27.1.19

Υπόγεια διάβαση


Η Ανθή ήταν το καινούργιο μου φλερτ. Μια όμορφη συνεσταλμένη φοιτήτρια της Νομικής, που έμενε κάπου στα Πατήσια με την οικογένειά της.
Εγώ μόλις είχα απολυθεί από φαντάρος και έψαχνα για δουλειά. Της συστήθηκα ως επιχειρηματίας, ένα αόριστο επάγγελμα που γενικά εμπνέει εμπιστοσύνη. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες διευκρινήσεις, ανάλογα τον αέρα σου, ο άλλος θα αξιολογήσει την κλίμακα της επαγγελματικής σου επιτυχίας.
Στο πρώτο μας ραντεβού, το ήμισυ του παντός, της πρότεινα να πάμε στη Λυκόβρυση στο Κολονάκι, επειδή εκεί ξημεροβραδιαζόμουν και με γνώριζαν οι καρέκλες και τα γκαρσόνια σ όλες τις βάρδιες.
Πως να το κάνουμε. Άμα σε υποδέχονται με παπιγιόν και σε αποκαλούν με τ όνομά σου, τσιμπάει η γκόμενα. Αποδεδειγμένο.
Η Ανθή όμως ήθελε εξοχή, και με το δίκιο της, να λέμε το σωστό. Ήταν αμαρτία να χαραμίσουμε ένα ηλιόλουστο Κυριακάτικο πρωινό σε μια καφετέρια δέκα βήματα απ τη Σχολή της!
Η επόμενη εναλλακτική μου ήταν η Δροσιά. Το πιο inn προάστιο της εποχής, που γνώριζα και τα κατατόπια σαν εκλεκτικός αργόσχολος.
- Μόνο που το αυτοκίνητό μου είναι στο συνεργείο! Θυμήθηκα αγανακτισμένος μόλις μετά χαράς συμφώνησε. Πως θα πάμε; Με το λεωφορείο σαν τους γύφτους;
- Κι εγώ με το λεωφορείο κυκλοφορώ!
- Έ, άλλο εσύ!

Παράγγειλε ζεστό καφέ και κρουασάν. Εγώ σα μαλάκας μπύρα ποτήρι. Ήθελα να φτιαχτώ λίγο για ν ανοίξει η γλώσσα μου, επειδή η Ανθή ήταν λιγάκι απόμακρη και με ψάρωνε λίγο.
Στη δεύτερη μπύρα άνοιξε η γλώσσα μου, αλλά μετά τον καφέ άνοιξε και η δική της. Της άρεσα, μ εμπιστευόταν, ποιός ξέρει τι ευαίσθητες χορδές της πάτησα με τις ασυναρτησίες μου, και πήρε μπρος!
Μου διηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή της. Μιλάμε από τη μέρα που γεννήθηκε, μέχρι την ώρα που καθίσαμε σ αυτή τη ριμάδα την καφετέρια. Προσπαθούσα να πω μια κουβέντα, να σπάσω το μονόλογο, αλλά δεν έβρισκα κενό να παρέμβω. Ακόμα και την τρίτη μπύρα, με νόημα την παρήγγειλα.
Αφού καθαρίσαμε με το παρελθόν της, συνέχισε με τα σχέδιά της για το μέλλον. Όχι μόνο το εγγύς, μέχρι τα βαθειά γεράματα και βάλε!
Κόντευε μεσημέρι, όταν μου έπιασε το χέρι και το τράβηξε στο μέρος της.
«Έπεσε μόνη του το γκομενάκι» σκέφτηκα, καθώς περιεργαζόταν το ρολόι μου.
- Ωχ, ξεχαστήκαμε με την κουβέντα, πετάχτηκε όρθια. Με περιμένουν οι δικοί μου για φαγητό, και το λεωφορείο φεύγει σε 5 λεπτά!
Μόλις ήμουν έτοιμος να της ζητήσω συγγνώμη για να πάω στην τουαλέτα.
Πλήρωσα, και φύγαμε τρέχοντας  να προλάβουμε το λεωφορείο. Είκοσι λεπτά ήταν η διαδρομή μέχρι Αθήνα. Θα άντεχα.

Θέση δεν υπήρχε, γι αυτό κάτσαμε πίσω όρθιοι, στηριγμένοι στην κολόνα ανάμεσά μας. Η αλήθεια είναι πως είχε τσιμπήσει. Ο τρόπος που με κοίταζε, ο τόνος της φωνής της, έδιναν αισιόδοξα μηνύματα στα οποία δυστυχώς αδυνατούσα ν ανταποκριθώ.
Κάτι τα τραντάγματα, κάτι τα φρεναρίσματα και τα γκάζια, είχε κωλύσει το μυαλό μου στην ώρα και τη στιγμή που δεν πήγα να κατουρήσω στην καφετέρια.
Πως να την παρακολουθήσω! Αυτή εξυμνούσε την γνωριμία μας, κι εγώ στριφογύριζα στην κολόνα σα χορεύτρια του pole dancing από το σφίξιμο!
Κατεβαίνοντας τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, θυμήθηκα πως στην υπόγεια διάβαση της Ιπποκράτους υπάρχει ένα δημόσιο ουρητήριο. Θα ήμουν τυχερός αν το προλάβαινα πριν κατουρηθώ απάνω μου!
- Κάπου εδώ θα σε αφήσω, τη διέκοψα γρυλίζοντας, κοιτώντας τάχα το κωλορολόι μου. Έχω ένα επαγγελματικό ραντεβού σε μια αντιπροσωπία πιο κάτω.
- Κυριακάτικα;
- Άμα μπλέκεις με επιχειρήσεις! Δικαιολογήθηκα, πηδώντας στη στάση. Τα λέμε!
Της έστειλα ένα χαλαρό φιλί απ το πεζοδρόμιο, κι όταν το λεωφορείο ξεκίνησε. σφεντόνα στο υπόγειο.
Μόλις κατέβηκα τα σκαλιά, βλέπω στην πόρτα του ουρητήριου την καθαρίστρια να στέκεται σαν κέρβερος με σταυρωμένα τα χέρια. Την ήξερα από παλιά αυτή τη χοντροκομμένη αγριόφατσα. Αν δεν είχες κάτι να της αφήσεις στο πιατάκι, σε περνούσε γενιές δεκατέσσερεις! Ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά, τα είχα δώσει μπουρμπουάρ στη Δροσιά. Και πλήρωσα, και δεν κατούρησα ο ηλίθιος!
Μεταβολή στα σκαλιά, και σφαίρα στο περίπτερο απέναντι να χαλάσω το πενηντάρικο που είχα.
- Δε χαλάμε! Απάντησε με αναίδεια ο περιπτεράς!
- Δως μου τότε ένα πακέτο τσιγάρα, αντιπρότεινα.
- Δεν έχω ρέστα Κυριακάτικα! Ανταπάντησε με την ίδια αναίδεια.
- Δως μου δύο, δως μου τρία! Ούρλιαξα έτοιμος να τα κάνω απάνω μου.
- Να σου δώσω και μια τσίχλα να συμπληρώσουμε το δεκάρικο; Ρώτησε κρατώντας δυο εικοσάδραχμα και μια πολύτιμη δραχμή.
- Όχι! Δε θέλω τσίχλα!

Με τα τσιγάρα στις τσέπες και τη δραχμή στο χέρι, ξανά στη σκάλα για τρίτη φορά. Η καθαρίστρια μου υποκλίθηκε για τη γενναιοδωρία μου, αλλά με απέτρεψε ευγενικά να μπω στους καμπινέδες.
- Μη μπεις, είναι γεμάτοι σκατά!
Για να πω την αλήθεια κομπλάρω στις κοινές λεκάνες του τοίχου, ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά μιας και δεν υπήρχε άλλος, το επιχείρησα.
Είδα κι έπαθα να βρω το πουλί μου, που είχε εξαφανιστεί απ το πολύ σφίξιμο. Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να ξελαφρώσω, έρχεται ένας τύπος, και πιάνει τη διπλανή λεκάνη, ενώ οι υπόλοιπες δέκα ήταν ελεύθερες. Βγάζει τη μαλαπέρδα του, και αρχίζει να τη αναπηδάει στην παλάμη με ένα σιχαμερό παφ-παφ, κοιτώντας με λάγνα στα μάτια. Ένας κωλομπαράς μας έλειπε, να τερματίσει το Μαραθώνιο της καντεμιάς μου!

Το αρχικό μου ξάφνιασμα μετατράπηκε σε αγανάκτηση. Η συστολή μου σε υπόγεια έκρηξη οργής, εκεί κάτω, στα έγκατα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Όλο το στρες της ημέρας, όλη η καταπίεση συσσωρεύτηκε στις γροθιές μου, και εκτονώθηκε στα μούτρα του. Το πιο γελοίο θέαμα, εγώ να τον χτυπάω κι αυτός να τρέχει να γλυτώσει, με τα πουλιά μας να χοροπηδάνε απ έξω, σαν τους Παπούα. Η καθαρίστρια με κόπο τον απέσπασε ματωμένο απ τα χέρια μου, και με μια κλωτσιά τον πέταξε έξω.
- Μπράβο αγόρι μου! Να ‘ξερες τι έχουν δει τα μάτια μου εδώ μέσα!
Έκατσε πίσω απ την πλάτη μου να μου διηγηθεί ιστορίες για ανώμαλους, όσο εγώ κατούραγα με το πάσο μου.
Ήρεμος και χαλαρός, απελευθερωμένος ουσιαστικά και μεταφορικά από τέτοιες ασήμαντες κοινωνικές αναστολές...  

11.1.19

Ήταν δυό φίλοι...


Μαθητής του Δημοτικού, γνώρισα ένα καινούργιο φίλο στη γειτονιά, συνομήλικο πάνω κάτω, μοναχοπαίδι μιας οικογένειας που ζούσε στη διπλανή πολυκατοικία.
Δεν θυμάμαι το όνομά του ούτε τα χαρακτηριστικά του. Το μόνο που συγκράτησα, ήταν το ταμπελάκι στο κουδούνι της εισόδου: «Γαληνός Γαληνός, 2ος όροφος». Κάτι τέτοια περίεργα, παραμένουν ανεξίτηλα στην παιδική μνήμη.
Είχα τότε ένα κόκκινο αυτοκινητάκι με πετάλια, και παλεύαμε να εξαντλήσουμε τις αντοχές του, στο κατηφορικό πεζοδρόμιο της Λασκάρεως. Δύο εκκολαπτόμενοι ραλίστες σε μια πίστα που μας φαινόταν τεράστια σαν του Λε Μαν, αλλά περισσότερο καταστροφική, αν κρίνουμε απ τη θλιβερή κατάληξη του αγωνιστικού μου.
Ωστόσο, αυτό το διαλυμένο αυτοκινητάκι μας ένωσε περισσότερο στην τελευταία διαδρομή του, που είχαμε την έμπνευση να στριμωχτούμε και δυο απάνω. Σαν από θαύμα γλυτώσαμε τα κεφάλια μας στα κάγκελα που το σφηνώσαμε όταν μας πήρε ανεξέλεγκτα η κατρακύλα. Το κρατήσαμε σαν ιερό μυστικό απ τους γονείς μας, μη μας τις βρέξουν επειδή δε σκοτωθήκαμε!
Μεσολάβησαν και κάτι μακροχρόνιες απεργίες των εκπαιδευτικών, ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα, παίζοντας απ το πρωί μέχρι το βράδυ, άλλοτε στο δρόμο και άλλοτε στο σπίτι του ενός ή του άλλου.
Οι γονείς μου συμπαθούσαν τον καινούργιο μου φίλο γιατί ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί με καλούς τρόπους, και τον καλοδεχόντουσαν όταν ερχόταν σπίτι. Το ίδιο κι εμένα οι δικοί του, όταν ανταπέδιδα τις επισκέψεις. Ήταν μια φιλόξενη οικογένεια από τη Μυτιλήνη, που μοιραζόταν τη χαρά του μέχρι πρότινος μοναχικού παιδιού τους, δίπλα στον καινούργιο του φίλο.
Συγκατοικούσαν με τον παππού, όπως συνήθιζαν παλιά οι οικογένειες να προστατεύουν τους γηραιούς γονείς τους. Το φαινόμενο της εγκατάλειψης ήρθε λίγο αργότερα.
Ήταν ένας άνθρωπος λεπτός, ψηλός, με λευκά κατσαρά μαλλιά και φορούσε γυαλιά με χοντρούς φακούς και σκούρο σκελετό. Το μόνο πρόσωπο από το σπίτι που συγκράτησα αμυδρά, γιατί πρώτος με καλωσόριζε, και πάντα μου μιλούσε με μια ειλικρινή ευγένεια, σα να ήμουν κι εγώ μεγάλος.
Μου χάριζε χαρτόδετα βιβλία με αφιέρωση στο εσώφυλλο, που δυστυχώς δεν άνοιξα ποτέ, γιατί είχαν μόνο γράμματα. Ούτε ένα σκιτσάκι που και που όπως ο «Μικρός ήρωας», ούτε χρωματιστές εικόνες σαν τα «Κλασσικά εικονογραφημένα» και τα «Μίκι μάους».

Θα περνούσαν πολλά χρόνια, σε μια άλλη γειτονιά, μέχρι ν αρχίσω να διαβάζω, και ν αγαπήσω το βιβλίο. Ξένα μυθιστορήματα στην αρχή όπως συμβαίνει σε όλους, μέχρι που ανακάλυψα τον Ελληνικό θησαυρό!
Περπάτησα μαγεμένος στα Ρόδινα Ακρογιάλια, και είδα με δέος τον ήλιο να βυθίζεται στον ορίζοντα. Συμπορεύτηκα με τους φτωχούς του παπά Φώτη στα κακοτράχαλα μονοπάτια της Σαρακίναςς. Μέθυσα στα γλέντια του καπετάν Μιχάλη, τσουγκρίζοντας ρακοπότηρα με τον Μπερτόδουλο και το Φουρόγαλο. Μέτρησα τ αστέρια ένα προς ένα, κι όταν μπερδευόμουν, φώναζα τον Μέλιο να με βοηθήσει.
Αμέτρητα ταξίδια, περιπέτειες και ηρωισμοί!
Μέχρι που συνάντησα τη Σμαραγδή, το μεγάλο δισδιάστατο έρωτα της ζωής μου, σε ένα μικρό ασβεστωμένο εκκλησάκι πάνω στη θάλασσα. Την Παναγιά τη Γοργόνα.
Πρώτη φορά συγκλονίστηκα, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, που δεν ήθελα να τελειώσει. όπως όλα τα ωραία που μας συμβαίνουν. Πως καταφέρνει ο συγγραφέας του αναρωτιόμουν, να μεταφέρει την ψυχή του σ ένα πακέτο λευκό χαρτί, πως μετουσιώνει το δάκρυ και το αίμα του σε μαύρο τυπογραφικό μελάνι;
Κοίταζα ξανά και ξανά τη φωτογραφία του στο οπισθόφυλλο, που κάτι μου θύμιζε, μέχρι να τον αναγνωρίσω!
Είδα κι άλλα πολλά που δεν συνέλαβε ο άψυχος φωτογραφικός φακός. Το πρώτο μας σπίτι στην οδό Λασκάρεως, το στραπατσαρισμένο αυτοκινητάκι μου, το κουδούνι με το παράξενο ονοματεπώνυμο. Μέσα μου ξύπνησαν ήχοι, μυρωδιές και χρώματα, πέρα για πέρα ξεχασμένα, ναρκωμένα στα άδυτα του υποσυνείδητου.
Και κάπου εκεί στο βάθος, θαμπό λες πίσω απ την κουρτίνα του χρόνου, είδα ολοζώντανο τον ανώνυμο εγγονό του να μου κουνάει το χέρι, σα να με καλεί ή να με αποχαιρετάει.
Τον παλιό μου φίλο...

5.1.19

ΝΕΟΝΤΕΞ ΕΠΕ


Υπήρξα και επιχειρηματίας σε κάποιο στάδιο της ζωής μου. Ένας από τους τέσσερεις συνεταίρους μιας τετραμελούς εταιρίας, που λόγω έλλειψης περεταίρω προσωπικού, διοικούσαμε ο ένας τον άλλο.
Ειδικότης μας οι μεταλλικές κατασκευές, με μια πλούσια γκάμα δραστηριοτήτων, από απλά ράφια Ντέξιον σε αποθήκες, μέχρι στέγες, πατάρια και υπόστεγα.
Με έδρα ένα ημιυπόγειο στην Αργυρούπολη, υποδεχόμαστε τους πελάτες πίσω από τα τέσσερα πολυτελή γραφεία μας, εντυπωσιάζοντας τους με τις υπερκατασκευές των έργων μας που στόλιζαν τους τοίχους. Μεγεθυμένες φωτοτυπίες από ξένα τεχνικά περιοδικά, κολλημένες σε νοβοπάν.
Δεν κοροϊδεύαμε τον κόσμο, τις περισσότερες φορές άλλωστε μέσα μπαίναμε, αλλά έπρεπε να κάνουμε μια δυναμική είσοδο στην πιάτσα. Ένας λόγος που φτιάξαμε πρώτα τα προσπέκτους με τα επιτεύγματά μας, και μετά τη σύσταση της εταιρίας.
Είχαμε επινοήσει και άλλες μεθόδους εντυπωσιασμού ενός υποψήφιου πελάτη. Τα συνεχή τηλέφωνα λόγου χάριν που έκανε ένας από μας από το περίπτερο, διακόπτοντας κάθε λίγο τη διαπραγμάτευση.
- Ναι κύριε Χατζημηνά. Σας στείλαμε τρείς νταλίκες με τα υλικά το πρωί.
- Τα 5 πρώτα υπόστεγα είναι έτοιμα κύριε Χατζησάββα. Μπορείτε να τα παραλάβετε. (Πάντα βάζαμε το Χατζή μπροστά, γιατί πουλούσε).
Κάτι τέτοια κομπλάρανε τον πελάτη απέναντι. «Ρε τι είναι τούτοι;» σκεφτόταν, και αισθανόταν και λιγάκι κόμπλεξ για την πέργολα που παζάρευε στην Πετρούπολη.
Εμείς το διασκεδάζαμε, χωρίς να ξεχνάμε και το γνώθι σε αυτόν, αφού σε λίγο από σοβαροί επιχειρηματίες, θα μεταμορφωνόμαστε σε σιδεράδες, αλουμινάδες, τζαμάδες κι ένα σωρό ειδικότητες, που βασικά δεν είχαμε ιδέα.
Είχαμε όμως το νεανικό ενθουσιασμό, το μεράκι και το θράσος ν αναλαμβάνουμε τα πάντα, και μ ένα μαγικό τρόπο να τα υλοποιούμε. Τι να το κάνεις όμως! Αν εξαιρέσουμε τα καθημερινά μας μικροέξοδα, δεν μπορούσαμε να σταυρώσουμε δεκάρα. Μοιραία λοιπόν κάποια στιγμή χωρίσαμε τους δρόμους μας, όχι όμως και τις καρδιές μας
Μας έδεναν οι περιπέτειες και ευτράπελα που ζήσαμε, και όταν συναντιόμαστε καμιά φορά τα αναπολούμε με τρυφερή νοσταλγία. Σαν τους παλιούς φαντάρους που ξανασμίγουν και θυμούνται ιστορίες από το στρατό.

Όπως το ταξίδι στη Μυτιλήνη με τον Αχιλλέα, ένα εκ των συνεταίρων, για να υπογράψουμε την ανάθεση σιδηροσκεπών σε μια υπό κατασκευή χοιροτροφική μονάδα στην Καλλονή.
Θα το έπαιζα εγώ αφεντικό, γι αυτό φόρεσα το ξεχασμένο από χρόνια κουστούμι μου, ένα γκρι τουίντ με μεταξωτή γραβάτα και ρολόι καδένα στο τσεπάκι του γιλέκου. Κρατούσα και μια μεγάλη samsonite με το συμβόλαιο, ένα μπλοκάκι σημειώσεων, 5-6 στυλό, το κομπιουτεράκι μου, κι ένα σώβρακο, μη χεστώ στο ταξίδι.
Το κακό ξεκίνησε στο Ελληνικό, με το που μπήκαμε στο αεροπλάνο. Σκύβοντας για να καθίσω στη χαμηλή θέση μου ακούστηκε ένα χρατς και η πίσω ραφή του παντελονιού μου ξηλώθηκε απ τον καβάλο μέχρι τη ζώνη.  
Ούτε που πρόσεξα πότε απογειωθήκαμε και πότε προσγειωθήκαμε. Το μυαλό μου ήταν μονίμως στον κώλο μου. Ξαναζούσα τον παιδικό εφιάλτη, να κυκλοφορώ με το βρακί ανάμεσα στο πλήθος. Μόνο που τώρα δεν ήταν όνειρο, κι ας βρισκόμουν στον ουρανό, μερικά χιλιόμετρα πάνω από το κρεβατάκι μου.
Κατεβαίνοντας στο αεροδρόμιο της Μυτιλήνης έδειχνα ύποπτος κρατώντας με ανεπιτυχή αδιαφορία την τσάντα πίσω μου, σα να τους έκρυβα κάτι. Απόρησα μάλιστα που κανένας αστυνόμος δεν μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Εγώ πάντως αν ήμουν στη θέση τους, θα με σταματούσα.
Ο Αχιλλέας εν το μεταξύ έτρεξε να νοικιάσει αυτοκίνητο και σε λίγα λεπτά διασχίζαμε αργά την πόλη, ψάχνοντας δεξιά κι αριστερά ψιλικατζίδικο.
Με τα πολλά βρήκαμε ένα, και προμηθευτήκαμε κλωστές, βελόνες και μια δαχτυλήθρα. Το νέο μας πρόβλημα ήταν πως ράβεται ένα παντελόνι, και το χειρότερο, που θα βρούμε μέρος να το ράψουμε.
Αφήσαμε το τεχνικό θέμα για την ώρα του, και επικεντρωθήκαμε στην ανεύρεση κάποιας ερημιάς, μακριά απ τα μάτια του κόσμου. Λίγο μετά τα τελευταία σπίτια άρχισαν τα χωράφια, και ο Αχιλλέας έστριψε σε ένα παράδρομο που κατέληγε σε ένα μεγάλο ξέφωτο με πεύκα και θάμνους.
Μέσα στο αυτοκίνητο προσπάθησα να βγάλω το παντελόνι, αλλά σε κάθε κίνηση ακολουθούσε ένα νέο χρατς, επεκτείνοντας το ξήλωμα και την κρίση του πανικού μου. Καθόμουν εκεί, με τα βρακιά κατεβασμένα, ανίκανος για οτιδήποτε. Ούτε να περάσω την κλωστή στη βελόνα. Με το τρέμουλο που είχα, από θαύμα δεν έβγαλα κάνα μάτι!
Ο Αχιλλέας με την ψυχραιμία που αποκτά ο άνθρωπος, όταν όλα τα δεινά συμβαίνουν στον διπλανό του, έσκυψε και ανέλαβε πρωτοβουλία. Άγαρμπα στην αρχή, μέχρι να πάρει το κολάι, σιγά-σιγά άρχισε να ενώνει τη ραφή, τελειοποιώντας βαθμηδόν την σταυροβελονιά του.
Κι εκεί που όλα πήγαιναν καλά και τόλμησα ν αναρωτηθώ τι άλλο θα μπορούσε να μου συμβεί, ο τόπος σείστηκε από μαρσαρίσματα μηχανών, πολεμικές αλαλαγές, και εκρήξεις. Άρματα μάχης ξεπρόβαλαν από τα 4 σημεία του ορίζοντα, ανάμεσα σε οπλισμένους φαντάρους, που έτρεχαν αλαφιασμένοι, βαμμένοι στα χρώματα της παραλλαγής.
Μια στρατιωτική άσκηση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, και μας βρήκε εκεί, μέσα στο νοικιασμένο αυτοκινητάκι, εμένα με κατεβασμένα τα βρακιά, και τον Αχιλλέα σκυμμένο μέσα στα ανοιχτά πόδια μου!
Τι θα μπορούσαμε να τους πούμε; «Δεν είναι αυτό που νομίζετε;», «Αφήστε μας να σας εξηγήσουμε;» Το μόνο που θυμάμαι ήταν η όπισθεν με φουλ τα γκάζια του Αχιλλέα, και κάτι ερπύστριες που στρίγγλιζαν, έτοιμες να μας συνθλίψουν.
Η μεγαλειώδης οπισθοχώρηση των δυο αδερφάδων, εν μέσω κανονιοβολισμών και κραξιμάτων. Η χαρά του φαντάρου για το ανέλπιστο χάπενινγκ στη ρουτίνα της άσκησης! 

Ποτέ μου δεν ένοιωσα τόση ντροπή. Το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες μου, αν μου είχε μείνει δηλαδή καμιά σταγόνα και δεν με εγκατέλειψε κι αυτό, παρέα με την αξιοπρέπειά μου. Μέχρι αν θα μπορούσα να ξαναπάω με γυναίκα αναρωτιόμουν, αν θα μου ξανασηκωνόταν ποτέ, μετά απ αυτό το ρεζιλίκι.
Το μόνο που με παρηγορούσε, ήταν πως ο συνεταίρος μου θα ένοιωθε χειρότερα. Στο φινάλε, εγώ ήμουν από πάνω.
Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο, και μια ώρα σχεδόν που κράτησε η διαδρομή μέχρι την Καλλονή δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Ούτε το ξανασυζητήσαμε ποτέ. Λες και η μνήμη μας το διέγραψε ως μη γενόμενο, όπως θα έλεγαν οι σεξοψυχίατροι.