10.2.19

Αναρχία και έρωτας


Πρώτη φορά θα έκανα έρωτα πάνω σε μαύρα μεταξωτά σεντόνια. Ήμουν ήδη ξαπλωμένος στο σιδερένιο κρεβάτι της και την παρακολουθούσα να ανάβει τελετουργικά μερικές δεκάδες κεριά στο πάτωμα του μισοσκότεινου δωματίου. Φορούσε μια μαύρη μεταξωτή ρόμπα με δράκους στην πλάτη και έτσι όπως ήμουν αρκετά προληπτικός αυτή την εποχή, με είχαν ζώσει τα μαύρα τα φίδια. Να δεις που αυτό θα ναι το τελευταίο μου πήδημα σκεφτόμουν και προσπαθούσα ασυναίσθητα να προστατεύσω το πουλί μου με το μεταξωτό σεντόνι, που όλο γλιστρούσε και έφευγε από πάνω του. Κακό σημάδι κι αυτό...

Την γνώρισα λίγες ώρες πριν, σε μια διαδήλωση αναρχικών στα Εξάρχεια. Εγώ δε συμμετείχα, έπινα τον καφέ μου αμέριμνος στην πλατεία, όταν ξαφνικά έσκασαν μούρη οι μπάτσοι, και άρχισαν να μας χτυπάνε όλους ανεξέλεγκτα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά!
Το ίδιο ξαφνικά εμφανίστηκε μια ομάδα αναρχικών με μαύρες κουκούλες και κράνη, και κάτι ολόφρεσκες λαχταριστές μολότωφ που έκαναν τους μπάτσους να χορεύουν τσιφτετέλι για να αποφύγουν τις φωτιές απ τα ποδάρια τους.

Τα κεριά άναψαν. Δε λέω, φαινόντουσαν εντυπωσιακά απ το κρεβάτι. Στη συνέχεια άναψε κάτι Κινέζικα λιβάνια, μέσα σε ένα μικροσκοπικό πραματάκι σαν θυμιατό. Μια βαριά μυρωδιά απλώθηκε στο δωμάτιο, εκατό τοις εκατό καβλωτική. «Να μη ξεχάσω να της ζητήσω λίγο φεύγοντας» σκέφτηκα. Μετά πήγε στο πικάπ. Διάλεξε ένα long play δίσκο από βινύλιο, άνοιξε την ένταση του ενισχυτή στο φουλ, και καμιά εκατοστή ντεσιμπέλ από Iron Made έσβησαν τα μισά απ τα κεράκια.
«Δεν έχεις κάτι πιο απαλό;» προσπάθησα να ακουστώ φρικαρισμένος. «Στον επόμενο δίσκο» την άκουσα να μου ουρλιάζει. «Δηλαδή, πόσο θα κρατήσει αυτό το γαμημένο γαμήσι;» σκέφτηκα.

Η φιγούρα της μου τράβηξε την προσοχή στην πλατεία. Ήταν μικροσκοπική, με ένα λιωμένο μπλουτζίν και ένα πουκαμισάκι δεμένο στη γυμνή μέση της. Φορούσε ένα τεράστιο για τις αναλογίες της κράνος, με μαύρο τζάμι που έκρυβε το πρόσωπό της. Έμοιαζε με γιγάντιο όρθιο μυρμήγκι.
Δεν ήξερα πως ήταν γυναίκα. Για πιτσιρικά την υπολόγιζα, και διασκέδαζα βλέποντάς την να εκτοξεύει με μαεστρία τις μολότωφ και ύστερα να τους κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση με τα χέρια στα σκέλια «να, πάρτε τ αρχίδια μου!»
Που να ξέραν οι φουκαράδες πως εκεί κρυβόταν ένα πανέμορφο ξυρισμένο μουνάκι. Θα την έτρωγαν ζωντανή!

Στάθηκε στα πόδια του κρεβατιού, μπροστά στα ανοιγμένα δικά μου πόδια. Με μια κίνηση που δεν κατάλαβα, η μαύρη μεταξωτή ρόμπα κύλησε αργά από πάνω της, αποκαλύπτοντας το ίδιο αργά και βασανιστικά, το μικροσκοπικό καλοσχηματισμένο της κορμί.
Κάτι μου έλεγε, αλλά δεν μπορούσα να την ακούσω. Αρκέστηκα να παρακολουθώ τα ζουμερά κατακόκκινα χείλια της να ανοιγοκλείνουν ερεθιστικά.
Όταν σταμάτησε, έστρεψε το βλέμμα της στο δικό μου στόμα. «Προφανώς περιμένει την απάντησή μου» σκέφτηκα. «Ναι» της φώναξα κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι μου. Οτιδήποτε και να μου έλεγε, οτιδήποτε και να μου ζητούσε αυτή τη στιγμή, η απάντησή μου θα ήταν στάνταρ ναι!

Η μάχη αναρχικών-ΜΑΤ είχε φουντώσει για τα καλά. Γύρω από το σιντριβάνι είχαμε μαζευτεί καμιά τριανταριά περίεργοι και παρακολουθούσαμε αμφιθεατρικά τα δυο μέτωπα. Ευτυχώς την ώρα που εγκατέλειπα άρον-άρον το τραπεζάκι, είχα προλάβει να πάρω το ποτήρι με το φραπέ.
Ξαφνικά, μια δεύτερη διμοιρία ΜΑΤ εμφανίζεται πίσω απ' τους αναρχικούς, εγκλωβίζοντάς τους στη μέση. Επικρατεί πανικός. Αναγκαστικά επιλέγουν τη φυγή, δυστυχώς απ την πλευρά που είμαστε εμείς, με αποτέλεσμα να εισπράξουμε και ένα δεύτερο χέρι ξύλο μέσα στο ίδιο απόγευμα.
Καθώς έφευγα την πήρε το μάτι μου λίγα μέτρα πιο πέρα, μια σταλιά ανθρωπάκι, να τρικλίζει, να παραπαίει και στη συνέχεια να σωριάζεται από ένα τούβλο που της εκσφενδόνισε στο κεφάλι κάποιο όργανο της τάξης. Χωρίς το κράνος, θα είχε γίνει λιώμα. Πέντε έξι μπάτσοι έτρεχαν προς το μέρος της με τα γκλοπ σηκωμένα στον αέρα. Αν την έφταναν θα τον σακάτευαν επιτόπου. Έτσι γινόντουσαν τα πράγματα αυτή την εποχή.
Πρόλαβα και τους την άρπαξα σχεδόν μέσα απ' τα χέρια. Άρχισα να τρέχω, κουβαλώντας την από τη μέση σαν ψόφιο σκυλί. Έπρεπε να απομακρυνθώ γρήγορα. Οι μπάτσοι δε θα συνέχιζαν για πολύ την καταδίωξη. Δεν τολμούσαν να διασπαστούν μέσα στα ανθυγιεινά στενά των Εξαρχείων.
Πράγματι λίγο πιο κάτω, μια ομάδα αναρχικών που είχε δει τη φάση, έσπευδε να μας καλύψει. «Έλα ρε Φωφάρα και μας τρόμαξες!» φωνάζει ένας στο φορτίο μου που είχε αρχίσει να συνέρχεται. «Γυναίκα είναι;» ρώτησα έκπληκτος. «Γυναίκα με δυό κιλά αρχίδια» συστήθηκε η Φωφάρα καθώς πατούσε επιτέλους στη γη.

Έτσι γνωριστήκαμε. Μετά από λίγο πήγαμε στα στέκια της και ήπιαμε χλιαρά κουτάκια μπύρες στο όρθιο, μετά στα δικά μου για τεκίλες και αλάτια στο καθιστό, για να καταλήξουμε στο κρεβάτι του σπιτιού της στο ξαπλωτό. Αυτά τα πράγματα δείχνουν απ' την αρχή...

Και τώρα να τη! Ο κοκαλιάρης πιτσιρικάς με τις μολότωφ, μεταμορφώθηκε σ αυτή τη πανέμορφη ελκυστική γυναίκα που ανεβαίνει αργά στο κρεβάτι, γονατίζει ανάμεσα στα σκέλια μου, σηκώνει το μαύρο σεντόνι που σκεπάζει το πουλί μου και χώνει το κεφάλι της από κάτω...