22.11.19

Λάθος δρόμος


Θα έπρεπε να γίνω ακοντιστής. Να κάθομαι τώρα και να καμαρώνω τα κύπελλα και τα μετάλλια στο ράφι απέναντί μου, αντί τη σαβούρα των μπιμπελό που το έχω φορτώσει. Να μου θυμίζει το κάθε τρόπαιο την ιστορία του, να με ταξιδεύει νοερά στους στίβους του Πλανήτη, στα βάθρα του νικητή, στις επευφημίες του πλήθους.
Να μην παραλείψω εκτός την προσωπική μου ικανοποίηση, και τη συγκίνηση που θα προσέφερα στο έθνος, τυλιγμένος στη γαλανόλευκη, με τον εθνικό μας ύμνο να παιανίζει.
Ναι ρε γαμώτο, θα έπρεπε να γίνω ακοντιστής. Βολεϊμπολίστας πάντως, όχι.
Το μεγάλο ταλέντο μου το ανακάλυψα νωρίς στο Γυμνάσιο, όταν ο κύριος Φατσέας ο γυμναστής, μας μάθαινε τη ρίψη του ακοντίου. Εγώ δεν συμμετείχα, γιατί ήμουν ένα μαλθακό χτικιάρικο, αλλά παρακολουθούσα από το παραθυράκι των καμπινέδων που είχα κρυφτεί για να κάνω τσιγάρο.  
Όταν το μάθημα τέλειωσε και έφυγε ο καθηγητής, πλησίασα και περιεργάστηκα με ενδιαφέρον το μαραφέτι. Μου άρεσε πως ζυγίστηκε στο χέρι μου, η αίσθηση οικειότητας απέναντί του, λες και η ατσάλινη αιχμή του ξαναζωντάνεψε στο DNA μου, τον ατρόμητο αρχαίο Έλληνα πολεμιστή.
Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό για μια εκτός ανταγωνισμού προσωπική βολή. Παραβλέποντας τους συμμαθητές μου που έπαιζαν στο χώρο αμέριμνοι, πήρα φόρα και το εκτόξευσα.
Απίθανη βολή! Ούτε ο κύριος Φατσέας όταν μας έδειχνε, δεν το είχε φτάσει μέχρι την μάντρα του γυμναστήριου. Εγώ την υπερπήδησα, και το ακόντιό μου ταλαντεύοντας υπερήφανα την ουρά του, χάθηκε από τα μάτια μου και βγήκε στο δρόμο. Ακολούθησε ένας ξερός απαισιόδοξος ήχος, και μετά θανατική σιγή. Ένθεν και ένθεν!
Το σοκ ήταν μεγάλο και οι υποψίες εφιαλτικές. Και αν το έφαγε κανένας φουκαράς στο δοξαπατρί; Όχι ρε πούστη μου, φονιάς στα 15;
Εγώ δεν τόλμησα να κουνηθώ από τη θέση μου. Μερικοί συμμαθητές μου βρήκαν το θάρρος και έτρεξαν στο δρόμο να το μαζέψουν.
Ευτυχώς δεν έγινε κανένα κακό. Το βρήκαν καρφωμένο στην οροφή ενός παρκαρισμένου αυτοκίνητου. Το ξεσφήνωσαν με δυσκολία όπως μου είπαν μετά τις μούντζες, και πατίκωσαν στην τρύπα κάτι φύλα για να μην το πάρει αμέσως χαμπάρι ο ιδιοκτήτης του. 
Αν κρατήσουμε μόνο τα θετικά, είχα σπάσει ρεκόρ. Δεν το συνέχισα όμως μετά το συμβάν.
Γι αυτό λέω πως έπρεπε να γίνω ακοντιστής. Βολεϊμπολίστας πάντως, όχι.
Γιατί είχαμε και τους Σχολικούς Αγώνες αυτή την εποχή, και η ομάδα μας έπαιζε τελικό στο βόλεϊ με το Γυμνάσιο του Γκύζη.
Δεν συμμετείχα φυσικά, ούτε που ήξερα πως υπάρχει αυτό το πρωτάθλημα. Ήμουν παντελώς άσχετος με τις σχολικές δραστηριότητες, απορροφημένος ψυχή και σώμα με τη μουσική.
Δυστυχώς μια ίωση της τελευταίας στιγμής έριξε τη μισή ομάδα στο κρεβάτι. Ούτε πεντάδα δε συμπληρώναμε, όπως με ενημέρωσε επίσημα ο κύριος Φατσέας:
- Ετοιμάσου, αύριο παίζεις!

- Πως παίζεται ρε παιδιά αυτό το παιχνίδι; Θα μου πει κανείς τι πρέπει να κάνω; Ρωτούσα και ξαναρωτούσα εναγωνίως τους συμπαίκτες μου στα αποδυτήρια του Πανελλήνιου.
- Άμα μπεις, θα δεις! Μου απαντούσαν απαξιωτικά, και συνέχιζαν να μιλάνε μεταξύ τους σε μια άγνωστη για μένα βολειμπολίστικη διάλεκτο. Ήταν τόσο σίγουροι πως δεν θα παίξω, ώστε δεν μου έδιναν καμία σημασία. Δεν είχαν κι άδικο, εδώ που τα λέμε. Ούτε αισθητικά δεν κόλλαγα με την ομάδα. Με την φαρδιά ξεπλυμένη στολή που μου φόρεσαν, έτσι όπως ήμουν σαν σκελετός, ταίριαζα περισσότερο για την εθνική των ζόμπι!
Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα να τα πάω χειρότερα απ όσο φοβόμουν, ούτε φανταζόμουν πως υπάρχει υπερθετικός του χειρότερα! Ειδικά στη φάση που σημάδεψε τον αγώνα:
Βρισκόμουν μπροστά στο φιλέ, απέναντι σε ένα ντερέκι Γκυζιώτη, με τη μπάλα να έρχεται από ψηλά ανάμεσά μας.
Πηδήξαμε ταυτόχρονα με υψωμένα χέρια, εγώ για να την καρφώσω και ο άλλος για να με μπλοκάρει. Ή το αντίθετο. Συγκρουστήκαμε στήθος με στήθος στον αέρα και πέσαμε με την πλάτη σα σακιά, εν μέσω πανδαιμόνιου. Εγώ ανασηκώθηκα αμέσως. Ο άλλος παρέμεινε τέζα.
 Όπως κατάλαβα μισοζαλισμένος, αυτός βρήκε τη μπάλα και μας έβαλε πόντο, κι εγώ τη μούρη του, και του έβγαλα τα μπροστινά δόντια. Δεν έφταιγα, ήταν η κακιά στιγμή. Μέχρι εκεί έφτασε το χέρι μου. Στο κάτω-κάτω, ας μη μου έριχνε δυο κεφάλια.
Ακολούθησαν αποδοκιμασίες, η αποβολή μου, η διακοπή του αγώνα και η τιμωρία της ομάδας, τάχα πως με βάλανε επίτηδες να εξουδετερώσω τον καλύτερό τους παίχτη. Και δεν πίστεψαν εμένα τον λαλίστατο, αλλά το φαφούτη. Μεγάλη αδικία, αλλά είχαμε χούντα τότε!
Έκανα μια βδομάδα να επιστρέψω στο Σχολείο, και κάμποσα χρόνια για να περάσω από του Γκύζη.
Τώρα τι θέλω και τα ξαναθυμάμαι όλα αυτά; Περασμένα ξεχασμένα! Μια χαρά στολίζει το ράφι μου το τρίποδο πλαστικό ελεφαντάκι που μάζεψα το καλοκαίρι από την πλαζ…

7.11.19

Οικογένεια Καστιλιάνο #4


Moulin Rouze

Δεν το κρύβω, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον Λέο προβληματισμένο, και μάλιστα μέσα στο γραφείο μου. Οι μέχρι τώρα επισκέψεις όταν τον έβγαζε ο δρόμος, ήταν για να σαλιαρίσει με τις νεαρές συναδέλφους μου. Σήμερα ούτε που τις έδωσε σημασία, όσο κι αν του κολοτριβόντουσαν μπας και εξασφαλίσουν καμιά μπουζουκοπρόσκληση.
- Σε θεωρούσα κουλτουριάρη, μονολόγησε δήθεν απογοητευμένος, φτυστός η μάνα μας όταν χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα για να επιβάλει τη γνώμη της.
- Ρε συ Λέο, άλλο κουλτούρα, και άλλο αρπαχτές. Γιατί τα μπλέκεις;
- Δηλαδή δε θεωρείς κουλτούρα την πολιτισμική ανταλλαγή μεταξύ δυο λαών;
- Σοβαρά, θεωρείς πολιτισμική ανταλλαγή, να φέρεις τις γυμνόστηθες του Μουλέν Ρουζ στο μαγαζί σου, κι εσύ να τους στείλεις τον Γονίδη;
- Δε θ ασχοληθώ με το σκουριασμένο μυαλό σου. Η μπίζνα έχει κλείσει. Μια γαμημένη υπογραφή περιμένω, γι αυτό έπεσα στην ανάγκη σου.
- Να σου κάνω το διερμηνέα!
- Αφού δεν ξέρω Γαλλικά!
- Ρε Λέο, ξανασκέψου το. Υπάρχουν επαγγελματίες γι αυτή τη δουλειά.
- Εγώ εσένα ξέρω, εσένα εμπιστεύομαι!

Από στιγμή σε στιγμή περίμενα το τηλεφώνημα της μητέρας μου, ν αρχίσει τα γλυκανάλατα για να μου αλλάξει γνώμη. Το τελευταίο όπλο του Λέο για να περάσει ως συνήθως το δικό του.
Ή μήπως το προτελευταίο;
Δυσκολεύτηκα να καταλάβω τη μόρτικη βραχνή φωνή της, απ τα τσιγάρα και τις πίπες:
- Κακό αγόρι, θα σε μαλώσω!
Η Λία! Χίλιες φορές να μου τηλεφωνούσαν από την Εφορία!
- Γιατί μου στεναχώρησες τον αντρούλη μου και δεν του σηκώνεται; Κι έχω κάτι καύλες μωρό μου....
Ήταν πειστική η trotteuse, όπως και να το κάνουμε. Αμέσως άρχισα να ξεσκονίζω τα γαλλικά μου.

Η συνάντηση έγινε το άλλο πρωί, στο λόμπι ενός μεγάλου ξενοδοχείου στη λεωφόρο Συγγρού. «Που αλλού;» σκέφτηκα συνειρμικά.
Με περίμενε τσουγκρίζοντας σαμπάνιες με ένα κοκκινομούρη γάλλο, κι ένα ξέκωλο μανούλι αγνώστου εθνικότητας.
«Μπα, έφερε και δείγμα» ξανασκέφτηκα.
Μόλις με είδε ο Λέο, σηκώθηκε έξω καρδιά για τις συστάσεις.
- Καλώς τον μεγάλο! Από δω ο Jacques το φιλαράκι μου, directeur artistique du Moulin Rouge και από δω η Juliette, danseuse στριπτιτζού.
- Βλέπω συνεννοείσαι μια χαρά! Τι διάολο με θες εμένα;
- Να μου διαβάσεις το συμβόλαιο πριν υπογράψω. Ξέρεις εγώ την υπογραφή μου και την...
- Καλά, καλά!

Η μεγάλη πρεμιέρα ήταν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Το αφάν γκατέ της κοσμικής Αθήνας είχε υπερσυμπληρώσει τα τραπέζια του μαγαζιού. Ακόμα και σκαμνάκια είχαν επιστρατεύσει για τους λιγότερο πλούσιους.
Έβαλαν κι έναν ανεμόμυλο με λαμπιόνια να περιστρέφεται πάνω απ τη σκηνή, που θύμιζε περισσότερο Μύκονο, αλλά σε πιο ροζ βερσιόν.
Πρώτο τραπέζι πίστα η πολυπληθής παρέα των δυο ομολόγων Υπουργών Πολιτισμού, με ελληνογαλλικά σημαιάκια καρφωμένα σε ένα ψητό γουρουνόπουλο. Τι σικ!
Το διασκέδαζαν υπέρ του δέοντος, παρακάμπτοντας τα πρωτόκολλα. Ας ήταν καλά τα ξέκωλα, που τους είχε προμηθεύσει ο Λέο.
Κάπου στο βάθος επίτιμη προσκεκλημένη και η αγία οικογένεια Καστιλιάνου. Η μάνα μου να σιροπιάζει με τον καινούριο της σοφέρ-τεκνό. Η Λία με απλωμένη ως συνήθως την ποδάρα της κάτω απ το τραπέζι, να παλεύει να μου φτάσει τα παπάρια. Ο Τζιμάκος να ψιθυρίζει εμπιστευτικά στο αυτί της Ιάννας τις κομπίνες των συνδαιτυμόνων του. Ευτυχώς δεν έφεραν μαζί τους τα τρίδυμα, γιατί δεν έπρεπε λέει να βλέπουν βυζιά σ αυτή την ηλικία. Άμα η οικογένεια έχει αξίες!
Εγώ ανάμεσα στις δυο περιχαρείς γυναίκες μου, ελάχιστη σημασία έδινα στη Λία που όλο μου έκλεινε κρυφά το μάτι σε στυλ «θα σε ευχαριστήσω αργότερα!». Αργότερα θα είχα γίνει μπουχός!
Ο Λέο που είχε την τιμητική του, δεν έβαλε κώλο σε καρέκλα. Πηγαινοερχόταν από τραπέζι σε τραπέζι ανταλλάσοντας φιλιά και φιλοφρονήσεις, έδινε εντολές στους μπράβους του, έστελνε σαμπάνιες και λουλούδια εκεί που έπρεπε, όταν έπρεπε.
Το πρόγραμμα δεν ήταν άσχημο, το καλό να λέγεται. Ολόκληρη παρέλαση καλλιτεχνών, ορχήστρα, φώτα, ακροβατικά. Λίγη φαντασία να είχες, μεταφερόσουν νοερά στην Παρισινή Belle Époque με τις άμαξες, τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, την ερωτική μέθη του bourbon και του can can.
Πως καλύφτηκαν όμως τόσα έξοδα, σκεφτόμουν. Βάλε μετακινήσεις, ξενοδοχεία, φόρους. Όση οικονομία και να έκανε το μπαλέτο στα σουτιέν, το κόστος δεν έβγαινε.
Ο ειδήμων Τζιμάκος που έπιασε στον αέρα τον προβληματισμό μου, έσκυψε προς το μέρος μου:
- Ξέρεις για τι κομπίνα μιλάμε μεγάλε; Κονδύλια της ΕΟΚ μ ένα κάρο μηδενικά! Και φαντάσου, μοιρασμένο στα δυο. Άντε και κάτι ψιλά για τον Ζακ τον νταβατζή, και τον αδελφούλη μας! Οι μόνοι που δούλεψαν εδώ που τα λέμε!
- Έλα ρε!
- Κάποιος σφύριξε στους υπουργούς για το πακέτο, και το γράπωσαν στα μουλωχτά. Μεγάλα αρπαχτικά. Κόψε τους πως γλεντάνε, και θα καταλάβεις!
- Ρε που φτάσαμε!
- Μην ανησυχείς όμως, στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό!
- Θέλεις να πεις, θα επέμβει η δικαιοσύνη;
- Ποιος τη χέζει; Το χοντρό παραδάκι θα το πάρω εγώ!
- Εσύ πως;
Ήπιε αργά μια γουλιά σαμπάνια, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του στον αφρό.
- Ποιος λες να τους το σφύριξε; Έγραψα και κάτι τηλεφωνήματα, και τους κρατάω από τα ούμπαλα!