31.5.18

Τα λέμε..


Ποιο ποτό ήταν αυτό; Το πέμπτο; Το έκτο; Ούτε που θυμόταν πόσα είχε πιεί, ούτε που ήξερε πως είχε έρθει, ούτε που τον ένοιαζε τι θα γινόταν στη συνέχεια.
Ο χρόνος λες και είχε κολλήσει μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό, ντουμανιασμένο μπαράκι. Από κάπου ερχόταν η βραχνή φωνή της Patricia Kaas που προσπαθούσε μάταια να επιβληθεί στο εκκωφαντικό της κόντρα μπάσο που κυριαρχούσε στο χώρο, σκληρό, μονότονο και δραματικό, σαν τις ζωές όλων εκεί μέσα…
Δεν την πρόσεξε καν όταν κάθισε στο διπλανό σκαμπό. Για ποιό λόγο; Το τελευταίο που θα μπορούσε να τον απασχολήσει, ήταν οι καινούργιες γνωριμίες. Αυτός ήταν αλλού. Μοναχικός ταξιδιώτης μέσα στο πλήθος. Κοσμοκαλόγερος. Αυτοεξόριστος στον ξύλινο πάγκο, ανάμεσα σε γεμάτα και άδεια ποτήρια.

Χρειάστηκε να του επαναλάβει για δεύτερη ή τρίτη φορά τα λόγια που δεν άκουσε ούτως ή άλλως, μόνο και μόνο για να αποσπάσει την προσοχή του.
Μετά βρέθηκαν να πίνουν παρέα, να διηγείται ο ένας στον άλλο την ιστορία της ζωής του ταυτόχρονα, στα κενά του κόντρα μπάσου που δονούσε την ατμόσφαιρα. Τι νόημα άλλωστε θα μπορούσαν να έχουν οι λέξεις; Τα θολά τους μάτια έλεγαν τα πάντα. Οι ασταθείς, τρεμάμενες διαδρομές των ποτηριών από τον πάγκο μέχρι το στόμα τους, αντικατόπτριζαν με απόλυτη ακρίβεια τις προσωπικές τους πορείες στη ζωή.
Συνέχισαν στο σπίτι του, ή στο σπίτι της. Δεν έχει σημασία σε ποιό. Η άλλη μέρα τους βρήκε μισοντυμένους, μισόγυμνους σε ένα σχεδόν άθικτο κρεβάτι. Ξύπνησαν αργά με τον ίδιο πονοκέφαλο, και την ίδια απώλεια μνήμης που τους βασάνιζε ή τους παρηγορούσε τα τελευταία χρόνια της αλκοολούχου ζωής τους.
Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο πως βρέθηκαν εκεί, αν διασκέδασαν, αν έκαναν έρωτα, αν έζησαν κάτι, αν αισθάνθηκαν κάτι, αν θα ξανασυναντηθούν ποτέ, τα ονόματά τους έστω για τους τύπους.
Ένα απλό "τα λέμε" ήταν αρκετό για τον αποχωρισμό. Κάλυπτε όλα τα κενά της θολής γνωριμίας τους, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της αυτοκαταστροφής.
Ένα κεφάλι έγνεψε αδιάφορα "ναι" πάνω στο μαξιλάρι, και η πόρτα έκλεισε τρίζοντας ανάμεσά τους.

30.5.18

Κάποιος λείπει απόψε απ την παρέα...


Το είχε πάρει απόφαση. Μάταια πάλευαν να του αλλάξουν γνώμη. Κι όμως, όλα ήταν τόσο ήρεμα, τόσο ειρηνικά, που ο θάνατος φαινόταν εντελώς αταίριαστος στην παρέα τους, έτσι όπως ήταν καθισμένοι γύρω απ το μεταλλικό τραπεζάκι, με τα ούζα και τους μεζέδες.
- Καλά ρε, και το παιδί σου, που πάει ακόμα στο γυμνάσιο, δεν το σκέφτεσαι; Και τη γυναίκα σου που θα μείνει χήρα; Αμαρτία δεν είναι; Ρώτησε ο Μανώλης, πιο πολύ για να γίνεται κουβέντα, παρά για να τον πείσει.
- Έχουν υγεία, τους έγραψα και το σπίτι. Αυτή τη βοήθεια μπόρεσα να τους προσφέρω. Νομίζεις δεν τους έχω έννοια; Ίσως άμα φύγω, να είναι καλύτερα για όλους!
- Ρε συ, η ζωή είναι ωραία! Επενέβη ο Σήφης. Ο άλλος είναι μισοπεθαμένος, μες τα αίματα, με τα άντερα να του σέρνονται στο χώμα που λέει ο λόγος, και παλεύει για να ζήσει ένα δευτερόλεπτο παραπάνω.
- Ωραίο παράδειγμα βρήκες, τώρα που τρώω το χταπόδι ρε μαλάκα, πετάχτηκε αηδιασμένος ο Γιώργης!
- Μήτσο! Μια παρτίδα ακόμα, και άλλαξε το μεζέ, γιατί μας έφτιαξε ο Σήφης, παράγγειλε δυνατά.
- Έχω ωραία γαρδουμπίτσα! Φώναξε ο Μήτσος από μέσα.
- Βάλτη στον κώλο σου! Μουρμούρισε αηδιασμένη η παρέα εν χορώ.
- Εγώ ένα θα σου πω. Πήρε το λόγο ο Δημήτρης. Σκέψου μόνο τη στιγμή της κηδείας σου στην εκκλησία: Όλοι εμείς όρθιοι, ολοζώντανοι γύρω από το φέρετρο, κι εσύ ανάσκελα, πεθαμένος, με τη μαύρη κουστουμιά, εσύ που πάντα φορούσες τζιν, γεμάτος λουλούδια, να σου κρύψουνε τη μπόχα, και μια εικόνα στη κοιλιά.
- Να ρχεται και καμιά μύγα, ντάλα καλοκαίρι έχουμε, να χώνεται στη μύτη σου, να τη διώχνει η κόρη σου, κι εμείς να χουμε το νου μας μη μας αγγίξει η κωλόμυγα με την πτωμαΐνη. Συμπλήρωσε ο Σήφης, με τις ούτως ή άλλως αηδιαστικές περιγραφές του.
- Δεν πειράζει, οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς! Αντέκρουσε με σθένος!
- Ναι ρε μάπα, αλλά στην κηδεία θα είμαστε ανακατεμένοι. Πετάχτηκε ο Γιώργης. Σκέψου εδώ την παρέα: Εμένα μπορεί να με τρώνε τα παπάρια μου και να τα ξύνω με τρόπο. Ο Σήφης με τον Μανώλη, μπορεί να χαλβαδιάζουν τα βυζιά μιας ξαδέλφης σου. Ο Δημήτρης να μιλάει με τρόπο στο κινητό με ένα πελάτη για πλακάκια. Όλοι ζούμε, όλοι κάτι κάνουμε, συνεχίζουμε...
- Μόνο εσύ θα σαι κοκαλωμένος στο κασόνι, με πουδραρισμένη μούρη σα την πουτάνα! Συμπλήρωσε ο Δημητρός.
- Τι θα μου βάλουνε και πούδρα;
- Όχι θα σε αφήσουνε ρε! Επενέβη ο φρικιαστικός Σήφης. Και τον κώλο σου που θα έχει ανοίξει, θα τον στουπώσουνε με σερβιέτες!
- Έλα ρε Σήφη! Σκάσε καμιά φορά! Τρώμε ρε μαλάκα! Πετάχτηκε η ομήγυρης.

Τελικά το πε και το κανε! Με ένα μακάβριο τρόπο: Αυτοπυρπολήθηκε.
Πρέπει να υπέφερε πολύ μέχρι να παραδώσει το πνεύμα του, είπε ο ιατροδικαστής.
Δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Και στην εκκλησία, και στην ταφή, το φέρετρό του παρέμεινε σφραγισμένο....

Το μεγάλο σάλτο


Το τελευταίο μου τσιγάρο θα φουμάρω
κι απ' το παράθυρο του έκτου θα σαλτάρω.
Τέτοια ζωή δεν την μπορώ, δεν τη γουστάρω,
(και δεν τελειώνει το ρημάδι το τσιγάρο)...

   
Περίεργο πράγμα το τέλος του ανθρώπου. Δευτερόλεπτα τον χώριζαν από το μεγάλο σάλτο, κι αυτός σκάρωνε στιχάκια. Προσπαθούσε να ταιριάξει τις λέξεις, να βάλει ομοιοκαταληξίες, λες και θα τα άκουγε κανείς εκεί πάνω, καθισμένο στο παράθυρο με τα πόδια έξω, λες και θα προλάβαινε να τα εκδώσει την ώρα που θα κατέβαινε με το κεφάλι κάτω...
Έσβησε το τσιγάρο προσεκτικά στο τασάκι. Οικολογική συνείδηση; Έμφυτος πολιτισμός; Συνήθεια; Τι φοβόταν και δεν το πετούσε, έτσι αναμμένο; Μη το φάει κανένας περαστικός στο κεφάλι; Μη του κάνουν μήνυση; Αφού σε λίγο θα το ακολουθούσε. Θα έσκαγε σαν τεράστιο καρπούζι στο πεζοδρόμιο. Τι φοβόταν, μη πέσει πάνω στην κάφτρα και καεί;
Πίσω του ο Luciano Pavarotti τραγουδούσε το Nessum dorma. Πλησίαζε στη μεγάλη κορώνα του φινάλε. Εκεί, στο αποκορύφωμα της συγκίνησης, που μόνο η τέχνη του Luciano μπορεί να φτάσει, εκεί που η ανθρώπινη φωνή ενώνεται με τις τροχιές των αστεριών, εκεί ακριβώς, ονειρευόταν χρόνια να απογειωθεί.
Και νάτος τώρα, επιτέλους! Έχει βγει στο περβάζι. Με τα πόδια ανοιχτά, με τα χέρια τεντωμένα ψηλά, με τα δάχτυλα να χώνονται στο συμπαν και τα μάτια καρφωμένα στα πρώτα δευτερόλεπτα της Μεγάλης Έκρηξης.

   
All'alba vincero!
vincero, vincero!

Η μεγάλη απογείωση: Ένα ηλίθιο, μαλακισμένο σώμα, γεμάτο βρώμικα άντερα, κρέατα και κόκαλα, ακολουθεί για πολλοστή και τελευταία του φορά τους ξεπερασμένους νόμους της βαρύτητας, λίγο πριν μεταβληθεί σε ένα ταλαιπωρημένο ψοφίμι.
Πίσω του το πνεύμα ακολουθεί την εκ διαμέτρου αντίθετη, πορεία. Δεν υπάρχουν μέτρα σύγκρισης πια, δεν υπάρχουν δεδομένα, καλωσορίσατε στο απόλυτο άγνωστο!

Δευτερόλεπτα πριν το σώμα ακουμπήσει το πεζοδρόμιο, το πνεύμα έχει ήδη διασχίσει τον φλεγόμενο πυρήνα του κατακόκκινου
Antares (ένα ακόμα παιδικό του όνειρο), έχει περάσει τα όρια του Γαλαξία, και ταξιδεύει με αστρική ταχύτητα για την Αρχή...

29.5.18

Βραδιάζει


Μικρός περίμενα πως και πως τη νύχτα. Ιδίως τα καλοκαίρια στο Πόρο. Ανέμελες βόλτες απ’ τ’ απόγευμα στην παραλία, σαγανάκια στου Γιώργου του Βαρβέρη, μπύρες στου Σωτήρη του Κερρά, και όταν βράδιαζε για καλά, γραμμή για τις Μυλόπετρες, το night club όπως τα έλεγαν τότε.
Αλλοδαπές πιο τρελαμένες και από εμάς, μια international συνεδρία, όλοι στο ίδιο κόλπο του ερωτικού πάρε δώσε. Ματιές σαν σαΐτες που διασταύρωναν τις πορείες τους ανάμεσα στα χρωματιστά γλομπάκια και τις νότες μιας ποπ Ερωτικής Συμφωνίας. Νερωμένο ουίσκυ με παγάκια, ελεύθερο φλερτ, παθιασμένα βλέμματα, σέικ, χασάπικο, χασαποσέρβικο για την απογείωση, και καπάκι μπλουζ, πιωμένοι, ιδρωμένοι και αμοιβαία ερεθισμένοι.
Ήταν κάτι νύχτες μαγικές αλλά σύντομες, και το πρωί μας ξυπνούσε ο ήλιος πάνω στην άμμο, κουκουλωμένους απ’ τα αγιάζι με νωπές πετσέτες μπάνιου, αγκαλιά με μια άγνωστη που υπέφερε συνήθως από πονοκεφάλους και κενά μνήμης.
Τώρα η νύχτα με τρομάζει. Όταν βραδιάζει με πιάνει κατάθλιψη, το σκοτάδι θυμίζει θάνατο, οι ώρες ατέλειωτες, το ρολόι κολλημένο, και το ξημέρωμα με βρίσκει πάντα στο ίδιο μέρος, να προσπαθώ να ερμηνεύσω ξεχασμένα ελπιδοφόρα όνειρα, ενός κομματιασμένου ύπνου.
Είναι ο χρόνος που κυλάει, και κάνει τις ωραίες αναμνήσεις να μοιάζουν με πληγές που πονάνε στις αλλαγές του καιρού. Είναι αυτό το αέναο της μέρας-νύχτας, που πρώτα με άφηνε αδιάφορο, και τώρα το ζηλεύω. Είναι το τέλος που ποτέ δεν περίμενα, και τώρα το καλοπιάνω για να μου δείξει επιείκεια.

Βραδιάζει πάλι σήμερα βραδιάζει,
και τότε το τραγούδι σιγοπιάνω
σα μάνα το σκοτάδι μ’ αγκαλιάζει
μια τέτοια ώρα θέλω να πεθάνω,
βραδιάζει…

Μια ζωή ροκ, και τώρα μου ήρθε το μπλουζ του Καζαντζίδη στο μυαλό μου
Καλό είναι αυτό;