24.6.19

Οικογένεια Καστιλιάνο #3


Στην παραλία



- Μεγάλε είσαι για ένα οικογενειακό μπανάκι;
Φυσικά και δεν ήμουν, με τίποτα στον κόσμο δεν θα συμμετείχα σε ένα ακόμα δημόσιο οικογενειακό εξευτελισμό. Ούτε που θυμάμαι πόσους όρκους είχα κάνει, μετά τις περσινές μηνύσεις του ΕΟΤ.
- Ωραία! Ερχόμαστε να σας πάρουμε! Απάντησε στον εαυτό του ο Τζιμάκος, κλείνοντάς μου το τηλέφωνο.
Στο πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε με τη γυναίκα μου, καταλήξαμε σε δύο λύσεις: Ή ταμπουρωνόμαστε στο σπίτι, ή την κοπανάμε πάραυτα προς άγνωστη κατεύθυνση. Η δεύτερη μας άρεσε περισσότερο, δυστυχώς όμως η κόρη μας δεν σκόπευε να βγει από το μπάνιο το επόμενο μισάωρο. Έκανε χαλάουα λέει, στα άτριχα ποδάρια της.
Μας έμενε η πολιορκία με την ελπίδα των διαπραγματεύσεων, αλλά την πατήσαμε όταν άρχισαν να κορνάρουν όλοι μαζί, αναστατώνοντας το τετράγωνο. Πως να μην τους ακολουθούσαμε; Ακόμα και οι γείτονες που είχαν βγει αλλόφρονες στα μπαλκόνια τους μας φώναζαν να ξεκουμπιστούμε. Λυπόμαστε και τα αδέσποτα του δρόμου που έκλαιγαν με μακρόσυρτα βογγητά απ τους υπέρηχους που έβγαζαν οι καραμούζες των τριδύμων.
- Εγώ δεν έρχομαι με τίποτα! Τσίριζε η κόρη μου από μέσα.
- Έλα μωρό μου, να καμαρώσουν τα αγόρια τα ωραία σου ποδαράκια! Τόλμησα και είπα για να την πείσω. Τι μ έκαναν να ξεστομίσω; Αν είχα πιστόλι αυτή τη στιγμή, θα αυτοκτονούσα!

Και να μαστε στην παραλία, απλωμένοι στις σεζλόνγκ, σαν τα λιαστά χταπόδια που κρέμονται στις ψαροταβέρνες.
Στη μια άκρη η μάνα μου μπρούμυτα, με τον μπράβο ζιγκολό σκυμμένο απάνω της, να την πασαλείβει κρέμες καρύδας και λάδια τροπικών φρούτων. Η πλάτη της μύριζε σα λαϊκή του Άγιου Δομήνικου.
Αμέσως μετά ο Τζιμάκος και ο Λέο, με ray ban γυαλιά καθρέφτες και χρυσές καδένες που άστραφταν στον ήλιο εκτυφλωτικά. Γερμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, συνωμοτούσαν ως συνήθως, με το τραπεζάκι της ομπρέλας ανάμεσά τους πλήρες φραπέδων και καπνιστικών εξαρτημάτων.
Παραδίπλα η Ιάννα και η Λία, απορροφημένες στη συζήτηση. Τι θα μπορούσαν να συζητούν; Τι άλλο από το πόσο μεγάλη την είχε ο άλφα ή ο δείνα λουόμενος που κουτσομπόλευαν.
Δίπλα στη Λία εγώ. Στην κυριολεξία η Λία δίπλα σ εμένα, αφού κατάφερνε πάντα να με διπλαρώνει. Τυχαία δήθεν, δεν έπαυε όμως να μου απλώνει την ποδάδα της στα μπούτια, κάθε φορά που η γυναίκα μου κοιτούσε αλλού.
Τι να κάνει η φουκαριάρα; Στη σειρά κι αυτή σα στρατιωτάκι, προσπαθούσε να καλμάρει την κόρη μας που είχε πεισμώσει επειδή την κουβαλήσαμε με το ζόρι. Ότι και να της έλεγε, αυτή εκεί.  Με μια μόνιμη έκφραση αποστροφής, σα να πάτησε σκατά.  
Τα τρίδυμα ξαδελφάκια της αντίθετα, το καταδιασκέδαζαν απ άκρη σ άκρη της παραλίας. Γυμνά, κοντοπίθαρα και πλαδαρά σαν συρρικνωμένοι παλαιστές του σούμο, έπαιζαν στην άμμο με τα κουβαδάκια. Όχι τα δικά τους, αλλά των άλλων άτυχων παιδιών, που τους τα φορούσαν κολάρο, πριν ποδοπατήσουν τα πυργάκια τους.
- Είμαστε κομάντος! Ζητωκραύγαζαν καταστρέφοντας, και η θέα της παρέας μας αποθάρρυναν τους εκνευρισμένους γονείς τους να μας ζητήσουν το λόγο. Που να τολμήσουν! Με τόσους μαφιόζους που έβλεπαν μαζεμένους, προέβλεπαν να τους συμβούν πολύ χειρότερα απ τα παιδιά του.

Κάποια στιγμή είπα να βουτήξω. Τι διάολο κάναμε στη θάλασσα αν δε μπαίναμε μέσα; Η γυναίκα μου αρνήθηκε πεισματικά να με ακολουθήσει. Αντί να ηρεμίσει την κόρη μας, είχε κατεβάσει χειρότερα μούτρα από εκείνη. Το κορίτσι μας αν μη τι άλλο, διέθετε φοβερή πειθώ. Να τα λέμε αυτά!
Έτσι μπήκα στη θάλασσα μόνος, αλλά πριν φτάσει το νερό στα γόνατα, είδα πίσω μου τη Λία και την Ιάννα να σηκώνονται. Για να πω την αλήθεια, με την Ιάννα δίπλα της δεν φοβήθηκα και τόσο. Όσο τσούλα και να ήταν η Λία, δε θα τολμούσε να εκτεθεί στην κουνιάδα της.
Ήταν όμως περισσότερο τσούλα απ όσο φανταζόμουν. Άρχισε να μου κάνει πατητές, χώνοντας το κεφάλι μου μέσα στα βυζιά της που ανεβοκατέβαιναν σα σημαδούρες σε τρικυμία. Έπινα νερό, δάγκωνα ρώγες, πνιγόμουν αυτά τα δραματικά λεπτά.
- Μωρή τρελή, της φώναζα μπουκωμένος. Θες να μας αρχίσουν το πιστολίδι από την παραλία;
Άλλαξε τροπάριο, και το ‘ριξε στις βουτιές. Αθώες φαινομενικά πάνω από την επιφάνεια, αισχρές όμως από κάτω, σαν τα φάουλ που γίνονται στο πόλο και δεν τα παίρνουν χαμπάρι οι θεατές.
Συνηθισμένη στα μακροβούτια, τζιβιτζιλού τόσα χρόνια της Παραλιακής, θύμιζε όρκα δολοφόνο που είχε βάλει στόχο τα γεννητικά μου όργανα και τις πέριξ περιοχές. Με είχε σμπαραλιάσει με τα χουφτώματα και τα κωλόχερα. Χίλιες φορές να ήταν αληθινή όρκα, να μου ‘χε κόψει μια δαγκωνιά, να τελειώναμε!
Η Ιάννα γελούσε με όσα τουλάχιστον μπορούσε να δει, το ίδιο και οι άλλοι απέξω με τους αφρούς που πετούσα σπαρταρώντας σα φώκια που προσπαθούσε να ξεφύγει. Για τη γυναίκα και την κόρη μου δεν ξέρω.
 Κι εκεί με τα πολλά, άρπαξα μια κλωτσιά στ αρχίδια, τόσο δυνατή, που στην αρχή τα χρειάστηκα. Δε λέω πως το ‘κανε επίτηδες, κάποια άγαρμπη κίνηση την ώρα που περνούσε μέσα απ τα πόδια μου. Πολύ θέλει το κακό;
Ούρλιαξα από τον πόνο, αλλά ευτυχώς δε μου έβγαινε λαλιά. Η Λία το κατάλαβε, πιθανόν να πόνεσε κι εκείνης η φτέρνα από το χτύπημα. Προτίμησε ν απομακρυνθεί με απλωτές, για ν αποφύγει τα χειρότερα.

Έμεινα καμιά ώρα μέσα στο παγωμένο νερό, μπας και συνέλθουν τα πρησμένα μου παπάρια. Οι άλλοι βαρέθηκαν, ντύθηκαν και μου φώναζαν να βγω.
Και να ήθελα δε μπορούσα να μείνω άλλο μέσα, γιατί είχα μουλιάσει, και τα δόντια μου βαράγανε κλακέτες. Βγήκα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα, περπατώντας σαν συγκαμένος, σε στυλ Τζον Γουέιν. Όχι δεν τους ακολούθησα για φρέσκο ψάρι.
Στην επιστροφή παραλίγο θα τράκαρα με νταλίκα, γιατί έτσι όπως οδηγούσα με ανοιχτά τα πόδια, αντί να πατήσω φρένο, ξενύχιασα το αριστερό πόδι της γυναίκας μου που καθόταν συνοδηγός.
Μια βδομάδα έκανε να μου ξαναμιλήσει. Εγώ ένα μήνα για να τα βρω με τους γείτονες. Η κόρη μου, ακόμα μούγγα...