Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ήμουν teenager,
βρέθηκα στο αποκριάτικο πάρτι μιας ξαδέλφης μου. Έπρεπε να πάω, είχα υποχρέωση,
όμως το ίδιο βράδυ ήμουν καλεσμένος και σε ένα άλλο πάρτι, όπου με περίμενε ο
τότε μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όπως καταλαβαίνετε, αλλού ήταν το σώμα μου
και αλλού η καρδιά μου, γι αυτό και με το ζόρι αφιέρωσα μισή ώρα στο συγγενικό
σπίτι, πίνοντας το ποτό μου και παρατηρώντας αδιάφορα τα δρώμενα.
Λίγο πριν λήξει το μισάωρο της
αγγαρείας, η ξαδέλφη παρουσίασε με υπερηφάνεια τον μπουφέ (πλούσιο και με πολύ
φαντασία ομολογουμένως) που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πολιορκήθηκε ασφυκτικά
από την πεινασμένη ομήγυρη. Εγώ ούτε που κουνήθηκα απ τη θέση μου, αντίθετα
τσαντίστηκα γιατί μέσα στο τουρλουμπούκι, μου ήταν δύσκολο να την πλησιάσω για
να την αποχαιρετήσω.
- Θέλεις να σου φέρω κάτι να φας; Η φωνή
δίπλα μου με ξάφνιασε. Μια ελαφρά στρουμπουλή, νόστιμη ξανθούλα, πρόθυμη να με
εξυπηρετήσει.
- Δεν πειράζει, ευχαριστώ...
- Άσε με να σου φέρω κάτι! Μου έκανε
εντύπωση το ύφος της, το στυλ της. Προστατευτικό, αλλά και υποταγμένο. Την
κοίταξα στα μάτια. Βλέμμα αγνό, τρυφερό και πουτανιάρικο συνάμα.
- Καλά, φέρε μου κάτι απλό. Μια
ποικιλία τυριών, μπατόν σαλέ, φουαγγρά, πατέ, μπρικ και κάτι καπνιστό.
Οτιδήποτε.
- Από ποτό;
- Μια μπύρα για μένα και ότι πίνεις!
Έφυγε και γύρισε σφαίρα. Βρήκε ένα κομοδινάκι,
έφερε δυο καρέκλες, και αρχίσαμε να μασουλάμε σκυμμένοι στα πιάτα με τα κούτελά
μας να ακουμπάνε.
- Πως σε λένε; τη ρώτησα καταπίνοντας
μια πουτίγκα από το πιάτο της. Μου είπε το όνομά της, αλλά δυστυχώς δεν το
συγκράτησα, της είπα κι εγώ το δικό μου, που το συγκράτησε.
- Διασκεδάζεις Στέλιο, περνάς ωραία
μαζί μου, ή σε κάνω και πλήττεις; Με ρώτησε μετά από λίγο, σχεδόν απολογητικά.
- Φυσικά και διασκεδάζω! Έχεις κάνει
έρωτα;
- Εε, μα βέβαια! Για σένα φαντάζομαι
δεν χρειάζεται να ρωτήσω ε;
- Σωστά το έθεσες! Εγώ συνέχεια. Δε
σταματάω!
Άφησα να μεσολαβήσουν μερικές μπουκιές
και μπουκάρισα:
- Θέλεις να κάνουμε έρωτα;
- Πότε;
- Το συντομότερο δυνατόν. Τώρα ας
πούμε!
- Μα δε γνωριζόμαστε καν!
- Βρε κουτό, αν δεν γνωριζόμαστε, θα
είχα το θάρρος να σου ζητήσω κάτι τέτοιο; Άρα γνωριζόμαστε, την καθησύχασα
κουνώντας της με σημασία ένα λουκανικάκι.
Με τα πολλά την έπεισα να το κάνουμε.
Να κάνουμε δεσμό που λένε. Που όμως; Στο ένα δωμάτιο οι θείοι μου έβλεπαν TV. Η
κρεβατοκάμαρά τους γεμάτη παλτά και κόσμο να μπαινοβγαίνει. Στο μπάνιο αδύνατον
να λειτουργήσουμε απ το ντουμάνι. Βρεθήκαμε στην ταράτσα, στο πλυσταριό να
τουρτουρίζουμε από το κρύο.
Εκεί μου αποκαλύπτει πως δεν έχει ιδέα
από σεξ και ότι είναι παρθένα. Πανικός. Εγώ μέχρι τότε μόνο με μια ξεβγαλμένη είχα
πάει, και κάτι χαμουρέματα, Είχα ακούσει και πως στο ξεπαρθένιασμα τρέχουν
αίματα ασταμάτητα, η κοπέλα βογγάει από τον πόνο και πολλές φορές λιποθυμάει.
Δεν είχα διάθεση φυσικά για τέτοια, τα μαζεύουμε και ξανακατεβαίνουμε. Αρχίζω
τα βερμούτ, μια άσπρο μια κόκκινο, τα ίδια χρώματα άλλαζα κι εγώ. Η κοπέλα να
κλαίει και να ζητάει συγνώμη. Μιλάμε για Ελληνική ταινία. Βούρτση και
Ξανθόπουλος ένα πράμα.
Ξαφνικά θυμάμαι πως το κορίτσι μου
περιμένει στο άλλο πάρτι, στην άλλη άκρη της Αθήνας και ήδη κοντεύουν
μεσάνυχτα. Αρχίζω τις δικαιολογίες, τις υποσχέσεις, της αφήνω και το φουλάρι
μου για ενθύμιο και την κάνω. Άντε να βρεις ταξί κλπ, κάποια στιγμή φτάνω στο
πάρτι λίγο πριν τελειώσει, περασμένες δώδεκα.
Τις τρεις ώρες που την έχω στημένη,
έχει ρουφήξει τον άμπακο και τάχει πάρει στο κρανίο. Μόλις με βλέπει να μπαίνω
φουριόζος, αρπάζει τον πρώτο μαλάκα που βλέπει μπροστά της και αρχίζει να
χορεύει μαζί του για να με πικάρει. Και μιλάμε για το απόλυτο σκοτάδι, κάτι
μπλουζ που σου σηκωνόταν μόνο που τ άκουγες, και η δικιά μου χωμένη στο μαλάκα
να λικνίζεται ασύστολα.
Δεν ξέρω πόσα κονιάκ κατέβασα σε χρόνο
μηδέν. Είχα γίνει λιώμα. Βάλε και το σκοτάδι, τη δυνατή μουσική, σφίγγω τις
γροθιές μου και κάνω επίθεση. Δυστυχώς στο χάλι που ήμουν, αντί να χτυπήσω τον
έτσι, κατεβάζω μια μπουνιά σε έναν άσχετο που χόρευε δίπλα. Ο τύπος όμως
φαίνεται δεν είχε καθαρή τη φωλιά του. «Ωχ μας την πέσανε τ αδέλφια» θα
σκέφτηκε, παρατάει το κορίτσι που χόρευε και εξαφανίζεται.
Πέφτει στην αγκαλιά μου η
εγκαταλειμμένη και αρχίζει το κλάμα. Βλέπει τη φάση η δικιά μου, σου λέει αυτός
με άλλη τα έχει και όχι μ εμένα, εκεί ζήλεψε και έκανε γαμώ τις σκηνές. Άλλα
κλάματα και υστερίες.
Έρχεται και ο τύπος που έκανε το πάρτι
«ρε μαλάκα» μου λέει «απ το απόγευμα γλεντάμε μια χαρά και πέντε λεπτά που
μπήκες, κοντεύεις να μου γκρεμίσεις το σπίτι. Άντε γαμήσου από δω χάμω!».
Αυτά..
Καλόπαιδο ήσουν βλέπω!!! Και ''ρουφήχτρα '' γερή. Γκαντέμη θα σε χρίσανε εκείνο το βράδυ! Γκρέμισες το σπίτι του ανθρώπου;;; Πωπ ωπω πω χααχααα Επεισοδιακές αναμνήσεις.
ReplyDeleteΚαλημέρα Στέλιο
Χαχα η γκαντεμια συνεχίζεται Άννα!Που να στα λέω!
DeleteΣ ευχαριστώ για το σχόλιο. Ναι πραγματικά επεισοδιακές αναμήσεις, μιας επεισοδιακής ζωής..
Φιλιά!