Από την πρώτη μέχρι την τρίτη τάξη, το
Γυμνάσιό μας ήταν μεικτό. Από την τετάρτη μέχρι την έκτη, αυτό που λέμε σήμερα
Λύκειο, χωριστήκαμε σε δυο τμήματα Αρρένων και Θηλέων που λειτουργούσαν
εναλλάξ. Τη μια βδομάδα το πρωί τα αγόρια και το απόγευμα τα κορίτσια, την
επόμενη το αντίθετο.
Μέχρι την τρίτη τάξη που είμαστε όλοι
μαζί, η αλήθεια ήταν πως δεν μας ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι συμμαθήτριές μας.
Αυτές στοιχισμένες στη μια πλευρά της αίθουσας, εμείς στην άλλη και στα
διαλλείματα ποτέ δεν κάναμε παρέα. Υπήρχε μια απόσταση. Οι αυλές των σχολείων
αυτά τα χρόνια θύμιαζαν αυλές φυλακών και οι καθηγητές στο κεφαλόσκαλο
παρακολουθούσαν άγρυπνα τις κινήσεις μας σαν δεσμοφύλακες.
Από την τετάρτη τάξη όμως που μείναμε
μόνοι, αρχίσαμε να τις νοσταλγούμε.
«Τι ωραία που καθόντουσαν εκεί, με τις
μπλε ποδίτσες τους, βλέπαμε και κανά μπουτάκι που και που».
«Πετάγαμε και καμιά μαλακία, κι αυτές
χασκογελούσαν σεμνότυφα, με τα δαχτυλάκια τους μπροστά στο στόμα».
«Άσε αυτές τις λοξές ματιές που μας
έριχναν στα κρυφά υποτίθεται και μας έπιανε ψυχικό τραλαλά!»
Τέτοια σκεφτόμαστε και μελαγχολούσαμε.
Είμαστε στην ρομαντική ηλικία που η απουσία μιας γυναίκας ήταν πιο αισθητή από
την παρουσία της.
Ακόμα και τα χοντρά ξύλινα θρανία που
μοιραζόμαστε, μας τις θύμιζαν. «Εδώ που κάθομαι τώρα, το πρωί καθόταν ένα
κωλαράκι» σκεφτόμαστε, που μπορεί να ήταν και κωλάρα εδώ που τα λέμε, αλλά ο
καθένας διαπλάθει τη φαντασία του κατά το δοκούν.
Δεν είχε αρχίσει καλά-καλά η χρονιά,
όταν ένα απόγευμα διακρίνω πάνω στο θρανίο μου μια καλλιγραφική κορνιζούλα με
μολύβι που πλαισίωνε με την ίδια καλλιτεχνική διάθεση το όνομα «Άννα».
Να σας θυμίσω πως τότε δεν υπήρχε facebook και ο καθένας χρησιμοποιούσε την
επιφάνεια του θρανίου του για να ανακοινώνει το προσωπικό του προφίλ: Την ποδοσφαιρική
του ομάδα, το αγαπημένο του συγκρότημα, το αυτοκίνητο που τον αντιπροσώπευε
(από Ferrari
και πάνω εννοείται). Ακόμα και ομάδα αίματος έγραφαν μερικοί προνοητικοί, αν
χρειαστεί να τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο πακέτο με το θρανίο.
Άννα λοιπόν, αλλά όχι η οποιαδήποτε
Άννα που θα μπορούσα να συναντήσω τυχαία στο δρόμο ή σ ένα πάρτι ας πούμε. Ήταν
η συγκεκριμένη Άννα του θρανίου μου που ήταν και θρανίο της, της τάξης μου που
ήταν και τάξη της, που πατούσαμε χωρίς να ξέρει ο ένας τον άλλο στα ίδια χνάρια
του χωροχρόνου!
Έτσι τουλάχιστον το είδα τότε και αφού
αυτή η κοπέλα ανήκε στο πεπρωμένο μου, έπρεπε να γνωριστούμε μια ώρα αρχύτερα.
Φυσικά δεν με έπαιρνε να στηθώ έξω από
το σχολείο όταν είχαν μάθημα και να ρωτάω ποιά είναι η Άννα της τετάρτης. Και
τι να της έλεγα στο κάτω-κάτω αν την πετύχαινα; Αυτά τα πράγματα θέλουν το
χρόνο τους. Θα έπρεπε πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της. Ζούσαμε σε μια
συντηρητική κοινωνία, που οι σχέσεις μεταξύ μαθητών απασχολούσαν τον Ποινικό
Κώδικα αυτή την εποχή!
Η λύση που βρήκα ήταν το θρανίο, ο
πρόγονος του facebook
που λέγαμε, και για να επικοινωνήσω μαζί της, θα έπρεπε πρώτα να κάνω «αίτημα
φιλίας»: Δίπλα στην κορνιζούλα της έγραψα «κοίτα από κάτω» και για να γίνω πιο
σαφής, πρόσθεσα κι ένα παραπεμπτικό τόξο.
Έκοψα ένα χαρτάκι σα σκονάκι κι επειδή
είχα έμπνευση όπως φαίνεται εκείνη τη μέρα, συνέταξα ένα λιτό, αλλά γεμάτο
περιεχόμενο μήνυμα: «Γεια σου Lady
Ann, Lord Stan». Το δίπλωσα στα τέσσερα και το
σφήνωσα ίσα να προεξέχει ανάμεσα σε δυό σανίδια κάτω από την επιφάνεια.
Το Lady Ann μου προέκυψε από ένα στίχο των Rolling Stones. Το Stan από το Stanley που ήταν το καλλιτεχνικό μου. Ο
τίτλος ευγενείας αναγκαστικά. Αφού την έστεψα λαίδη, δεν θα μπορούσα να ήμουν
κανένας παρακατιανός...
Τις πρώτες μέρες τίποτα! Μόνο το δικό μου
χαρτάκι έβρισκα και ξανάβρισκα καρδιοχτυπώντας και δώστου απογοήτευση. Είχα μάθει δια της αφής όλα τα
κρυφά σημεία του θρανίου μου. Τον κάθε ρόζο, την κάθε εγκοπή, την κάθε σκλήθρα.
Η πρώτη ώρα με έβρισκε πάντα να σούρνωμαι σκυμμένος δεξιά αριστερά σα να είχα
κωλοφαγούρα.
Ώσπου μια μέρα -το κατάλαβα αμέσως πως
δεν ήταν το δικό μου-, ξετρύπωσα το χαρτάκι της, που το ξεδίπλωσα κρυφά με
χέρια τρεμάμενα από ανυπομονησία και ταραχή: «Γειά σου Lord Stan, Lady Ann».
Το ξέρω, μπορεί να μη σας λέει τίποτα,
για μένα όμως έμοιαζε η αρχή του παντός!
Έτσι ξεκίνησε η αλληλογραφία μας,
δυστυχώς όμως χωρίς ποτέ να ξεπεράσει τα όρια ενός σύντομου τηλεγραφήματος, όσο
κι αν ήλπιζα να εξελιχθεί σε ραβασάκι.
Όποτε της την έμπαινα, με απόπαιρνε.
Όταν το έπαιζα ψυχρός, μου έκανε χιούμορ. Όταν της έκανα εγώ χιούμορ,
τσαντιζόταν.
Πάντως εγώ έφταιγα που η φάση δεν
προχώρησε. Δεν της έκανα κανένα σασπένς, δεν έγινα τρυφερός, δεν πλησίασα τη
ψυχή της. Μόνο παπαριές της έγραφα και χοντράδες απ αυτές που λέγαμε τ αγόρια
μεταξύ μας και τα κορίτσια φρικάρανε.
Τόσα ξέραμε τόσα κάναμε. Κάτι ανάμεσα
σε Τζον Γουέιν και Μπακς Μπάνι.
Την είδα για πρώτη και τελευταία φορά
στην αποχαιρετιστήρια γιορτή της σχολικής χρονιάς, μαζεμένοι αγόρια και
κορίτσια όπως παλιά στο προαύλιο του σχολείου.
Εκείνη είχε φροντίσει να ρωτήσει για
μένα και με ήξερε. Εγώ όχι.
Μόλις με είδε, έτρεξε απ την της παρέα
και μου άπλωσε το χέρι.
- Ο Lord Stan;
- Ναι...
- Χαίρω πολύ! Lady Ann...
Έφυγε το ίδιο γρήγορα όπως ήρθε και
ξαναγύρισε στις φίλες της.
Ακόμα και η συνάντησή μας έμοιαζε με
ένα οπτικοποιημένο τηλεγράφημα!
Καλή μου Lady Ann, γλυκιά μου όμορφη, μελαχρινούλα Άννα
των σχολικών μου χρόνων, που δεν τόλμησα να τρέξω πίσω σου. Να κάνω την ύστατη
προσπάθεια για να σε διεκδικήσω.
Ίσως τώρα και να είμαστε μαζί. Να
τραβούσαμε δεμένοι μέχρι τέλος αυτό το Μαραθώνιο που λέγεται ζωή. Να γλυτώναμε
τις τεθλασμένες των χιλιάδων αύριο, που δεν έρχονται ποτέ.
Ίσως φταίγαμε και οι δυο, που μετά από
μία χειραψία, χωρίσαμε τα χνάρια μας στο χωροχρόνο...