος της κάθε στήλης.

Υπήρχαν κι άλλα απαραίτητα εργαλεία που δυστυχώς δεν μ’ είχαν προμηθεύσει, προφανώς για λόγους ασφαλείας, όπως ο βαρύς και ογκώδης σελιδοθέτης όπου μεταφέρονταν οι έτοιμες στήλες και τα ανάγλυφα κλισέ των εικόνων, συνθέτοντας την ύλη μιας ολόκληρης σελίδας.

Δεν είχα όμως ακόμα αποκτήσει τέτοιες φιλοδοξίες, ούτε τυπογραφική μηχανή. Μου αρκούσε να συνθέσω ένα μικρό μόνο κειμενάκι των τριών αράδων που αντέγραφα από κάποια εφημερίδα, και να το εκτυπώσω απ’ ευθείας από το πολύτιμο συνθετήριο πάνω σε ένα οποιοδήποτε κομμάτι χαρτί.

Η διαδικασία ήταν απλή: Το ακουμπούσα στο τραπέζι με τα στοιχεία προς τα πάνω, και με ένα σφυράκι από καουτσούκ χτυπούσα απαλά όσα προεξείχαν μέχρι να κάτσουν όλα σταθερά στη βάση τους. Μετά με ένα σφουγγαράκι μελάνωνα προσεκτικά τα γράμματα των στοιχείων, τους οφθαλμούς στην τυπογραφική διάλεκτο, προσπαθώντας να αποφύγω την επιτήρηση της μητέρας μου που πάντα στο συγκεκριμένο στάδιο με το μελάνι πάθαινε νευρικό κλονισμό.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, τα κάλυπτα με ένα χαρτί προσέχοντας να καθίσει ομοιόμορφα, πιέζοντάς το σταθερά με ένα χοντρό χαρτόνι μη μείνει κανένα κενό από κάτω.

Το άφηνα εκεί για μερικά δευτερόλεπτα να ποτίσει το πηκτό τυπογραφικό μελάνι, και βαστώντας την αναπνοή μου, το αποσπούσα απ’ τα στοιχεία με μία σταθερή κίνηση κρατώντας το τεντωμένο από τις δύο άκρες.

Ήταν η στιγμή της αποκάλυψης, βλέποντας με συγκίνηση και δέος το φρεσκοτυπωμένο κείμενό μου να γυαλίζει στο χαρτί, με τη γνώριμη μυρωδιά της νωπής μελάνης να γαργαλάει σαγηνευτικά την όσφρηση μου.

Είχα τόσο εξοικειωθεί να φτιάχνω και να τοποθετώ τις λέξεις με τα αντεστραμμένα γράμματα των στοιχείων, σα να έγραφα μέσα από ένα καθρέφτη, ώστε στην πρώτη δημοτικού, όταν τα άλλα παιδιά ίδρωναν μέχρι να γράψουν «πί πί τό παπί», εγώ σε χρόνο μηδέν έγραφα «παπ τ π π», και η δασκάλα με κοιτούσε σα να ήμουν καθυστερημένο.

Μου πήρε καιρό να κατανοήσω ότι το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου δεν είναι το Ω, αλλά το Α.             

Όλα τα παιδικά μου δοκίμια, άλλα τυπωμένα σε φύλλα τετραδίων, άλλα σε λευκά περιθώρια εφημερίδων και άλλα σε ψαλιδισμένες χαρτοσακούλες του μανάβη, τα φύλαγα σαν πολύτιμες περγαμηνές σε ένα χοντρό κουτί παπουτσιών του πατέρα μου, σχολαστικά τοποθετημένα με τη σειρά της εκτύπωσης, ένα είδος ημερολόγιου, ή καλύτερα ένα έλεγχο της προόδου μου, όπως θα έλεγαν στο σχολείο.

Αυτό το κουτί, δεμένο σταυρωτά με μαύρο τυπογραφικό σπάγκο, δεν το αποχωρίστηκα ποτέ, παρόλες τις μετακομίσεις και τα γεγονότα που επακολούθησαν στην ταραγμένη εποχή μου. Είναι το μοναδικό ενθύμιο από τα αθώα χρόνια της νιότης μου, που τώρα φαίνονται τόσο μακρινά, λες και δεν τα έζησα ποτέ.

Και όμως, πολλές φορές κάποια ακαθόριστη ρομαντική προδιάθεση με οδηγεί να λύσω τους σπάγκους και να τα ξεφυλλίσω, προσέχοντας μην τα ανακατέψω και τους χαλάσω τη χρονολογική σειρά. Διαβάζοντας τις φθαρμένες λέξεις από τα χιλιοτυπωμένα στοιχεία των εφημερίδων, με τα λιωμένα γράμματα και τις μουτζούρες από τα γρέζια, ξαναζωντανεύουν αγαπημένες εικόνες, χρώματα, μυρωδιές και ξεχασμένες λεπτομέρειες.

Βλέπω τον μικρό εαυτό μου να παλεύει με πείσμα και πάθος να στήσει τη δική του εφημερίδα, την εφημεριδούλα των παιδικών του ονείρων.

Γιατί τα έκανε όλα αυτά; Ίσως Για να κρατήσει τη φωνή του ζωντανή, όπως θα έλεγε ο παππούς Αλέξανδρος...  

 

18.6.21

Οικογένεια Καστελιάνου - Το ξεκαθάρισμα

 


Άλλη μια απόπειρα δολοφονίας –αποτυχημένη εννοείται- εναντίον του αδελφού μου Λέο.

Ξεκαθάρισμα λογαριασμών ήταν η πρώτη εκτίμηση της αστυνομίας, σε μια ανακοίνωση copy-paste με τις προηγούμενες δέκα ή δώδεκα, αν θυμάμαι καλά.

Δυο ένοπλοι εισέβαλαν τα ξημερώματα στο νυχτερινό του κέντρο με προτεταμένα πιστόλια, σε μια -αποτυχημένη όπως αποδείχτηκε- προσπάθεια να τον αιφνιδιάσουν. Όταν σε χρόνο μηδέν αντίκρισαν τους μπράβους να τους σημαδεύουν οπλισμένοι σαν αστακοί, έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να διαφύγουν. Δυστυχώς γι αυτούς, μπουρδουκλώθηκαν στους κουβάδες με τις φασίνες για το σφουγγάρισμα, γλίστρησαν στις σαπουνάδες, και πέφτοντας αλληλοπυροβολήθηκαν κατακούτελα.

-Την άλλη φορά να το σκεφτείτε καλύτερα! Προειδοποίησε αυστηρά ο Λέο, τα δυο πτώματα με τα ανοιγμένα κρανία!

Όπως ήταν φυσικό, αυτό το γκανγκστερικό περιστατικό (πρωτοφανές στα Ελληνικά χρονικά όπως έγραψαν) πρωτοστάτησε στα ΜΜΕ, και ο Λέο από πρόσωπο της νύχτας, έγινε πρόσωπο της ημέρας!

Όποιο κανάλι και να άνοιγες, τον έβλεπες να περιγράφει δήθεν σοκαρισμένος τον «εφιάλτη» που έζησε. Ουδεμία αναφορά για τον εφιάλτη των επίδοξων, ακέφαλων εκτελεστών του.

Δίπλα του η Λία με ύφος εκατό παρθένων, να σταυροκοπιέται ευχαριστώντας την Παναγιά που έσωσε τον άντρα της, αυτό τον άκακο, φιλήσυχο ανθρωπάκο! Η Λία, που ολόκληρη τη ζωή της –εξήντα χρόνια και βάλε- μόνο σε βρισιές χρησιμοποιούσε το όνομα Της.

Η μάνα μου ήταν όλα τα λεφτά, δηλώνοντας ένθεν και ένθεν πως έπεσε από τα σύννεφα, όταν έμαθε το γεγονός. Ρε μάνα, άμα έχεις πέσει από τα σύννεφα δώδεκα φορές έως τώρα, καλύτερα μην ανεβαίνεις εκεί πάνω…

 Δε λέω βέβαια πως δεν θορυβήθηκα με το γεγονός, αδελφός μου ήταν, στο κάτω-κάτω. Το ότι τον σιχαίνομαι δεν σημαίνει πως θέλω το κακό του. Μαζί μεγαλώσαμε και ξέρω καλά τα χούγια του. Μπορεί να είναι το μεγαλύτερο κωλόπαιδο ever, εγκληματίας πάντως δεν είναι.

 

Τι κρυβόταν όμως πίσω από αυτό το ξεκαθάρισμα λογαριασμών αλά Σικάγο; Την αλήθεια ή ένα μέρος της μου εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος λίγες μέρες αργότερα, όταν τα πράγματα άρχισαν να καταλαγιάζουν.

-Μαλάκα –μου είπε- έχω μπλέξει άσχημα! Έδειχνε αναστατωμένος, κάτι που δεν μας είχε συνηθίσει στο παρελθόν.

- Κοίτα –τον πρόλαβα- δεν θέλω να ξέρω τα μπλεξίματά σου. Σαν αδελφός σου, μου αρκεί που την έβγαλες καθαρή. Τα υπόλοιπα είναι δικός σου λογαριασμός!

- Την έβγαλα καθαρή ε; Μπράβο αδελφούλη, μου έφτιαξες λίγο το κέφι με την αισιοδοξία σου!

- Τι θέλεις να πεις; Ρώτησα δύσπιστα, ενώ τα φίδια άρχισαν να με ζώνουν.

- Ότι την επόμενη φορά δεν θα στείλουν δυο κωθώνια να με εκτελέσουν..

- Δηλαδή;

- Θα πατήσουν ένα κουμπί ας πούμε, κι όποιον πάρει ο χάρος!

- Μπορείς να γίνεις λίγο πιο σαφής, λέγοντας «κι όποιον πάρει ο χάρος;»

- Να, τώρα εδώ που μιλάμε για παράδειγμα, θα μπορούσαν με μια μπόμπα να μας τινάξουν στον αέρα!

- Για κάτσε ρε Λέο, αγανάκτησα, εσένα να σε κάνουν κομματάκια για χίλιους δυο λόγους. Εμένα γιατί;

- Ας πούμε, γιατί είσαι αδελφός μου; Αυτά πονάνε.

- Ποιόν πονάνε ρε Λέο; Αφού θα είμαστε μακαρίτες αμφότεροι.

- Αυτούς που θα αφήσουμε πίσω μας, τους σκέφτηκες;

- Κι εσύ ρε μαλάκα γιατί δεν τους σκέφτηκες όταν σκάρωνες τις πουστιές σου;

- Έχω κάνει μερικά άσχημα πράματα, δε λέω, αλλά δεν κατάλαβα για ποιο απ όλα μου την πέσανε.

- Κι εσύ δεν τους άφησες να σου εξηγήσουν, κατευθείαν στο ψαχνό!

- Το θέμα είναι, τώρα τι κάνουμε..

Αυτός είναι ο αδελφούλης μου. Πρώτα κάνει τις μπαγαποντικές του, και όταν αρχίσουν να πέφτουν οι κουμπουριές, αναρωτιέται «τώρα τι κάνουμε!».

- Χρειαζόμαστε βοήθεια, γρύλισε σαν εγκλωβισμένος γορίλας.

- Μου αρέσει που αναφέρεσαι στον πρώτο πληθυντικό...

- Έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης, που να ξέρει τον υπόκοσμο, και να είναι χωμένος μέχρι το λαιμό στα σκατά..

- Α, για τον Τζιμάκο μιλάς;

- Ξέρεις κανέναν άλλο;

- Με τέτοιες περγαμηνές, όχι!

 

Ο Τζιμάκος στην αρχή δεν έπαιρνε κουβέντα.

- Δεν ντρέπεσαι, άρχισε να φωνάζει στον Λέο, πήγες κι έμπλεξες με φονιάδες, θέτοντας σε κίνδυνο την οικογένειά μας; Δε σκέφτηκες τη μητέρα σου, τα αδέρφια σου, τα τρίδυμά μου; Με αυτές τις αρχές μας μεγάλωσαν; Ξεπούλησες κάθε ίχνος ηθικής!

- Ρε Τζιμάκο, επενέβην, σταμάτα το κήρυγμα, γιατί μα το θεό, θα ξεράσω! Επειδή είσαι χειρότερος ήρθαμε.

- Δεν πέφτω με τις μαλαγανιές σου, απευθύνθηκε σε μένα, προφανώς κολακευμένος από αυτά που άκουσε, γιατί κάπου στο βάθος της σκοτεινής του μούρης, ένα χαμόγελο αχνοφάνηκε.

Γάτος ο Λέο έπιασε αμέσως το υπονοούμενο, και έσπευσε να επαυξήσει:

- Όχι γιατί είσαι αδελφός μας, αλλά γιατί παίζεις την πιάτσα στα δάχτυλα, ήρθαμε!

(Πάλι στον πρώτο πληθυντικό το κωλόπαιδο!).

- Τέλος πάντων, πείτε μου τα γεγονότα, και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε..

- Θα στα πει ο αδελφός σου, γιατί αυτός τα γάμησε! Ξέσπασα οργισμένος. Εμένα μη με ανακατεύετε, γιατί ούτε ξέρω, ούτε είδα, ούτε άκουσα τίποτα! Ούρλιαξα κατακόκκινος του θανατά.

Σηκώθηκα και έφυγα, παίρνοντας όρκο να μη τους ξαναδώ μπροστά μου, νεκρούς ή ζωντανούς.

 

Για μια βδομάδα άντεξα, μέσα στην απόλυτη σιωπή εκ μέρους τους. Μια βδομάδα που έκανα κρυφά το σταυρό μου, κάθε φορά που αντίκριζα τη γυναίκα και την κόρη μου να επιστρέφουν αρτιμελείς. Εφτά εφιαλτικά βράδια που πεταγόμουν στον ύπνο μου από την έκρηξη μιας βόμβας που τίναζε το σπίτι στον αέρα. Μετά πηγαινοερχόμουν κάθιδρος στα δωμάτια κάνοντας βάρδια μέχρι να ξημερώσει, με την ψευδαίσθηση πως το φως της ημέρας θα έδιωχνε τους βομβιστές, όπως τους βρικόλακες.

Η δυσκολότερη όμως δοκιμασία, ήταν πως τα κρατούσα όλα μέσα μου, προσποιούμενος πως δεν τρέχει τίποτα. Δεν τολμούσα να τους αποκαλύψω το μυστικό, μη τυχόν και τις τρομοκρατήσω, κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Ήταν τραγικό να τις βλέπω να αισιοδοξούν, να κάνουν σχέδια για το μέλλον, κι εγώ να μην ξέρω αν θα ξημερώσουμε αύριο.

Ναι, άντεξα μόνο μια βδομάδα. Μέχρι να φτάσει ο κόμπος στο χτένι, που λένε. Αυτή η νεκρική σιγή -κυριολεκτικά και μεταφορικά- διέλυσε το νευρικό μου σύστημα. Είχα αρχίσει να νιώθω ενοχές που καθόμουν άπραγος, επαφίοντας τις ζωές τους στις διπλωματικούς χειρισμούς του Τζιμάκου ή ακόμα χειρότερα στις σκανδάλες των μπράβων του Λέο.

Τέτοιες ώρες δεν ήταν για όρκους και πείσματα. Ήμουν στα πρόθυρα να αρπάξω ένα πιστόλι και όποιον πάρει ο χάρος.

Λόγω έλλειψης πιστολιού, άρπαξα το τηλέφωνο και πήρα τον Τζιμάκο.

Άρχισε να μου μιλάει ακατάπαυστα περί ανέμων και υδάτων, χωρίς ν αναφέρει λέξη για το περιστατικό. Μήπως το έκανε επίτηδες; Τι ήθελε να μου κρύψει; Δεν άντεξα:

- Ρε Τζιμάκο, ωραία όλα αυτά, αλλά εγώ σε πήρα για να μάθω τι έγινε με τους μαφιόζους του Λέο!

- Α, που τους θυμήθηκες; Έληξε η υπόθεση την άλλη μέρα. Νόμιζα πως το ήξερες!

- Πως έληξε δηλαδή;

- Μια παρεξήγηση ήταν. Τα δύο κοθώνια μπέρδεψαν το μαγαζί! Έπρεπε να πάνε στη διπλανή πόρτα. Χαχαχα τους μαλάκες!

Δεν μιλούσα, και προφανώς δεν συμμεριζόμουν την αίσθηση του χιούμορ του.

- Εσύ όμως αδελφούλη, γιατί τόση κωλοπιλάλα; Αλλά τι ρωτάω; Πάντα χέστης ήσουνα! Χαχα!

Του έκλεισα το τηλέφωνο στα μούτρα. Βιαζόμουν να επικοινωνήσω με τη γυναίκα και την κόρη μου, να τους πω να ετοιμαστούν. Είχα μεγάλα σχέδια για αυτό το βράδυ!


5.5.21

Το λιοντάρι που νόμιζε ότι ήταν πρόβατο

Μια λέαινα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, κυνηγούσε πηδώντας από τον ένα λόφο στον άλλο, και ακριβώς στη μέση γέννησε ένα μικρό. Το μικρό κύλισε κι έπεσε στο μονοπάτι, την ώρα περνούσε ένα μεγάλο κοπάδι από πρόβατα, και αναμείχθηκε μαζί τους.

Σ αυτό το περιβάλλον άρχισε να μεγαλώνει, ταυτισμένο νοητικά με την ύπαρξη του πρόβατου.

Δεν είχε ιδέα, ούτε καν στα όνειρά του, ότι είναι λιοντάρι.

Πώς μπορούσε να έχει; Παντού τριγύρω του υπήρχαν πρόβατα και μόνο πρόβατα.

Δεν είχε βρυχηθεί ποτέ σαν λιοντάρι τα πρόβατα δεν βρυχώνται.

Δεν είχε βρεθεί ποτέ μόνο του σαν λιοντάρι τα πρόβατα δεν μένουν ποτέ μόνα. Βρίσκονται πάντοτε μέσα σε πλήθος. Το πλήθος είναι ζεστό, ασφαλές και σίγουρο. Αν δεις πρόβατα που περπατούν, περπατούν τόσο κοντά μεταξύ τους που σκοντάφτουν το ένα πάνω στο άλλο. Φοβούνται πάρα πολύ να μείνουν μόνα.

Έτσι έμαθε να συμπεριφέρεται και αυτό σαν πρόβατο. Είχε τον ίδιο φόβο προς όλα τα άλλα ζώα, τον ίδιο πράο τρόπο ζωής, ακριβώς όπως και τα άλλα πρόβατα, τρεφόταν με χορτάρι και παρά το γεγονός ότι είχε γεννηθεί λιοντάρι, είχε μάθει να βελάζει και δεν βρυχήθηκε ποτέ.

Κάποια μέρα όμως πέρασε ένα γέρικο λιοντάρι και το είδε να προεξέχει από το πλήθος των προβάτων. Δεν μπορούσε τα πιστέψει τα μάτια του! Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα ούτε και είχε ακούσει ποτέ στην ιστορία ολόκληρου του παρελθόντος ότι ένα λιοντάρι βρισκόταν μέσα σε ένα κοπάδι προβάτων, βόσκοντας στο χορτάρι.

Το έκπληκτο λιοντάρι ξέχασε ότι ήταν έτοιμο να πιάσει ένα πρόβατο για το πρόγευμά του. Ήταν τόσο παράξενο αυτό που ζούσε, που προσπάθησε να πιάσει το νεαρό λιοντάρι για να καταλάβει τι συμβαίνει. Ήταν όμως γέρος και το νεαρό λιοντάρι του ξέφυγε βελάζοντας πανικόβλητο.

Τελικά όμως το κατάφερε, και εκείνο έκλαιγε και τον εκλιπαρούσε. “Σε παρακαλώ μη με φας, λυπήσου ένα φτωχό πρόβατο”. Το γέρικο λιοντάρι είπε αγριεμένο. «Σταμάτα επιτέλους να βελάζεις κι έλα μαζί μου”. Εκεί κοντά υπήρχε μια μικρή λίμνη. Το νεαρό λιοντάρι υπάκουσε απρόθυμα. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ενάντια σε ένα λιοντάρι, ένα απλό προβατάκι; Έτσι κι αρνιόταν θα το σκότωνε. Γι αυτό με βαριά καρδιά τον ακολούθησε.

Η λίμνη ήταν σιωπηλή, χωρίς κυματισμούς, σχεδόν σαν καθρέφτης. Τότε το γέρικο λιοντάρι είπε στο νεαρό. “Κοίτα το είδωλό σου στο νερό και σύγκρινε. Κοίτα το πρόσωπό μου και κοίτα το πρόσωπό σου. Κοίτα το σώμα μου και κοίτα το δικό σου σώμα”.

Όταν το μικρό λιοντάρι είδε την πραγματικότητα, ξεφώνισε από χαρά: «Είμαι σαν κι εσένα, όχι σαν κι αυτούς! Σ ευχαριστώ, σ ευχαριστώ, σ ευχαριστώ  πάρα πολύ!»

Και το γέρικο λιοντάρι απάντησε: «Γιατί μ ευχαριστείς; Δεν έκανα τίποτα. Απλά σου έδειξα ποιος ήδη είσαι. Δεν δημιούργησα κάτι καινούργιο, δεν πήρα ένα πρόβατο και το μεταμόρφωσα σε λιοντάρι, πήρα ένα λιοντάρι και του έδειξα πως είναι λιοντάρι και όχι πρόβατο.

 

Έτσι για να μη ξεχνιόμαστε.

Χρόνια πολλά!


12.1.21

Η Συζήτηση των Κυμάτων

 


Ήταν ένα μικρό κύμα, πολύ λυπημένο που μονολογούσε: «πόσο δυστυχισμένο είμαι… τα άλλα κύματα είναι τόσο μεγάλα και δυνατά και εγώ είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο… γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;» 

 Ένα μεγάλο κύμα που βρισκόταν εκεί κοντά, το άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει: «Τα λες αυτά γιατί δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση. Νομίζεις ότι είσαι ένα κύμα και νομίζεις ότι είσαι μικρό και ασήμαντο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο»

Ξαφνιασμένο το μικρό κύμα απαντά: «Πως; Δεν είμαι κύμα; Μα, δεν βλέπεις τον κυματισμό μου; Δεν βλέπεις τα απόνερά μου; Αν και μικρό, είμαι κύμα! Τι εννοείς λέγοντας ότι δεν είμαι κύμα;» Ήρεμα το μεγάλο κύμα αποκρίνεται: «Αυτό που καλείς "κύμα" δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου. 

Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά νερό! Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχθείς από την μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου»