8.9.19

Τα λέμε..


Ποιο ποτό ήταν αυτό; Το πέμπτο; Το έκτο; Ούτε που θυμόταν πόσα είχε πιεί, ούτε που ήξερε πως είχε έρθει, ούτε που τον ένοιαζε τι θα γινόταν στη συνέχεια.
Ο χρόνος λες και είχε κολλήσει μέσα σ αυτό το σκοτεινό, ντουμανιασμένο μπαράκι. Από κάπου ερχόταν η βραχνή φωνή της Patricia Kaas που προσπαθούσε μάταια να επιβληθεί στο εκκωφαντικό της κόντρα μπάσο που κυριαρχούσε στο χώρο, σκληρό, μονότονο και δραματικό, σαν τις ζωές όλων εκεί μέσα…
Δεν την πρόσεξε καν όταν κάθισε στο διπλανό σκαμπό. Για ποιό λόγο; Το τελευταίο που θα μπορούσε να τον απασχολήσει, ήταν οι καινούργιες γνωριμίες. Αυτός ήταν αλλού. Μοναχικός ταξιδιώτης μέσα στο πλήθος. Κοσμοκαλόγερος. Αυτοεξόριστος στον ξύλινο πάγκο, ανάμεσα σε γεμάτα και άδεια ποτήρια.

Χρειάστηκε να του επαναλάβει για δεύτερη ή τρίτη φορά τα λόγια που δεν άκουσε ούτως ή άλλως, μόνο και μόνο για να αποσπάσει την προσοχή του.
Μετά βρέθηκαν να πίνουν παρέα, να διηγείται ο ένας στον άλλο την ιστορία της ζωής του ταυτόχρονα, στα κενά του κόντρα μπάσου που δονούσε την ατμόσφαιρα. Τι νόημα άλλωστε θα μπορούσαν να έχουν οι λέξεις; Τα θολά τους μάτια έλεγαν τα πάντα. Οι ασταθείς, τρεμάμενες διαδρομές των ποτηριών από τον πάγκο μέχρι το στόμα τους, αντικατόπτριζαν με απόλυτη ακρίβεια τις προσωπικές τους πορείες στη ζωή.
Συνέχισαν στο σπίτι του, ή στο σπίτι της. Δεν έχει σημασία σε ποιο. Η άλλη μέρα τους βρήκε μισοντυμένους, μισόγυμνους σε ένα σχεδόν άθικτο κρεβάτι. Ξύπνησαν αργά με τον ίδιο πονοκέφαλο, και την ίδια απώλεια μνήμης που τους βασάνιζε ή τους παρηγορούσε τα τελευταία χρόνια της αλκοολούχου ζωής τους.
Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο πως βρέθηκαν εκεί, αν διασκέδασαν, αν έκαναν έρωτα, αν έζησαν κάτι, αν αισθάνθηκαν κάτι, αν θα ξανασυναντηθούν ποτέ, τα ονόματά τους έστω για τα προσχήματα.
Ένα τυπικό «τα λέμε» ήταν αρκετό για τον αποχωρισμό. Κάλυπτε όλα τα κενά της θολής γνωριμίας τους, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της αυτοκαταστροφής.
Ένα κεφάλι έγνεψε αδιάφορα «ναι» πάνω στο μαξιλάρι και η πόρτα έκλεισε τρίζοντας ανάμεσά τους.