22.11.19

Λάθος δρόμος


Θα έπρεπε να γίνω ακοντιστής. Να κάθομαι τώρα και να καμαρώνω τα κύπελλα και τα μετάλλια στο ράφι απέναντί μου, αντί τη σαβούρα των μπιμπελό που το έχω φορτώσει. Να μου θυμίζει το κάθε τρόπαιο την ιστορία του, να με ταξιδεύει νοερά στους στίβους του Πλανήτη, στα βάθρα του νικητή, στις επευφημίες του πλήθους.
Να μην παραλείψω εκτός την προσωπική μου ικανοποίηση, και τη συγκίνηση που θα προσέφερα στο έθνος, τυλιγμένος στη γαλανόλευκη, με τον εθνικό μας ύμνο να παιανίζει.
Ναι ρε γαμώτο, θα έπρεπε να γίνω ακοντιστής. Βολεϊμπολίστας πάντως, όχι.
Το μεγάλο ταλέντο μου το ανακάλυψα νωρίς στο Γυμνάσιο, όταν ο κύριος Φατσέας ο γυμναστής, μας μάθαινε τη ρίψη του ακοντίου. Εγώ δεν συμμετείχα, γιατί ήμουν ένα μαλθακό χτικιάρικο, αλλά παρακολουθούσα από το παραθυράκι των καμπινέδων που είχα κρυφτεί για να κάνω τσιγάρο.  
Όταν το μάθημα τέλειωσε και έφυγε ο καθηγητής, πλησίασα και περιεργάστηκα με ενδιαφέρον το μαραφέτι. Μου άρεσε πως ζυγίστηκε στο χέρι μου, η αίσθηση οικειότητας απέναντί του, λες και η ατσάλινη αιχμή του ξαναζωντάνεψε στο DNA μου, τον ατρόμητο αρχαίο Έλληνα πολεμιστή.
Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό για μια εκτός ανταγωνισμού προσωπική βολή. Παραβλέποντας τους συμμαθητές μου που έπαιζαν στο χώρο αμέριμνοι, πήρα φόρα και το εκτόξευσα.
Απίθανη βολή! Ούτε ο κύριος Φατσέας όταν μας έδειχνε, δεν το είχε φτάσει μέχρι την μάντρα του γυμναστήριου. Εγώ την υπερπήδησα, και το ακόντιό μου ταλαντεύοντας υπερήφανα την ουρά του, χάθηκε από τα μάτια μου και βγήκε στο δρόμο. Ακολούθησε ένας ξερός απαισιόδοξος ήχος, και μετά θανατική σιγή. Ένθεν και ένθεν!
Το σοκ ήταν μεγάλο και οι υποψίες εφιαλτικές. Και αν το έφαγε κανένας φουκαράς στο δοξαπατρί; Όχι ρε πούστη μου, φονιάς στα 15;
Εγώ δεν τόλμησα να κουνηθώ από τη θέση μου. Μερικοί συμμαθητές μου βρήκαν το θάρρος και έτρεξαν στο δρόμο να το μαζέψουν.
Ευτυχώς δεν έγινε κανένα κακό. Το βρήκαν καρφωμένο στην οροφή ενός παρκαρισμένου αυτοκίνητου. Το ξεσφήνωσαν με δυσκολία όπως μου είπαν μετά τις μούντζες, και πατίκωσαν στην τρύπα κάτι φύλα για να μην το πάρει αμέσως χαμπάρι ο ιδιοκτήτης του. 
Αν κρατήσουμε μόνο τα θετικά, είχα σπάσει ρεκόρ. Δεν το συνέχισα όμως μετά το συμβάν.
Γι αυτό λέω πως έπρεπε να γίνω ακοντιστής. Βολεϊμπολίστας πάντως, όχι.
Γιατί είχαμε και τους Σχολικούς Αγώνες αυτή την εποχή, και η ομάδα μας έπαιζε τελικό στο βόλεϊ με το Γυμνάσιο του Γκύζη.
Δεν συμμετείχα φυσικά, ούτε που ήξερα πως υπάρχει αυτό το πρωτάθλημα. Ήμουν παντελώς άσχετος με τις σχολικές δραστηριότητες, απορροφημένος ψυχή και σώμα με τη μουσική.
Δυστυχώς μια ίωση της τελευταίας στιγμής έριξε τη μισή ομάδα στο κρεβάτι. Ούτε πεντάδα δε συμπληρώναμε, όπως με ενημέρωσε επίσημα ο κύριος Φατσέας:
- Ετοιμάσου, αύριο παίζεις!

- Πως παίζεται ρε παιδιά αυτό το παιχνίδι; Θα μου πει κανείς τι πρέπει να κάνω; Ρωτούσα και ξαναρωτούσα εναγωνίως τους συμπαίκτες μου στα αποδυτήρια του Πανελλήνιου.
- Άμα μπεις, θα δεις! Μου απαντούσαν απαξιωτικά, και συνέχιζαν να μιλάνε μεταξύ τους σε μια άγνωστη για μένα βολειμπολίστικη διάλεκτο. Ήταν τόσο σίγουροι πως δεν θα παίξω, ώστε δεν μου έδιναν καμία σημασία. Δεν είχαν κι άδικο, εδώ που τα λέμε. Ούτε αισθητικά δεν κόλλαγα με την ομάδα. Με την φαρδιά ξεπλυμένη στολή που μου φόρεσαν, έτσι όπως ήμουν σαν σκελετός, ταίριαζα περισσότερο για την εθνική των ζόμπι!
Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα να τα πάω χειρότερα απ όσο φοβόμουν, ούτε φανταζόμουν πως υπάρχει υπερθετικός του χειρότερα! Ειδικά στη φάση που σημάδεψε τον αγώνα:
Βρισκόμουν μπροστά στο φιλέ, απέναντι σε ένα ντερέκι Γκυζιώτη, με τη μπάλα να έρχεται από ψηλά ανάμεσά μας.
Πηδήξαμε ταυτόχρονα με υψωμένα χέρια, εγώ για να την καρφώσω και ο άλλος για να με μπλοκάρει. Ή το αντίθετο. Συγκρουστήκαμε στήθος με στήθος στον αέρα και πέσαμε με την πλάτη σα σακιά, εν μέσω πανδαιμόνιου. Εγώ ανασηκώθηκα αμέσως. Ο άλλος παρέμεινε τέζα.
 Όπως κατάλαβα μισοζαλισμένος, αυτός βρήκε τη μπάλα και μας έβαλε πόντο, κι εγώ τη μούρη του, και του έβγαλα τα μπροστινά δόντια. Δεν έφταιγα, ήταν η κακιά στιγμή. Μέχρι εκεί έφτασε το χέρι μου. Στο κάτω-κάτω, ας μη μου έριχνε δυο κεφάλια.
Ακολούθησαν αποδοκιμασίες, η αποβολή μου, η διακοπή του αγώνα και η τιμωρία της ομάδας, τάχα πως με βάλανε επίτηδες να εξουδετερώσω τον καλύτερό τους παίχτη. Και δεν πίστεψαν εμένα τον λαλίστατο, αλλά το φαφούτη. Μεγάλη αδικία, αλλά είχαμε χούντα τότε!
Έκανα μια βδομάδα να επιστρέψω στο Σχολείο, και κάμποσα χρόνια για να περάσω από του Γκύζη.
Τώρα τι θέλω και τα ξαναθυμάμαι όλα αυτά; Περασμένα ξεχασμένα! Μια χαρά στολίζει το ράφι μου το τρίποδο πλαστικό ελεφαντάκι που μάζεψα το καλοκαίρι από την πλαζ…

7.11.19

Οικογένεια Καστιλιάνο #4


Moulin Rouze

Δεν το κρύβω, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον Λέο προβληματισμένο, και μάλιστα μέσα στο γραφείο μου. Οι μέχρι τώρα επισκέψεις όταν τον έβγαζε ο δρόμος, ήταν για να σαλιαρίσει με τις νεαρές συναδέλφους μου. Σήμερα ούτε που τις έδωσε σημασία, όσο κι αν του κολοτριβόντουσαν μπας και εξασφαλίσουν καμιά μπουζουκοπρόσκληση.
- Σε θεωρούσα κουλτουριάρη, μονολόγησε δήθεν απογοητευμένος, φτυστός η μάνα μας όταν χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα για να επιβάλει τη γνώμη της.
- Ρε συ Λέο, άλλο κουλτούρα, και άλλο αρπαχτές. Γιατί τα μπλέκεις;
- Δηλαδή δε θεωρείς κουλτούρα την πολιτισμική ανταλλαγή μεταξύ δυο λαών;
- Σοβαρά, θεωρείς πολιτισμική ανταλλαγή, να φέρεις τις γυμνόστηθες του Μουλέν Ρουζ στο μαγαζί σου, κι εσύ να τους στείλεις τον Γονίδη;
- Δε θ ασχοληθώ με το σκουριασμένο μυαλό σου. Η μπίζνα έχει κλείσει. Μια γαμημένη υπογραφή περιμένω, γι αυτό έπεσα στην ανάγκη σου.
- Να σου κάνω το διερμηνέα!
- Αφού δεν ξέρω Γαλλικά!
- Ρε Λέο, ξανασκέψου το. Υπάρχουν επαγγελματίες γι αυτή τη δουλειά.
- Εγώ εσένα ξέρω, εσένα εμπιστεύομαι!

Από στιγμή σε στιγμή περίμενα το τηλεφώνημα της μητέρας μου, ν αρχίσει τα γλυκανάλατα για να μου αλλάξει γνώμη. Το τελευταίο όπλο του Λέο για να περάσει ως συνήθως το δικό του.
Ή μήπως το προτελευταίο;
Δυσκολεύτηκα να καταλάβω τη μόρτικη βραχνή φωνή της, απ τα τσιγάρα και τις πίπες:
- Κακό αγόρι, θα σε μαλώσω!
Η Λία! Χίλιες φορές να μου τηλεφωνούσαν από την Εφορία!
- Γιατί μου στεναχώρησες τον αντρούλη μου και δεν του σηκώνεται; Κι έχω κάτι καύλες μωρό μου....
Ήταν πειστική η trotteuse, όπως και να το κάνουμε. Αμέσως άρχισα να ξεσκονίζω τα γαλλικά μου.

Η συνάντηση έγινε το άλλο πρωί, στο λόμπι ενός μεγάλου ξενοδοχείου στη λεωφόρο Συγγρού. «Που αλλού;» σκέφτηκα συνειρμικά.
Με περίμενε τσουγκρίζοντας σαμπάνιες με ένα κοκκινομούρη γάλλο, κι ένα ξέκωλο μανούλι αγνώστου εθνικότητας.
«Μπα, έφερε και δείγμα» ξανασκέφτηκα.
Μόλις με είδε ο Λέο, σηκώθηκε έξω καρδιά για τις συστάσεις.
- Καλώς τον μεγάλο! Από δω ο Jacques το φιλαράκι μου, directeur artistique du Moulin Rouge και από δω η Juliette, danseuse στριπτιτζού.
- Βλέπω συνεννοείσαι μια χαρά! Τι διάολο με θες εμένα;
- Να μου διαβάσεις το συμβόλαιο πριν υπογράψω. Ξέρεις εγώ την υπογραφή μου και την...
- Καλά, καλά!

Η μεγάλη πρεμιέρα ήταν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Το αφάν γκατέ της κοσμικής Αθήνας είχε υπερσυμπληρώσει τα τραπέζια του μαγαζιού. Ακόμα και σκαμνάκια είχαν επιστρατεύσει για τους λιγότερο πλούσιους.
Έβαλαν κι έναν ανεμόμυλο με λαμπιόνια να περιστρέφεται πάνω απ τη σκηνή, που θύμιζε περισσότερο Μύκονο, αλλά σε πιο ροζ βερσιόν.
Πρώτο τραπέζι πίστα η πολυπληθής παρέα των δυο ομολόγων Υπουργών Πολιτισμού, με ελληνογαλλικά σημαιάκια καρφωμένα σε ένα ψητό γουρουνόπουλο. Τι σικ!
Το διασκέδαζαν υπέρ του δέοντος, παρακάμπτοντας τα πρωτόκολλα. Ας ήταν καλά τα ξέκωλα, που τους είχε προμηθεύσει ο Λέο.
Κάπου στο βάθος επίτιμη προσκεκλημένη και η αγία οικογένεια Καστιλιάνου. Η μάνα μου να σιροπιάζει με τον καινούριο της σοφέρ-τεκνό. Η Λία με απλωμένη ως συνήθως την ποδάρα της κάτω απ το τραπέζι, να παλεύει να μου φτάσει τα παπάρια. Ο Τζιμάκος να ψιθυρίζει εμπιστευτικά στο αυτί της Ιάννας τις κομπίνες των συνδαιτυμόνων του. Ευτυχώς δεν έφεραν μαζί τους τα τρίδυμα, γιατί δεν έπρεπε λέει να βλέπουν βυζιά σ αυτή την ηλικία. Άμα η οικογένεια έχει αξίες!
Εγώ ανάμεσα στις δυο περιχαρείς γυναίκες μου, ελάχιστη σημασία έδινα στη Λία που όλο μου έκλεινε κρυφά το μάτι σε στυλ «θα σε ευχαριστήσω αργότερα!». Αργότερα θα είχα γίνει μπουχός!
Ο Λέο που είχε την τιμητική του, δεν έβαλε κώλο σε καρέκλα. Πηγαινοερχόταν από τραπέζι σε τραπέζι ανταλλάσοντας φιλιά και φιλοφρονήσεις, έδινε εντολές στους μπράβους του, έστελνε σαμπάνιες και λουλούδια εκεί που έπρεπε, όταν έπρεπε.
Το πρόγραμμα δεν ήταν άσχημο, το καλό να λέγεται. Ολόκληρη παρέλαση καλλιτεχνών, ορχήστρα, φώτα, ακροβατικά. Λίγη φαντασία να είχες, μεταφερόσουν νοερά στην Παρισινή Belle Époque με τις άμαξες, τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, την ερωτική μέθη του bourbon και του can can.
Πως καλύφτηκαν όμως τόσα έξοδα, σκεφτόμουν. Βάλε μετακινήσεις, ξενοδοχεία, φόρους. Όση οικονομία και να έκανε το μπαλέτο στα σουτιέν, το κόστος δεν έβγαινε.
Ο ειδήμων Τζιμάκος που έπιασε στον αέρα τον προβληματισμό μου, έσκυψε προς το μέρος μου:
- Ξέρεις για τι κομπίνα μιλάμε μεγάλε; Κονδύλια της ΕΟΚ μ ένα κάρο μηδενικά! Και φαντάσου, μοιρασμένο στα δυο. Άντε και κάτι ψιλά για τον Ζακ τον νταβατζή, και τον αδελφούλη μας! Οι μόνοι που δούλεψαν εδώ που τα λέμε!
- Έλα ρε!
- Κάποιος σφύριξε στους υπουργούς για το πακέτο, και το γράπωσαν στα μουλωχτά. Μεγάλα αρπαχτικά. Κόψε τους πως γλεντάνε, και θα καταλάβεις!
- Ρε που φτάσαμε!
- Μην ανησυχείς όμως, στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό!
- Θέλεις να πεις, θα επέμβει η δικαιοσύνη;
- Ποιος τη χέζει; Το χοντρό παραδάκι θα το πάρω εγώ!
- Εσύ πως;
Ήπιε αργά μια γουλιά σαμπάνια, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του στον αφρό.
- Ποιος λες να τους το σφύριξε; Έγραψα και κάτι τηλεφωνήματα, και τους κρατάω από τα ούμπαλα!

8.9.19

Τα λέμε..


Ποιο ποτό ήταν αυτό; Το πέμπτο; Το έκτο; Ούτε που θυμόταν πόσα είχε πιεί, ούτε που ήξερε πως είχε έρθει, ούτε που τον ένοιαζε τι θα γινόταν στη συνέχεια.
Ο χρόνος λες και είχε κολλήσει μέσα σ αυτό το σκοτεινό, ντουμανιασμένο μπαράκι. Από κάπου ερχόταν η βραχνή φωνή της Patricia Kaas που προσπαθούσε μάταια να επιβληθεί στο εκκωφαντικό της κόντρα μπάσο που κυριαρχούσε στο χώρο, σκληρό, μονότονο και δραματικό, σαν τις ζωές όλων εκεί μέσα…
Δεν την πρόσεξε καν όταν κάθισε στο διπλανό σκαμπό. Για ποιό λόγο; Το τελευταίο που θα μπορούσε να τον απασχολήσει, ήταν οι καινούργιες γνωριμίες. Αυτός ήταν αλλού. Μοναχικός ταξιδιώτης μέσα στο πλήθος. Κοσμοκαλόγερος. Αυτοεξόριστος στον ξύλινο πάγκο, ανάμεσα σε γεμάτα και άδεια ποτήρια.

Χρειάστηκε να του επαναλάβει για δεύτερη ή τρίτη φορά τα λόγια που δεν άκουσε ούτως ή άλλως, μόνο και μόνο για να αποσπάσει την προσοχή του.
Μετά βρέθηκαν να πίνουν παρέα, να διηγείται ο ένας στον άλλο την ιστορία της ζωής του ταυτόχρονα, στα κενά του κόντρα μπάσου που δονούσε την ατμόσφαιρα. Τι νόημα άλλωστε θα μπορούσαν να έχουν οι λέξεις; Τα θολά τους μάτια έλεγαν τα πάντα. Οι ασταθείς, τρεμάμενες διαδρομές των ποτηριών από τον πάγκο μέχρι το στόμα τους, αντικατόπτριζαν με απόλυτη ακρίβεια τις προσωπικές τους πορείες στη ζωή.
Συνέχισαν στο σπίτι του, ή στο σπίτι της. Δεν έχει σημασία σε ποιο. Η άλλη μέρα τους βρήκε μισοντυμένους, μισόγυμνους σε ένα σχεδόν άθικτο κρεβάτι. Ξύπνησαν αργά με τον ίδιο πονοκέφαλο, και την ίδια απώλεια μνήμης που τους βασάνιζε ή τους παρηγορούσε τα τελευταία χρόνια της αλκοολούχου ζωής τους.
Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο πως βρέθηκαν εκεί, αν διασκέδασαν, αν έκαναν έρωτα, αν έζησαν κάτι, αν αισθάνθηκαν κάτι, αν θα ξανασυναντηθούν ποτέ, τα ονόματά τους έστω για τα προσχήματα.
Ένα τυπικό «τα λέμε» ήταν αρκετό για τον αποχωρισμό. Κάλυπτε όλα τα κενά της θολής γνωριμίας τους, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της αυτοκαταστροφής.
Ένα κεφάλι έγνεψε αδιάφορα «ναι» πάνω στο μαξιλάρι και η πόρτα έκλεισε τρίζοντας ανάμεσά τους.

12.8.19

Νανούρισμα


Παρασκευή 7 Ιουλίου 3 η ώρα μεσημέρι στην παραλία.
Είμαι με το μαγιό και κάνω βόλτες στην ακροθαλασσιά κρατώντας στην αγκαλιά μου το Μελινάκι.
Έχει κάνει το μπάνιο της, έχει πιεί το γάλα της και είναι έτοιμη να κοιμηθεί.
Είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου σαν πουλάκι. Ακουμπάει το μάγουλό της στον ώμο μου και κοιτάει αφηρημένα τη θάλασσα.
Περπατάω με τα πόδια μέσα στο νερό και της μιλάω για τα κύματα που γλύφουν τη ζεστή αμμουδιά.
Διάβασα της λέω, πως ο ήχος των κυμάτων είναι η ανάσα της αιωνιότητας. Εγώ όμως πιστεύω στην ανυπαρξία του χρόνου. Πως μπορούμε να μιλάμε άλλωστε για αιωνιότητα πάνω σ ένα πλανήτη που αργά ή γρήγορα, ακολουθώντας τη μοίρα του θα καταστραφεί; Θα προτιμούσα να ονομάσω τον ήχο των κυμάτων, σαν το τραγούδι της φύσης, της φύσης που έχει αρχή, μέση και τέλος όπως εμείς που της ανήκουμε και μας ανήκει.
Το κεφαλάκι της Μελίνας είχε βαρύνει στον ώμο μου σημάδι πως είχε αποκοιμηθεί.
Χάρηκα που μπορούσα να την κοιμίσω με τις φιλοσοφίες μου έστω και β’ διαλογής,  αντί με παραμύθια για κακούς λύκους και ωραίες βασιλοπούλες.
Την ακούμπησα με προσοχή στο ψαθάκι της πάνω στα ζεστά βότσαλα και την σκέπασα με μια πετσέτα του μπάνιου.
Γύρισε το κορμάκι της απ τη μεριά της θάλασσας και μισάνοιξε το στοματάκι της  ρουφώντας ήρεμα το δροσερό αεράκι.
Κοιμήθηκε γαλήνια, νανουρισμένη από τον ήχο των κυμάτων που χόρευαν στα πόδια της.
Δεν έδειχνε να προβληματίζεται όπως εγώ αν οι ήχοι αυτοί ήταν η ανάσα της αιωνιότητας, ή το τραγούδι της φύσης.
Της αρκούσε το νανούρισμα που της χάριζαν!

24.6.19

Οικογένεια Καστιλιάνο #3


Στην παραλία



- Μεγάλε είσαι για ένα οικογενειακό μπανάκι;
Φυσικά και δεν ήμουν, με τίποτα στον κόσμο δεν θα συμμετείχα σε ένα ακόμα δημόσιο οικογενειακό εξευτελισμό. Ούτε που θυμάμαι πόσους όρκους είχα κάνει, μετά τις περσινές μηνύσεις του ΕΟΤ.
- Ωραία! Ερχόμαστε να σας πάρουμε! Απάντησε στον εαυτό του ο Τζιμάκος, κλείνοντάς μου το τηλέφωνο.
Στο πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε με τη γυναίκα μου, καταλήξαμε σε δύο λύσεις: Ή ταμπουρωνόμαστε στο σπίτι, ή την κοπανάμε πάραυτα προς άγνωστη κατεύθυνση. Η δεύτερη μας άρεσε περισσότερο, δυστυχώς όμως η κόρη μας δεν σκόπευε να βγει από το μπάνιο το επόμενο μισάωρο. Έκανε χαλάουα λέει, στα άτριχα ποδάρια της.
Μας έμενε η πολιορκία με την ελπίδα των διαπραγματεύσεων, αλλά την πατήσαμε όταν άρχισαν να κορνάρουν όλοι μαζί, αναστατώνοντας το τετράγωνο. Πως να μην τους ακολουθούσαμε; Ακόμα και οι γείτονες που είχαν βγει αλλόφρονες στα μπαλκόνια τους μας φώναζαν να ξεκουμπιστούμε. Λυπόμαστε και τα αδέσποτα του δρόμου που έκλαιγαν με μακρόσυρτα βογγητά απ τους υπέρηχους που έβγαζαν οι καραμούζες των τριδύμων.
- Εγώ δεν έρχομαι με τίποτα! Τσίριζε η κόρη μου από μέσα.
- Έλα μωρό μου, να καμαρώσουν τα αγόρια τα ωραία σου ποδαράκια! Τόλμησα και είπα για να την πείσω. Τι μ έκαναν να ξεστομίσω; Αν είχα πιστόλι αυτή τη στιγμή, θα αυτοκτονούσα!

Και να μαστε στην παραλία, απλωμένοι στις σεζλόνγκ, σαν τα λιαστά χταπόδια που κρέμονται στις ψαροταβέρνες.
Στη μια άκρη η μάνα μου μπρούμυτα, με τον μπράβο ζιγκολό σκυμμένο απάνω της, να την πασαλείβει κρέμες καρύδας και λάδια τροπικών φρούτων. Η πλάτη της μύριζε σα λαϊκή του Άγιου Δομήνικου.
Αμέσως μετά ο Τζιμάκος και ο Λέο, με ray ban γυαλιά καθρέφτες και χρυσές καδένες που άστραφταν στον ήλιο εκτυφλωτικά. Γερμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, συνωμοτούσαν ως συνήθως, με το τραπεζάκι της ομπρέλας ανάμεσά τους πλήρες φραπέδων και καπνιστικών εξαρτημάτων.
Παραδίπλα η Ιάννα και η Λία, απορροφημένες στη συζήτηση. Τι θα μπορούσαν να συζητούν; Τι άλλο από το πόσο μεγάλη την είχε ο άλφα ή ο δείνα λουόμενος που κουτσομπόλευαν.
Δίπλα στη Λία εγώ. Στην κυριολεξία η Λία δίπλα σ εμένα, αφού κατάφερνε πάντα να με διπλαρώνει. Τυχαία δήθεν, δεν έπαυε όμως να μου απλώνει την ποδάδα της στα μπούτια, κάθε φορά που η γυναίκα μου κοιτούσε αλλού.
Τι να κάνει η φουκαριάρα; Στη σειρά κι αυτή σα στρατιωτάκι, προσπαθούσε να καλμάρει την κόρη μας που είχε πεισμώσει επειδή την κουβαλήσαμε με το ζόρι. Ότι και να της έλεγε, αυτή εκεί.  Με μια μόνιμη έκφραση αποστροφής, σα να πάτησε σκατά.  
Τα τρίδυμα ξαδελφάκια της αντίθετα, το καταδιασκέδαζαν απ άκρη σ άκρη της παραλίας. Γυμνά, κοντοπίθαρα και πλαδαρά σαν συρρικνωμένοι παλαιστές του σούμο, έπαιζαν στην άμμο με τα κουβαδάκια. Όχι τα δικά τους, αλλά των άλλων άτυχων παιδιών, που τους τα φορούσαν κολάρο, πριν ποδοπατήσουν τα πυργάκια τους.
- Είμαστε κομάντος! Ζητωκραύγαζαν καταστρέφοντας, και η θέα της παρέας μας αποθάρρυναν τους εκνευρισμένους γονείς τους να μας ζητήσουν το λόγο. Που να τολμήσουν! Με τόσους μαφιόζους που έβλεπαν μαζεμένους, προέβλεπαν να τους συμβούν πολύ χειρότερα απ τα παιδιά του.

Κάποια στιγμή είπα να βουτήξω. Τι διάολο κάναμε στη θάλασσα αν δε μπαίναμε μέσα; Η γυναίκα μου αρνήθηκε πεισματικά να με ακολουθήσει. Αντί να ηρεμίσει την κόρη μας, είχε κατεβάσει χειρότερα μούτρα από εκείνη. Το κορίτσι μας αν μη τι άλλο, διέθετε φοβερή πειθώ. Να τα λέμε αυτά!
Έτσι μπήκα στη θάλασσα μόνος, αλλά πριν φτάσει το νερό στα γόνατα, είδα πίσω μου τη Λία και την Ιάννα να σηκώνονται. Για να πω την αλήθεια, με την Ιάννα δίπλα της δεν φοβήθηκα και τόσο. Όσο τσούλα και να ήταν η Λία, δε θα τολμούσε να εκτεθεί στην κουνιάδα της.
Ήταν όμως περισσότερο τσούλα απ όσο φανταζόμουν. Άρχισε να μου κάνει πατητές, χώνοντας το κεφάλι μου μέσα στα βυζιά της που ανεβοκατέβαιναν σα σημαδούρες σε τρικυμία. Έπινα νερό, δάγκωνα ρώγες, πνιγόμουν αυτά τα δραματικά λεπτά.
- Μωρή τρελή, της φώναζα μπουκωμένος. Θες να μας αρχίσουν το πιστολίδι από την παραλία;
Άλλαξε τροπάριο, και το ‘ριξε στις βουτιές. Αθώες φαινομενικά πάνω από την επιφάνεια, αισχρές όμως από κάτω, σαν τα φάουλ που γίνονται στο πόλο και δεν τα παίρνουν χαμπάρι οι θεατές.
Συνηθισμένη στα μακροβούτια, τζιβιτζιλού τόσα χρόνια της Παραλιακής, θύμιζε όρκα δολοφόνο που είχε βάλει στόχο τα γεννητικά μου όργανα και τις πέριξ περιοχές. Με είχε σμπαραλιάσει με τα χουφτώματα και τα κωλόχερα. Χίλιες φορές να ήταν αληθινή όρκα, να μου ‘χε κόψει μια δαγκωνιά, να τελειώναμε!
Η Ιάννα γελούσε με όσα τουλάχιστον μπορούσε να δει, το ίδιο και οι άλλοι απέξω με τους αφρούς που πετούσα σπαρταρώντας σα φώκια που προσπαθούσε να ξεφύγει. Για τη γυναίκα και την κόρη μου δεν ξέρω.
 Κι εκεί με τα πολλά, άρπαξα μια κλωτσιά στ αρχίδια, τόσο δυνατή, που στην αρχή τα χρειάστηκα. Δε λέω πως το ‘κανε επίτηδες, κάποια άγαρμπη κίνηση την ώρα που περνούσε μέσα απ τα πόδια μου. Πολύ θέλει το κακό;
Ούρλιαξα από τον πόνο, αλλά ευτυχώς δε μου έβγαινε λαλιά. Η Λία το κατάλαβε, πιθανόν να πόνεσε κι εκείνης η φτέρνα από το χτύπημα. Προτίμησε ν απομακρυνθεί με απλωτές, για ν αποφύγει τα χειρότερα.

Έμεινα καμιά ώρα μέσα στο παγωμένο νερό, μπας και συνέλθουν τα πρησμένα μου παπάρια. Οι άλλοι βαρέθηκαν, ντύθηκαν και μου φώναζαν να βγω.
Και να ήθελα δε μπορούσα να μείνω άλλο μέσα, γιατί είχα μουλιάσει, και τα δόντια μου βαράγανε κλακέτες. Βγήκα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα, περπατώντας σαν συγκαμένος, σε στυλ Τζον Γουέιν. Όχι δεν τους ακολούθησα για φρέσκο ψάρι.
Στην επιστροφή παραλίγο θα τράκαρα με νταλίκα, γιατί έτσι όπως οδηγούσα με ανοιχτά τα πόδια, αντί να πατήσω φρένο, ξενύχιασα το αριστερό πόδι της γυναίκας μου που καθόταν συνοδηγός.
Μια βδομάδα έκανε να μου ξαναμιλήσει. Εγώ ένα μήνα για να τα βρω με τους γείτονες. Η κόρη μου, ακόμα μούγγα...

24.5.19

Τσιγγάνος = Ελευθερία


Συνήθως μετά το μεσημεριανό φαγητό κοιμάμαι καμιά ωρίτσα, για να χαλαρώσω και να ξεκουραστώ, πριν ξαναπάω το απόγευμα στη δουλειά.
Το πρόβλημα είναι πως έτσι και με πάρει λίγο παραπάνω ο ύπνος, ειδικά το χειμώνα κουκουλωμένο με την κουβέρτα, χρειάζομαι κάμποση ώρα για να συνέλθω και να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Αισθάνομαι ζαλάδες, ιλίγγους, ταχυπαλμίες, και μια ανασφάλεια να κάνει σούζες ανάμεσα στα όρια του πανικού και της υστερίας.
Πιθανόν να φταίνε τα όνειρα που πέφτουν καταιγιστικά αυτή την περίεργη ώρα του παραπανίσιου ύπνου, ανοίγοντας τρύπες στο χιλιομπαλωμένο υποσυνείδητό μου, ξεχειλίζοντάς το κουραστικές μονότονες επαναλήψεις: Φράσεις δίχως νόημα, εικόνες κάποιου γνωστού ή άγνωστου προσώπου, το ρεφρέν από ένα τραγούδι που ποτέ δεν με ενδιέφερε κι άλλα πολλά που μπορεί να ταλαιπωρούν τον εγκέφαλό μου, σαν πεισματάρικα παιδιά με ροκάνες.
Έτσι προχθές το απόγευμα ξύπνησα πιο αργά, με κάποιες λέξεις μπλεγμένες σα στιχάκι να περιστρέφονται επίμονα στα κλειστά ακόμα μάτια μου, σαν κάποιο σπουδαίο κώδικα που έπρεπε να αποστηθίσω.
Μάταια προσπάθησα να τις συγκρατήσω. Όσο συνερχόμουν από τον λήθαργο, οι λέξεις έσκαγαν σαν σαπουνόφουσκες η μία μετά την άλλη, το νόημά τους ξεθώριαζε μέχρι που χάθηκε κι αυτό, αφήνοντας μόνο δύο λέξεις πίσω τους σαν ενθύμιο, ή σαν προειδοποίηση.
Τσιγγάνος, Ελευθερία. Τι μπορεί να σημαίνουν αυτές οι άσχετες μεταξύ τους λέξεις; Πώς να καταλάβω ένα σβησμένο στη μνήμη μου πάζλ από δύο κομμάτια του που διασώθηκαν; Ίσως ποτέ να μην έβρισκα απάντηση, αν δεν είχα την τύχη να πέσω στα καλά καθούμενα σε μια ειδικό, που θα μου εξηγούσε τα πάντα!
Τυχαία τη συνάντησα στα Lidl, μπροστά στην τελευταία ηλεκτρική οδοντόβουρτσα που είχαν σε προσφορά. Μου την άρπαξε καθώς άπλωνα το χέρι, και μ άφησε να στέκω σύξυλος σε στάση Ηνίοχου.
Με κοίταξε απολογητικά, σαν να αισθανόταν τύψεις. Δεν ήταν κι άσχημη.
- Σου ζητώ συγνώμη, αλλά την είχα βάλει στο μάτι από καιρό..
Σκέφτηκα να της την αρπάξω με τη σειρά μου και να της τη βάλω στο μάτι, έτσι για να μάθει. Αλλά είπαμε. Δεν ήταν κι άσχημη.
- Αν δε μου κρατάς κακία, συνέχισε ανάλαφρα, κερνάω ένα καφέ μετά τα ψώνια!
Έκανα πως το σκέφτομαι για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου για να δείξω πως ελέγχω την κατάσταση και συμφώνησα συγκρατημένα.
- Οκ τα λέμε όταν τελειώσουμε στην έξοδο. Μάζεψε μόνο το χέρι σου από το ράφι, μην πάθει αγκύλωση τόση ώρα!
Δεν σκόπευα να ψωνίσω κάτι, μόνο για την οδοντόβουρτσα είχα ξεροσταλιάσει απ’ το πρωί, γι αυτό βγήκα με τρόπο χωρίς να με δει και την περίμενα ξεφυλλίζοντας αδιάφορα τις προσφορές της επόμενης βδομάδας.
- Πως σε λένε; Με ρώτησε μόλις παραγγείλαμε δύο φραπέδες, στην καφετέρια λίγο πιο κάτω.
- Στέλιο. Εσένα;
- Αιμιλία. Με τι ασχολείσαι Στέλιο;
- Βασικά με τίποτα. Εσύ Αιμιλία;
- Είμαι Διδάκτωρ Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ψυχολογία, στο πανεπιστήμιο London School of Economics and Political Science (LSΕ) στη Μεγάλη Βρετανία. Είμαι Πιστοποιημένη Ψυχολόγος στην Ελλάδα με Μεταπτυχιακή εκπαίδευση στην Κλινική Ψυχολογία, στην Υπαρξιακή-Ανθρωπιστική Ψυχοθεραπεία και στη Γνωσιακή Συμπεριφορική στο Ε.Κ.Π Αθηνών, μέλος της Αγγλικής Ψυχολογικής Εταιρείας, της Αμερικανικής Εταιρείας Ομαδικής Ψυχοθεραπείας και της Ομάδας Εκπαιδευτών στον Τομέα της έρευνας του Ανοικτού Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου, εδώ στην Ελλάδα, μου απάντησε τελειώνοντας τον φραπέ μου.
- Ρε συ Αιμιλία, τι μπορεί να σημαίνει Τσιγγάνος – Ελευθερία, τη ρώτησα με επιφύλαξη και της διηγήθηκα το όνειρο. Κάτι θα ήξερε παραπάνω.
- Έχεις καμιά σχέση με τσιγγάνους; Με ρώτησε μετά από σύντομη σκέψη.
- Καμία.
- Με καμία Ελευθερία;
- Καμία.
- Είσαι γκέι;
- Από πού βγαίνει αυτό;
- Κοίτα, οι λέξεις Τσιγγάνος – Ελευθερία που τόσο έντονα σε απασχολούν, φανερώνουν μία καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, που τα κοινωνικά ταμπού κρατούν φυλακισμένη στο υποσυνείδητό σου. Αυτές οι δύο λέξεις κλειδιά που κατάφεραν να δραπετεύσουν και να απελευθερωθούν, είναι αρκετές για να μαρτυρήσουν στον ειδικό ερευνητή το δράμα σου.
- Ποιο δράμα μου; Σου μοιάζω για γκέι;
- Κοίτα, υποσυνείδητα οι λέξεις τσιγγάνος και ελευθερία είναι συνώνυμες. Εκτός αν στην περίπτωσή σου, ελευθερία δεν εννοείς τη γνωστή έννοια, αλλά το γυναικείο όνομα. Τότε τα πράγματα περιπλέκονται.
- Σου είπα, δεν είμαι γκέι!
- Τι κρύβεις μέσα σου λοιπόν; Τον Λευτέρη; Ένα ομοφυλόφιλο τσιγγάνο που τον φωνάζουν κοροϊδευτικά Ελευθερία; Την Ελευθερία; Μία λεσβία τσιγγάνα, που τη φωνάζουν τσιγγάνο; Τι συμπεραίνεις απ αυτή την αμφίδρομη σχέση των δύο λέξεων που σε βασανίζουν; Φυσικά υπάρχει και μια τρίτη που κρατάς εφτασφράγιστη μέσα στη ψυχή σου και συνδέει αυτές τις δύο. Τη λέξη ομοφυλοφιλία!
Με το ζόρι συγκρατήθηκα να μη της πω καμιά βαριά κουβέντα, πριν σηκωθώ να φύγω.
- Τι λες μωρή μαλακισμένη, αρκέστηκα στα τυπικά, που ήρθαμε να σε πηδήξουμε και μας έβγαλες και πούστηδες από πάνω, γαμώ τα πτυχία σου, και τους Τσιγγάνους σου και τα Lidl σου και την οδοντόβουρτσά σου γαμώ!