29.11.18

Lord Stan – Lady Ann


Από την πρώτη μέχρι την τρίτη τάξη, το Γυμνάσιό μας ήταν μεικτό. Από την τετάρτη μέχρι την έκτη, αυτό που λέμε σήμερα Λύκειο, χωριστήκαμε σε δυο τμήματα Αρρένων και Θηλέων που λειτουργούσαν εναλλάξ. Τη μια βδομάδα το πρωί τα αγόρια και το απόγευμα τα κορίτσια, την επόμενη το αντίθετο.
Μέχρι την τρίτη τάξη που είμαστε όλοι μαζί, η αλήθεια ήταν πως δεν μας ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι συμμαθήτριές μας. Αυτές στοιχισμένες στη μια πλευρά της αίθουσας, εμείς στην άλλη και στα διαλλείματα ποτέ δεν κάναμε παρέα. Υπήρχε μια απόσταση. Οι αυλές των σχολείων αυτά τα χρόνια θύμιαζαν αυλές φυλακών και οι καθηγητές στο κεφαλόσκαλο παρακολουθούσαν άγρυπνα τις κινήσεις μας σαν δεσμοφύλακες.
Από την τετάρτη τάξη όμως που μείναμε μόνοι, αρχίσαμε να τις νοσταλγούμε.
«Τι ωραία που καθόντουσαν εκεί, με τις μπλε ποδίτσες τους, βλέπαμε και κανά μπουτάκι που και που».
«Πετάγαμε και καμιά μαλακία, κι αυτές χασκογελούσαν σεμνότυφα, με τα δαχτυλάκια τους μπροστά στο στόμα».
«Άσε αυτές τις λοξές ματιές που μας έριχναν στα κρυφά υποτίθεται και μας έπιανε ψυχικό τραλαλά!»
Τέτοια σκεφτόμαστε και μελαγχολούσαμε. Είμαστε στην ρομαντική ηλικία που η απουσία μιας γυναίκας ήταν πιο αισθητή από την παρουσία της.
Ακόμα και τα χοντρά ξύλινα θρανία που μοιραζόμαστε, μας τις θύμιζαν. «Εδώ που κάθομαι τώρα, το πρωί καθόταν ένα κωλαράκι» σκεφτόμαστε, που μπορεί να ήταν και κωλάρα εδώ που τα λέμε, αλλά ο καθένας διαπλάθει τη φαντασία του κατά το δοκούν.
Δεν είχε αρχίσει καλά-καλά η χρονιά, όταν ένα απόγευμα διακρίνω πάνω στο θρανίο μου μια καλλιγραφική κορνιζούλα με μολύβι που πλαισίωνε με την ίδια καλλιτεχνική διάθεση το όνομα «Άννα».
Να σας θυμίσω πως τότε δεν υπήρχε facebook και ο καθένας χρησιμοποιούσε την επιφάνεια του θρανίου του για να ανακοινώνει το προσωπικό του προφίλ: Την ποδοσφαιρική του ομάδα, το αγαπημένο του συγκρότημα, το αυτοκίνητο που τον αντιπροσώπευε (από Ferrari και πάνω εννοείται). Ακόμα και ομάδα αίματος έγραφαν μερικοί προνοητικοί, αν χρειαστεί να τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο πακέτο με το θρανίο.
Άννα λοιπόν, αλλά όχι η οποιαδήποτε Άννα που θα μπορούσα να συναντήσω τυχαία στο δρόμο ή σ ένα πάρτι ας πούμε. Ήταν η συγκεκριμένη Άννα του θρανίου μου που ήταν και θρανίο της, της τάξης μου που ήταν και τάξη της, που πατούσαμε χωρίς να ξέρει ο ένας τον άλλο στα ίδια χνάρια του χωροχρόνου!
Έτσι τουλάχιστον το είδα τότε και αφού αυτή η κοπέλα ανήκε στο πεπρωμένο μου, έπρεπε να γνωριστούμε μια ώρα αρχύτερα.
Φυσικά δεν με έπαιρνε να στηθώ έξω από το σχολείο όταν είχαν μάθημα και να ρωτάω ποιά είναι η Άννα της τετάρτης. Και τι να της έλεγα στο κάτω-κάτω αν την πετύχαινα; Αυτά τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους. Θα έπρεπε πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της. Ζούσαμε σε μια συντηρητική κοινωνία, που οι σχέσεις μεταξύ μαθητών απασχολούσαν τον Ποινικό Κώδικα αυτή την εποχή!
Η λύση που βρήκα ήταν το θρανίο, ο πρόγονος του facebook που λέγαμε, και για να επικοινωνήσω μαζί της, θα έπρεπε πρώτα να κάνω «αίτημα φιλίας»: Δίπλα στην κορνιζούλα της έγραψα «κοίτα από κάτω» και για να γίνω πιο σαφής, πρόσθεσα κι ένα παραπεμπτικό τόξο.
Έκοψα ένα χαρτάκι σα σκονάκι κι επειδή είχα έμπνευση όπως φαίνεται εκείνη τη μέρα, συνέταξα ένα λιτό, αλλά γεμάτο περιεχόμενο μήνυμα: «Γεια σου Lady Ann, Lord Stan». Το δίπλωσα στα τέσσερα και το σφήνωσα ίσα να προεξέχει ανάμεσα σε δυό σανίδια κάτω από την επιφάνεια.
Το Lady Ann μου προέκυψε από ένα στίχο των Rolling Stones. Το Stan από το Stanley που ήταν το καλλιτεχνικό μου. Ο τίτλος ευγενείας αναγκαστικά. Αφού την έστεψα λαίδη, δεν θα μπορούσα να ήμουν κανένας παρακατιανός...
 Τις πρώτες μέρες τίποτα! Μόνο το δικό μου χαρτάκι έβρισκα και ξανάβρισκα καρδιοχτυπώντας και δώστου  απογοήτευση. Είχα μάθει δια της αφής όλα τα κρυφά σημεία του θρανίου μου. Τον κάθε ρόζο, την κάθε εγκοπή, την κάθε σκλήθρα. Η πρώτη ώρα με έβρισκε πάντα να σούρνωμαι σκυμμένος δεξιά αριστερά σα να είχα κωλοφαγούρα.
Ώσπου μια μέρα -το κατάλαβα αμέσως πως δεν ήταν το δικό μου-, ξετρύπωσα το χαρτάκι της, που το ξεδίπλωσα κρυφά με χέρια τρεμάμενα από ανυπομονησία και ταραχή: «Γειά σου Lord Stan, Lady Ann».
Το ξέρω, μπορεί να μη σας λέει τίποτα, για μένα όμως έμοιαζε η αρχή του παντός!
Έτσι ξεκίνησε η αλληλογραφία μας, δυστυχώς όμως χωρίς ποτέ να ξεπεράσει τα όρια ενός σύντομου τηλεγραφήματος, όσο κι αν ήλπιζα να εξελιχθεί σε ραβασάκι.
Όποτε της την έμπαινα, με απόπαιρνε. Όταν το έπαιζα ψυχρός, μου έκανε χιούμορ. Όταν της έκανα εγώ χιούμορ, τσαντιζόταν.
Πάντως εγώ έφταιγα που η φάση δεν προχώρησε. Δεν της έκανα κανένα σασπένς, δεν έγινα τρυφερός, δεν πλησίασα τη ψυχή της. Μόνο παπαριές της έγραφα και χοντράδες απ αυτές που λέγαμε τ αγόρια μεταξύ μας και τα κορίτσια φρικάρανε.
Τόσα ξέραμε τόσα κάναμε. Κάτι ανάμεσα σε Τζον Γουέιν και Μπακς Μπάνι.

Την είδα για πρώτη και τελευταία φορά στην αποχαιρετιστήρια γιορτή της σχολικής χρονιάς, μαζεμένοι αγόρια και κορίτσια όπως παλιά στο προαύλιο του σχολείου.
Εκείνη είχε φροντίσει να ρωτήσει για μένα και με ήξερε. Εγώ όχι.
Μόλις με είδε, έτρεξε απ την της παρέα και μου άπλωσε το χέρι.
- Ο Lord Stan;
- Ναι...
- Χαίρω πολύ! Lady Ann...
Έφυγε το ίδιο γρήγορα όπως ήρθε και ξαναγύρισε στις φίλες της.
Ακόμα και η συνάντησή μας έμοιαζε με ένα οπτικοποιημένο τηλεγράφημα!

Καλή μου Lady Ann, γλυκιά μου όμορφη, μελαχρινούλα Άννα των σχολικών μου χρόνων, που δεν τόλμησα να τρέξω πίσω σου. Να κάνω την ύστατη προσπάθεια για να σε διεκδικήσω. 
Ίσως τώρα και να είμαστε μαζί. Να τραβούσαμε δεμένοι μέχρι τέλος αυτό το Μαραθώνιο που λέγεται ζωή. Να γλυτώναμε τις τεθλασμένες των χιλιάδων αύριο, που δεν έρχονται ποτέ.
Ίσως φταίγαμε και οι δυο, που μετά από μία χειραψία, χωρίσαμε τα χνάρια μας στο χωροχρόνο...

27.11.18

Πλησιάζει η καταστροφή της Γης



Χθες είδα ένα ένθετο DVD της εφημερίδας, όπου ένας λαμπρός Ρώσος  επιστήμονας -δεν συγκράτησα τ’ όνομά του, πάντως σα βρισιά ακουγόταν- ούτε λίγο ούτε πολύ, χαρακτήρισε τη Γη μας εντελώς κωλόφαρδη (με επιστημονικούς όρους φυσικά) αφού εξακολουθούσε ακόμα να ζει, κόντρα στις αντιξοότητες του εχθρικού μας σύμπαντος.
Είχε μάλιστα και ένα κουλοχέρη για παράδειγμα και κάθε φορά που του κατέβαζε το μοχλό, η Γη κέρδιζε. «Δεν μπορεί να κρατήσει όμως για πάντα αυτή η τύχη» προειδοποίησε τους απανταχού τζογαδόρους της ζωής: Δεκάδες μετεωρίτες μεγέθους από μπιζελιού μέχρι αεροπλανοφόρου μας επισκέπτονται σε καθημερινή βάση, μόνο που κατά διαβολική μας τύχη πέφτουν στη θάλασσα ή τις ερήμους. Έτσι και πέσουν μέσα σε καμιά πόλη, χέσε μέσα Πολυχρόνη! Και αυτοί οι μετεωρίτες είναι οι μικροί. Υπάρχουν και κάτι γαϊδούρια σαν βουνά, που σκάνε μύτη από το πουθενά την τελευταία στιγμή και δεν προλαβαίνεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις.
Και οι μετεωρίτες δεν είναι τίποτα, συνέχισε ο λαμπρός επιστήμων, έτσι για να μου τη σπάσει ακόμα πιο πολύ: Υπάρχουν κάτι γιγάντια νέφη δηλητηριασμένων αερίων, που το ηλιακό μας σύστημα μπροστά τους μοιάζει με ποντικοκούραδο. Μπορεί στα καλά καθούμενα, εκεί που περιστρεφόμαστε με το Γαλαξία μας μες την τρελή χαρά, να μπουκάρουμε σε κανένα τέτοιο βρωμοσύννεφο και τότε όχι το σταυρό μας, ούτε το κέρατό μας δεν θα προλάβουμε να κάνουμε.
Θα μπορούσα όμως να πω, πως είμαστε τυχεροί αν τη σκαπουλάρουμε έτσι ανώδυνα συνέχισε. Γιατί οι μετεωρίτες και τα δηλητηριώδη νέφη μοιάζουν με βαβά στο γόνατο μπροστά στις μαύρες τρύπες! Εκεί δεν έχει επιστροφή. Μπήκες στη μαύρη τρύπα; Τη πούτσισες! Και άντε να τη δεις τη μαύρη τρύπα, μπας και προλάβεις να κάνεις τα κουμάντα σου που λέει ο λόγος. Αδύνατον. Μαύρη αυτή, μαύρος και ο ουρανός, σα να ψάχνεις μαύρη γάτα, νύχτα σε καρβουνιάρικο!
Δε συνέχισα, έβγαλα το DVD και γύρισα στην τηλεόραση. Είχε Ευαγγελάτο. Παραπλήσια θέματα, αλλά με λιγότερη καταστροφή. Το μυαλό μου όμως είχε κολλήσει στον επιστήμονα και τον κουλοχέρη του. Ως πότε θα συνεχίζεται η τύχη μας; Σίγουρα είναι καλύτερο να μην το μάθουμε πριν την ώρα του, αλλά αν είναι να την κάνουμε, γιατί να μην απολαύσουμε το χρόνο που μας μένει;
Πολύ θα γούσταρα για παράδειγμα να βγάλω καμιά δεκαριά μπλοκ επιταγών και να μοιράζω υπογραφές! Πάντως ότι και να γίνει, δεν ξαναγοράζω εφημερίδα με DVD.

25.11.18

Στο πάρτι


Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ήμουν teenager, βρέθηκα στο αποκριάτικο πάρτι μιας ξαδέλφης μου. Έπρεπε να πάω, είχα υποχρέωση, όμως το ίδιο βράδυ ήμουν καλεσμένος και σε ένα άλλο πάρτι, όπου με περίμενε ο τότε μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όπως καταλαβαίνετε, αλλού ήταν το σώμα μου και αλλού η καρδιά μου, γι αυτό και με το ζόρι αφιέρωσα μισή ώρα στο συγγενικό σπίτι, πίνοντας το ποτό μου και παρατηρώντας αδιάφορα τα δρώμενα.
Λίγο πριν λήξει το μισάωρο της αγγαρείας, η ξαδέλφη παρουσίασε με υπερηφάνεια τον μπουφέ (πλούσιο και με πολύ φαντασία ομολογουμένως) που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πολιορκήθηκε ασφυκτικά από την πεινασμένη ομήγυρη. Εγώ ούτε που κουνήθηκα απ τη θέση μου, αντίθετα τσαντίστηκα γιατί μέσα στο τουρλουμπούκι, μου ήταν δύσκολο να την πλησιάσω για να την αποχαιρετήσω.

- Θέλεις να σου φέρω κάτι να φας; Η φωνή δίπλα μου με ξάφνιασε. Μια ελαφρά στρουμπουλή, νόστιμη ξανθούλα, πρόθυμη να με εξυπηρετήσει.
- Δεν πειράζει, ευχαριστώ...
- Άσε με να σου φέρω κάτι! Μου έκανε εντύπωση το ύφος της, το στυλ της. Προστατευτικό, αλλά και υποταγμένο. Την κοίταξα στα μάτια. Βλέμμα αγνό, τρυφερό και πουτανιάρικο συνάμα.
- Καλά, φέρε μου κάτι απλό. Μια ποικιλία τυριών, μπατόν σαλέ, φουαγγρά, πατέ, μπρικ και κάτι καπνιστό. Οτιδήποτε.
- Από ποτό;
- Μια μπύρα για μένα και ότι πίνεις!
Έφυγε και γύρισε σφαίρα. Βρήκε ένα κομοδινάκι, έφερε δυο καρέκλες, και αρχίσαμε να μασουλάμε σκυμμένοι στα πιάτα με τα κούτελά μας να ακουμπάνε.
- Πως σε λένε; τη ρώτησα καταπίνοντας μια πουτίγκα από το πιάτο της. Μου είπε το όνομά της, αλλά δυστυχώς δεν το συγκράτησα, της είπα κι εγώ το δικό μου, που το συγκράτησε.
- Διασκεδάζεις Στέλιο, περνάς ωραία μαζί μου, ή σε κάνω και πλήττεις; Με ρώτησε μετά από λίγο, σχεδόν απολογητικά.
- Φυσικά και διασκεδάζω! Έχεις κάνει έρωτα;
- Εε, μα βέβαια! Για σένα φαντάζομαι δεν χρειάζεται να ρωτήσω ε;
- Σωστά το έθεσες! Εγώ συνέχεια. Δε σταματάω!
Άφησα να μεσολαβήσουν μερικές μπουκιές και μπουκάρισα:
- Θέλεις να κάνουμε έρωτα;
- Πότε;
- Το συντομότερο δυνατόν. Τώρα ας πούμε!
- Μα δε γνωριζόμαστε καν!
- Βρε κουτό, αν δεν γνωριζόμαστε, θα είχα το θάρρος να σου ζητήσω κάτι τέτοιο; Άρα γνωριζόμαστε, την καθησύχασα κουνώντας της με σημασία ένα λουκανικάκι.

Με τα πολλά την έπεισα να το κάνουμε. Να κάνουμε δεσμό που λένε. Που όμως; Στο ένα δωμάτιο οι θείοι μου έβλεπαν TV. Η κρεβατοκάμαρά τους γεμάτη παλτά και κόσμο να μπαινοβγαίνει. Στο μπάνιο αδύνατον να λειτουργήσουμε απ το ντουμάνι. Βρεθήκαμε στην ταράτσα, στο πλυσταριό να τουρτουρίζουμε από το κρύο.
Εκεί μου αποκαλύπτει πως δεν έχει ιδέα από σεξ και ότι είναι παρθένα. Πανικός. Εγώ μέχρι τότε μόνο με μια ξεβγαλμένη είχα πάει, και κάτι χαμουρέματα, Είχα ακούσει και πως στο ξεπαρθένιασμα τρέχουν αίματα ασταμάτητα, η κοπέλα βογγάει από τον πόνο και πολλές φορές λιποθυμάει. Δεν είχα διάθεση φυσικά για τέτοια, τα μαζεύουμε και ξανακατεβαίνουμε. Αρχίζω τα βερμούτ, μια άσπρο μια κόκκινο, τα ίδια χρώματα άλλαζα κι εγώ. Η κοπέλα να κλαίει και να ζητάει συγνώμη. Μιλάμε για Ελληνική ταινία. Βούρτση και Ξανθόπουλος ένα πράμα.

Ξαφνικά θυμάμαι πως το κορίτσι μου περιμένει στο άλλο πάρτι, στην άλλη άκρη της Αθήνας και ήδη κοντεύουν μεσάνυχτα. Αρχίζω τις δικαιολογίες, τις υποσχέσεις, της αφήνω και το φουλάρι μου για ενθύμιο και την κάνω. Άντε να βρεις ταξί κλπ, κάποια στιγμή φτάνω στο πάρτι λίγο πριν τελειώσει, περασμένες δώδεκα.
Τις τρεις ώρες που την έχω στημένη, έχει ρουφήξει τον άμπακο και τάχει πάρει στο κρανίο. Μόλις με βλέπει να μπαίνω φουριόζος, αρπάζει τον πρώτο μαλάκα που βλέπει μπροστά της και αρχίζει να χορεύει μαζί του για να με πικάρει. Και μιλάμε για το απόλυτο σκοτάδι, κάτι μπλουζ που σου σηκωνόταν μόνο που τ άκουγες, και η δικιά μου χωμένη στο μαλάκα να λικνίζεται ασύστολα.

Δεν ξέρω πόσα κονιάκ κατέβασα σε χρόνο μηδέν. Είχα γίνει λιώμα. Βάλε και το σκοτάδι, τη δυνατή μουσική, σφίγγω τις γροθιές μου και κάνω επίθεση. Δυστυχώς στο χάλι που ήμουν, αντί να χτυπήσω τον έτσι, κατεβάζω μια μπουνιά σε έναν άσχετο που χόρευε δίπλα. Ο τύπος όμως φαίνεται δεν είχε καθαρή τη φωλιά του. «Ωχ μας την πέσανε τ αδέλφια» θα σκέφτηκε, παρατάει το κορίτσι που χόρευε και εξαφανίζεται.
Πέφτει στην αγκαλιά μου η εγκαταλειμμένη και αρχίζει το κλάμα. Βλέπει τη φάση η δικιά μου, σου λέει αυτός με άλλη τα έχει και όχι μ εμένα, εκεί ζήλεψε και έκανε γαμώ τις σκηνές. Άλλα κλάματα και υστερίες.
Έρχεται και ο τύπος που έκανε το πάρτι «ρε μαλάκα» μου λέει «απ το απόγευμα γλεντάμε μια χαρά και πέντε λεπτά που μπήκες, κοντεύεις να μου γκρεμίσεις το σπίτι. Άντε γαμήσου από δω χάμω!».
Αυτά..

17.11.18

Φρουρός της κάλπης


Όταν υπηρετούσα, μιλάμε για πολύ παλιά, λίγο μετά την κατάργηση των τόξων, η μαμά πατρίδα μου ανάθεσε μια πολύ δύσκολη και υπεύθυνη αποστολή: Να φρουρήσω ένα εκλογικό κέντρο, κατά τη διαδικασία κάποιων βουλευτικών εκλογών.
Αρχικά επικρότησα την επιλογή της. Η παρουσία μου και μόνο, με τη χακί στολή, το κράνος και το M1 παρά πόδας, θα αποτελούσε μια εγγύηση ασφάλειας για την ομαλή διεξαγωγή τους.
Βλέποντας όμως δίπλα μου τον Μανώλη, τον συνάδελφο που θα σκατζάραμε τις βάρδιες, απογοητεύτηκα. Πρώτο παιδί ο Μανωλάκης, δε λέω, αλλά για εδώ, λιγάκι μπακανιάρης. Μέχρι τη μέση μου έφτανε, άσε που είχε και baby face. Πιο πολύ για μπέμπης που ντύθηκε φαντάρος στις απόκριες έφερνε.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η επιλογή τους. Μέχρι πως μας διάλεξαν στην τύχη, υποψιάστηκα!

Τέλος πάντων, η όλη διαδικασία είχε ως εξής: Το μεσημέρι του Σαββάτου ένα REO μας μοίρασε ανά ζεύγη στα εκλογικά κέντρα που μας είχαν αναθέσει. Το δικό μας ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό στην Κυψέλη που λειτουργούσε σα Δημοτικό σχολείο. Έπρεπε κατ αρχάς να το ελέγξουμε εξονυχιστικά για την παρουσία τρίτων προσώπων και αφού τα βρίσκαμε όλα εντάξει, θα κλειδώναμε το κτίριο από μέσα.   
Την Κυριακή τα χαράματα θα ανοίγαμε στους αστυνομικούς, οι οποίοι αναλάμβαναν τον έλεγχο των δικαστικών αντιπροσώπων, της εφορευτικής επιτροπής και των εκπροσώπων των κομμάτων.
Από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, θα φρουρούσαμε εναλλάξ σε δίωρες βάρδιες την είσοδο, μπροστά στους ψηφοφόρους. Μετά θα ξανακλειδώναμε το κτίριο και όσο οι υπεύθυνοι έκαναν την καταμέτρηση, εμείς θα αποσυρόμαστε διακριτικά στα ενδότερα.
Μετά την καταμέτρηση, περασμένα μεσάνυχτα συνήθως, τα ψηφοδέλτια και οι φάκελοι κλειδώνονταν ξανά μέσα στην κάλπη, που θα την παραλάμβαναν Δευτέρα πρωί από το υπουργείο για τα πρακτικά και τις ενστάσεις.
Η φύλαξή της ήταν η τελευταία μας ευθύνη. Το μεσημέρι θα επιστρέφαμε με το REO στο στρατόπεδο.

Να πω πως όλα πήγαν ρολόι, λίγο δύσκολο. Εκτός αν εννοούμε εκείνα τα ρολόγια του Νταλί που ρέουν σαν μέλι και απλώνονται, αλλά λειτουργούν. Έτσι κάτι γίνεται. Δεν θυμάμαι πάντως πολλές λεπτομέρειες. Ο χρόνος που πέρασε και η κατάσταση που βρισκόμουν έσβησαν πολλές πληροφορίες από τη μνήμη μου. Συγκράτησε πάντως τα high lite και πάλι καλά δηλαδή.

Το Σάββατο μόλις φτάσαμε, ελέγξαμε εξονυχιστικά όλες τις αίθουσες του σχολείου, μέχρι να αποφασίσουμε σε ποιά θα κοιμηθούμε. Προτιμήσαμε το γραφείο του διευθυντή στον πάνω όροφο, γιατί είχε δυο βολικούς καναπέδες και κυρίως τηλέφωνο που ξέχασε να κλειδώσει.
Μέχρι να σκοτεινιάσει παίξαμε ποδόσφαιρο στο προαύλιο με μαθητές που είχαν έρθει για τον τζερτζελέ. Η ομάδα μου κέρδισε, και ο Μανώλης πλήρωσε τα σουβλάκια που φάγαμε στο υπνοδωμάτιό μας. Εγώ έβαλα τις μπύρες. Όταν έφευγαν τα πιτσιρίκια, δώσαμε σαφή εντολή ο τελευταίος να κλείσει πίσω του την πόρτα. Δεν εισακουστήκαμε.
Όλο το βράδυ κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Ο Μανώλης αντίθετα, αραχτός με τα πόδια πάνω στο γραφείο σα νεόπλουτος, ξεπάτωσε το τηλέφωνο στα υπεραστικά. Μόλις τον έπιανε νύστα και άρχιζε να κουτουλάει, πεταγόταν με τις σαγιονάρες στο απέναντι κωλάδικο και επέστρεφε με μια κούπα καφέ για να συνεχίσει. Ο συνομιλητής του, στην αναμονή εννοείται.
Με ξύπνησε στις δέκα το πρωί.
- Ρε σειρούλα, κατέβα να ρίξεις κι εσύ κανά νουμεράκι. Έχω πήξει από τις πέντε το πρωί.
Κατέβηκα τις σκάλες μισοκοιμισμένος και τα χασα! Ουρές ο κόσμος να περιμένει έξω, πλήρης οργάνωση μέσα, με τους ψηφοφόρους να μπαινοβγαίνουν πειθαρχικά στις εκλογικές αίθουσες, υπό την καθοδήγηση των αστυνομικών.
Ο καημένος ο Μανωλάκης! Πότε ξύπνησε, πότε τους άνοιξε, χαμπάρι δεν πήρα!
Έτσι χωρίς προβλήματα φτάσαμε μέχρι τις 7 το απόγευμα που έκλεισαν οι κάλπες. Μας έφεραν και πατάτες μπλουμ το μεσημέρι μ ένα τζιπάκι, αλλά τις στείλαμε πίσω γιατί μας κέρασαν μια πίτσα το κάθε κόμμα.

Από τις 9 ήδη, αρχίσαμε να βαριόμαστε κλεισμένοι στο γραφείο του διευθυντή. Είχαμε σαφείς εντολές να μη κατεβούμε κάτω όσο γινόταν η καταμέτρηση, γιατί θα μας έστελναν στην αναφορά. Όταν ρωτήσαμε κι ένα δικαστικό που πήγαινε να κατουρήσει αν τέλειωναν, και μας απάντησε πως δεν άρχισαν ακόμα, κοντέψαμε να τρελαθούμε. 
Είμαστε νέοι όμως, όλη αυτή η φάση έμοιαζε σαν ένα ευχάριστο διάλλειμα απ τη ρουτίνα του στρατού και θέλαμε να το διασκεδάσουμε. Είχα βαρεθεί να βλέπω το Μανώλη να μιλάει στο τηλέφωνο ακατάπαυστα, αλλά και αυτός κάπου φοβήθηκε βλέποντας στα χέρια του τα πρώτα συμπτώματα αγκύλωσης.
Τότε θυμήθηκα την Άννα, μια οικογενειακή μας φίλη που έμενε κάπου εκεί κοντά.
- Ρε Μανώλη, ξεκόλλα λίγο να κάνω κι εγώ ένα τηλέφωνο!
- Μισό λεπτό σειρούλα, μου έκανε νόημα. Έλα θείε, θα σε κλείσω γιατί με περιμένει ο Στρατηγός. Τι; Ε, καλά, τι τα χουμε τα γαλόνια!
Του έριξα πέντε φάσκελα πριν πάρω απ τα χέρια του το ακουστικό που έβραζε.

Η Αννούλα ενθουσιάστηκε που με άκουσε μετά από καιρό και ήθελε να έρθει να με δει.
- Φέρε και μια φίλη σου να κάνει παρέα στο φίλο μου, της πρότεινα. Κοντή.
Σε μισή ώρα είχαν έρθει από την πίσω πόρτα, σύμφωνα με τις οδηγίες μου. Αλλά όχι με άδεια τα χέρια! Ενάμισι μπουκάλι ουίσκι που βρήκαν στα σπίτια τους και όλα τα συνοδευτικά, συν φαγητό και γλυκά για επιδόρπιο.
Ο Μανώλης εντωμεταξύ είχε ανακαλύψει σ ένα ντουλάπι ένα ραδιόφωνο με λάμπες και ετοίμαζε τις ηχητικές εγκαταστάσεις.
Κάναμε ένα πάρτι τρικούβερτο, απ αυτά της εποχής, που ξεσήκωναν τις πολυκατοικίες από το νταβαντούρι. Πρέπει να είχαμε γίνει λιώμα, γιατί πως αλλιώς δικαιολογείται η παρέλαση ενώπιον των δικαστικών αντιπροσώπων;
Κατεβήκαμε τις σκάλες τρικλίζοντας σε πλήρη σχηματισμό, μπροστά ο Μανώλης με τα σώβρακα με το όπλο επ ώμου, πίσω τα κορίτσια στη σειρά με κράνη, παλάσκες και άρβυλα σαν παπουτσωμένες γάτες και τελευταίος εγώ, εποπτεύων, με την ξιφολόγχη στα δόντια.
Κάναμε το γύρο της μεγάλης αίθουσας στο ρυθμό του «ένα δύο, εν δυό» και ξανανεβήκαμε με την ίδια επισημότητα.
Οι πάντες μας παρακολουθούσαν εμβρόντητοι, με μάτια γουρλωμένα από έκπληξη και φρίκη. Κανείς δεν τόλμησε να ψελλίσει μια κουβέντα, ούτε καν οι αστυνομικοί, που έμειναν με το στόμα ανοικτό. Τουλάχιστον μπροστά μας. Ελληνικά στρατά είμαστε. Όχι παίξε γέλασε!

Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι, ήταν το άδειο, μισοσκότεινο σχολείο κι εγώ με πλήρη εξάρτηση να ετοιμάζομαι να φρουρήσω την κάλπη μέχρι το πρωί που θα την παραλάβαιναν.
Για το τι μεσολάβησε, πότε έφυγαν τα κορίτσια, πότε η επιτροπή, ποιός κλείδωσε την πόρτα, τι εξηγήσεις δόθηκαν, ας είναι καλά ο Μανωλάκης!
Επειδή ήμουν σίγουρος πως δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω ξάγρυπνος, σκέφτηκα μια φοβερή ιδέα: Κουβάλησα την κάλπη σε μια σχολική αίθουσα και την τοποθέτησα σαν προέκταση της έδρας, βάζοντας βιβλία από κάτω για να τη φέρω στο ίδιο ύψος. Με την έδρα για κρεβάτι και την κάλπη μαξιλάρι, ξάπλωσα ανάσκελα απάνω και ξεράθηκα. Τι διάολο. Αν κάποιος επιχειρούσε να την μετακινήσει, θα το καταλάβαινα στη στιγμή. Κοιμάμαι ελαφρά εγώ.

Ξύπνησα με το φως απ τα πατζούρια, με ένα τρομερό πόνο στον αυχένα. Η κάλπη έλειπε κάτω απ το κεφάλι μου, που κρεμόταν ανάσκελα στον αέρα σε ορθή γωνία. Απ το λαιμό μου κρεμόταν και το κράνος, με το λουρί του να με πνίγει πάνω στο καρύδι.
Αυτοί του υπουργείου αφού με λυπήθηκαν και κακώς δεν με σκότωσαν επί τόπου όταν πήραν την κάλπη, δε με τράβαγαν τουλάχιστον απ τα ποδάρια λίγο πιο πίσω, να μην κρέμεται το κεφάλι μου σαν σύκο;
Τρείς μέρες έκανε να έρθει το σβέρκο μου στα ίσια. Τρεις μέρες προχωρούσα κοιτώντας ουρανό. Τρεις μέρες βασανιστικής αγωνίας με το Μανώλη, πότε θα μας φωνάξουν στο γραφείο του Διοικητή!