17.12.18

Ο Γιώργος ο Τσέμπεν


Ο Γιώργος ο Τσέμπεν, πριν συμπληρώσει ακόμα τα 25 του, είχε προλάβει να κάνει 2-3 χρόνια φυλακή. Τα πρώτα και τα τελευταία. 
Μην τον περάσετε για καμιά εγκληματική φυσιογνωμία, κάτι σουβενιρτζίδικα άνοιγε στο νεοφώτιστο τουριστικό Πόρο του 70, κι αφού κρατούσε τα φραγκοδίφραγκα για τον κόπο του, μοίραζε με αφέλεια τα μπιχλιμπίδια στους πιτσιρικάδες.
Κάτι σαν Ρομπέν των δασών σε νησιώτικη βερσιόν.
Το σώμα του γεμάτο τατουάζ. Όχι απ αυτά τα πολύχρωμα καλλιγραφικά που φορούν σήμερα γκόμενες και φλώροι στα πρωϊνάδικα, εδώ μιλάμε για τατού της φυλακής: Με στάχτες εφημερίδας λιωμένες στο νερό έφτιαχναν το φούμο, και μέσα του βουτούσαν δυό βελόνες δεμένες με σπάγκο τη μία δίπλα στην άλλη σα νύχια, στην άκρη ενός μολυβιού. Μ αυτό το αυτοσχέδιο εργαλείο κεντούσαν το δέρμα τους, μπήγοντας σε κάθε δίδυμη πληγή τον μέλανα πολτό της εφημερίδας. Διαδικασία χρονοβόρα και επώδυνη, που αποδείκνυε το αντριλίκι των φυλακισμένων.
Το αίμα έρεε άφθονο, πολλές φορές ξανάνοιγαν τις πληγές για ένα δεύτερο χέρι, και συνήθως ακολουθούσαν μολύνσεις από τα βρώμικα πανιά που τα τύλιγαν για να τα κρύψουν από τους φύλακες. Η πράξη θεωρείτο αυτοτραυματισμός, και η τιμωρία απομόνωση.
Θυμάμαι τον Τσέμπεν όταν μου έδειχνε καμαρωτός τα τατουάζ του, επεξηγώντας μου παράλληλα τον συμβολισμό τους, σύμφωνα με τους κώδικες της φυλακής.
- Αυτή εδώ η γλώσσα που την κόβει ένα στιλέτο, σημαίνει να μη μαρτυράς ποτέ όσα βλέπεις γύρω σου.
Η γλώσσα ήταν ένα μαύρο αμβλυγώνιο τρίγωνο, που λίγο πριν το μυτερό τέλος της μεσολαβούσε μια λεπίδα, που την έκοβε κάθετα. Υπήρχαν και κάτι ξέφτια στην άκρη της, που πιθανόν ο καλλιτέχνης να τα έβλεπε σαν αίμα που έσταζε.
- Αυτό είναι το δάκρυ της μάνας, για το φυλακισμένο της παιδί!
Μια υπερβολική σταγόνα κρεμόταν από ένα μάτι. Της μάνας του υποτίθεται, που τον στόλιζε κατάρες στα δικαστήρια.
- Το χελιδόνι πάνω απ την καρδιά μου, συμβολίζει την ελευθερία που κανείς δεν μπορεί να της στερήσει. Αυτά τα φύλλα είναι το σήμα της κάνναβης, κλπ κλπ.
Όλα χοντροκομμένα με την ίδια ναΐφ τεχνοτροπία, σα να τα φιλοτέχνησε ένας ασπρόμαυρος Θεόφιλος. Ενθύμια φιλίας και πόνου, θα μπορούσε να γράψει από κάτω.
Ο Τσέμπεν όσο κι αν δεν το ήθελε, έβγαζε από μόνος του μια εικόνα φυλακόβιου, που έδινε εσφαλμένη εντύπωση ειδικά στην μπατσαρία. Δεν ήταν μόνο τα τατού, που στο κάτω-κάτω τα έκρυβε επιμελώς από τα μάτια του κόσμου, όσο η αγριόφατσά του. Σπασμένη μύτη, φουσκωτά χείλη, ενωμένα φρύδια, σκέτη καρικατούρα μαφιόζου εκτελεστή. Όλα αυτά μαζί με την κακή φήμη του που ο καθένας μεγαλοποιούσε ανάλογα τις προσωπικές του φοβίες, τον είχαν ρίξει στο περιθώριο της μικρής, συντηρητικής νησιώτικης κοινωνίας.
Το κόστος ήταν αναμενόμενο για την ευαίσθητη ψυχή του. Φοβίες άρχισαν να τον καταπιέζουν με τον χρόνο, που συντηρούμενες από τους εφιάλτες της νιότης, μετουσιώθηκαν σε ανασφάλεια. Μία ανασφάλεια αυτοκαταστροφική, που τον απομόνωνε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του.
Μόνιμα άφραγκος και συνειδητά άνεργος, ποτέ δεν γύρεψε βοήθεια από κανένα, ποτέ δε ζήτησε το λόγο ούτε τσακώθηκε για τους χλευασμούς και τις ειρωνείες μπροστά στα μούτρα του.
Τους αντιμετώπιζε με το ίδιο πλατύ χαμόγελο σα να συμφωνούσε, αποδεκατίζοντας τον ειρμό της χολής τους. Και η φάση τελείωνε εκεί, γιατί δεν είχε προσωπικούς εχθρούς, απλά ήταν διαφορετικός.
Ευτυχώς είχε και λίγους φίλους, ανάμεσα κι εγώ, που τον αγαπούσαμε και γράφαμε στα παλιά μας τα παπούτσια τους καλοθελητές. Είμαστε οι μοναδικοί κρίκοι που τον συνδέαμε με την κοινωνική, φυσιολογική ζωή. Μας ακολουθούσε σχεδόν παθητικά, χωρίς πρωτοβουλίες και διαφωνίες, προσφέροντας πάντα την ευχάριστη πλευρά του, σαν αντάλλαγμα της ευγνωμοσύνης του που τον καταδεχόμαστε στην παρέα μας.
Τις λίγες φορές που πρότεινε κάτι, συμπλήρωνε πάντα διστακτικά στο τέλος τη φράση «ή όχι;» σα να περίμενε υποσυνείδητα την απόρριψη.
- Θέλετε να πάμε για μπάνιο, ... ή όχι;
- Θέλετε να πάμε στο πανηγύρι της αγίας Ελεούσας, ... ή όχι;
Διασκεδάζοντας με τις ανασφάλειές του, τον δουλεύαμε καλοπροαίρετα.
- Όχι, δε θέλουμε, ... ή ναι;

Είχε όμως και ένα ταλέντο, που οι πάντες εκτιμούσαν αναμφίβολα. Ήταν το καλύτερο δεκάρι στον Τροιζηνιακό, την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα του Γαλατά, ένας αληθινός Δομάζος στη στρατηγική και στην ανάπτυξη του παιχνιδιού. Μόνος του μπορούσε να βάλει κάτω ολόκληρη ομάδα έλεγαν, συν τους αναπληρωματικούς.
Γι αυτό και κάθε Σάββατο απολάμβανε την περιποίηση και τα φαγοπότια των παραγόντων της ομάδας, που δεν τον άφηναν δευτερόλεπτο από κοντά τους. Όχι γιατί τον εκτιμούσαν εννοείται, αλλά επειδή δεν τον εμπιστεύονταν να τον αφήσουν μόνο, μήπως και τον διπλαρώσει κανένας αντίπαλος και τον δωροδοκήσει.
Τα μεσημέρια της Κυριακής γινόταν ο ήρωας του χωριού. Ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης του γηπέδου. Μοίραζε μπαλιές ακριβείας πάνω κάτω, χάριζε έτοιμα γκολ στους κυνηγούς, και οι φίλαθλοι χοροπηδούσαν ζητωκραυγάζοντας τ όνομά του.
Από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, τον είχαν χεσμένο.

Το μόνο που δεν μπορούσε να ξεπεράσει και του γέμιζε μαχαιριές στην ψυχή, ήταν το κυνηγητό της αστυνομίας, που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Κάθε που άνοιγαν ένα μαγαζί, ακόμα και στην πιο ασήμαντη μικροκλοπή, ήταν ο πρώτος που κουβαλούσαν στο τμήμα για εξακρίβωση.
Τον κρατούσαν κάμποσες ώρες σ ένα κελί, τον μαύριζαν στο ξύλο με τη βοϊδόπουτσα και ανανέωναν το ραντεβού τους για την επόμενη φορά. Όχι πως δε γνώριζαν πως είχε ξεμπερδέψει από την παρανομία, αλλά γιατί αρνιόταν μ ένα μουλαρίσιο πείσμα να γίνει ρουφιάνος τους. 
Ποτέ τους δεν συγκινήθηκαν που μετά κλεινόταν για βδομάδες σπίτι του, θρηνώντας την σκοτωμένη του αξιοπρέπεια, ποτέ τους δεν κατάλαβαν, πως τα τιμούσε τα κεντητά παράσημα της φυλακής που κουβαλούσε στο στήθος του.

Ένα καλοκαίρι, μια παρέα Ιταλών φρικιών ξέπεσε στον Πόρο. Άφραγκοι όλοι, ορφανά παιδιά των λουλουδιών, κατασκήνωσαν σε μια ερημική παραλία, και άραξαν να πλατσουρίζουν νηστικοί στα βοτσαλάκια.
Όταν τους ανακάλυψε ο Τσέμπεν και τους πλησίασε, άνοιξε μια καινούργια σελίδα στη ζωή του. Ήταν οι πρώτοι που τον καταλάβαιναν, χωρίς να γνωρίζουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου.
Κι αυτός τους καταλάβαινε. Αμέσως έγιναν φίλοι και μετά χαράς αποδέχτηκε την πρόσκλησή τους να γίνει μέλος της παρέας. Έφερε και την κουβέρτα του κι ανέλαβε να τους ξεναγήσει όχι βέβαια στα αξιοθέατα του νησιού, αλλά στα απόμερα μποστάνια και τα φορτωμένα περιβόλια.
Καρπούζια, πεπόνια, ροδάκινα, αυγά απ τα κοτέτσια και άφθονο λάδι για τη σαλάτα, ευγενική προσφορά από τα εικονοστάσια του δρόμου.
Αν προσθέσουμε και κανά χταπόδι που και που, αχινούς και φρούτα της θάλασσας, μιλάμε για ονειρικές διακοπές, με ξάπλες, βουτιές, ηλιοθεραπεία, βραδιές με κιθάρες, άντε και κανένα τσιγαριλίκι να περιφέρεται κυκλικά από στόμα σε στόμα.
Εκεί πρέπει να γνώρισε και τον έρωτα της ζωής του. Κάποια περιθωριακή Ιταλίδα, σκαστή από την οικογένειά της, περιφερόμενη σαν φτερό στον άνεμο της χίπικης ελευθερίας.
Απόδειξη οι καινούργιες λέξεις του στυλ  Io sono inamorata una ragatsa που εμπλούτισαν το λεξιλόγιό του, όταν οι φίλοι του βαρέθηκαν και σήκωσαν πανιά, για το επόμενο αραξοβόλι.
Ο μόνος στόχος της ζωής του πλέον, ήταν να μαζέψει λεφτά, να πάει να τους συναντήσει αραχτούς σε κάποια piazza της Ιταλίας, να σμίξει με τη ragatsa του, και να ρίξει μια μούντζα πίσω.
Μέχρι και να δουλέψει σκέφτηκε, να υποστεί αυτή τη θυσία για τον ιερό σκοπό του. Μάταιος κόπος. Ένας που τον λυπήθηκε και τον πήρε στο κτήμα του για να του δώσει ένα μεροκάματο, μόλις που γλύτωσε το εγκεφαλικό: Βλέποντάς τον να παραπαίει από την εξάντληση πριν συμπληρωθεί το πρώτο μισάωρο εργασίας, είχε την έμπνευση να του αναθέσει το baby sitting του παιδιού του.
«Αφού είσαι που είσαι άχρηστος για δουλειά, κάτσε τουλάχιστον εδώ στη σκιά να προσέχεις το μικρό, για να μη μπλέκεται στα ποδάρια μας»! Απλά πράγματα.
Όταν μετά μια ώρα ξαναγύρισε να δει πως τα πάνε, ο Τσέμπεν κοιμόταν του καλού καιρού, και το μωρό έκανε πιρουέτες γύρω απ το ξέφραγο στόμιο του πηγαδιού.

Οι μικροκομπίνες ήταν σε ημερήσια διάταξη. Σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες ηθικής, οι πλούσιοι ήταν υποχρεωμένοι να βοηθούν τους φτωχούς, αφήνοντας κάπως αδιευκρίνιστα τα όρια μεταξύ πλούτου και φτώχειας.
Στα καράβια για παράδειγμα της γραμμής Πόρου – Πειραιά, ποτέ δεν πλήρωνε για να ταξιδέψει. Όταν ανακοίνωναν απ τα μεγάφωνα την έναρξη του ελέγχου των εισιτηρίων, στηνόταν μπροστά στις αντρικές τουαλέτες παρακολουθώντας τους πελάτες. Αν κάποιος καθυστερούσε χαρακτηριστικά να βγει, πράγμα που σημαίνει πως δεν μπήκε για κατούρημα, του χτυπούσε δυνατά την πόρτα.
- Παρακαλώ κύριε, έλεγχος εισιτηρίων!
- Μα δεν μπορείτε να περιμένετε λίγο; Βαρυγκωμούσε ο άλλος από μέσα.
- Δεν έπρεπε να φύγετε από τη θέση σας την ώρα του ελέγχου κύριε! Απαντούσε με υπηρεσιακή αυστηρότητα. Τέλος πάντων, ρίξτε το εισιτήριό σας κάτω από την πόρτα να το τσεκάρω.
Το έπαιρνε κι έφευγε.

Ένα απόγευμα έκανε βόλτα στο λιμάνι μασουλώντας πασατέμπο.
Μια σκηνή τράβηξε την προσοχή του, και κοντοστάθηκε στην προκυμαία να χαζέψει, φτύνοντας φλούδια στη θάλασσα.
Σ ένα δεμένο κότερο, ένας μαύρος υπηρέτης σέρβιρε ποτό στο αφεντικό του, που ξαπλωμένος αγέρωχα σε μια σεζ λογκ της πρύμης, έκανε δαχτυλίδια στον αέρα ξεφυσώντας τον καπνό του πούρου του.
Κάποια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Ο λεφτάς και ο μπατίρης παρά θιν΄ αλός.
- Κέρασε ένα ουίσκι και στα φτωχαδάκια ρε κάπταιν, του φώναξε γελώντας ο Τσέμπεν. Μόνος σου θα το πίνεις; Δε λέει!
Ο καπετάνιος, ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
- Ανέβα να σε κεράσω!
Άνθρωπος της πιάτσας κι αυτός, τέτοιους τύπους του λιμανιού τους έπαιζε στα δάχτυλα. Βασικός κανόνας ασφαλείας όταν αράζεις στο πουθενά, είναι τα πηγαίνεις καλά μαζί τους. Άμα τους σνομπάρεις, είναι ικανοί να σε τρατάρουν αυτοί με κανένα αναμμένο στουπί την ώρα που κοιμάσαι, και να στο κάνουν το σκάφος πυροτέχνημα. Έτσι για το ξενέρωμα.   
Μετά από λίγο, ο Τσέμπεν θρονιάστηκε απέναντί του μ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Με το μόνιμο χαμόγελό του, θαύμαζε τα μαόνια και τους μπρούτζους γύρω του, κουδουνίζοντας τα παγάκια στο κρύσταλλο.
- Ωραία την περνάτε εσείς οι λεφτάδες, σχολίασε εντυπωσιασμένος. Με τις κοτεράρες σας, με τους αραπάδες σας και τα ουίσκια σας!
- Και στο τέλος έρχεστε εσείς, και μας τα τρώτε! Απάντησε δεικτικά ο κάπταιν, το παιδί της πιάτσας.
Κούνησε σκεπτικός το κεφάλι του, συμμεριζόμενος τα βάσανα των πλουσίων.
- Δε βαριέσαι, κι εμάς οι δικηγόροι τα τρωνε....

Πέρασαν κάμποσα χρόνια, κόντευε να φτάσει στα 40 του. Οι παλιοί παροπλίστηκαν ή πέθαναν, οι νέοι έβλεπαν με συμπάθεια τον Τσέμπεν, μπορεί και να τον θαύμαζαν κρυφά για την ανεμελιά και το ελεύθερο πνεύμα του. Ήταν και τα τατουάζ, που άρχισαν να γίνονται της μόδας.
Δυστυχώς, μόδα έγιναν και οι ληστείες. Και σ αυτή την τελευταία, βούιξε όλο το χωριό. Ο μόνος που δεν πήρε χαμπάρι ήταν αυτός, που την επίμαχη νύχτα κοιμόταν στο προσωπικό του γκέτο, χωρίς όνειρα, χωρίς μάρτυρες, χωρίς άλλοθι.  
Η αστυνομία εξαπόλυσε ανθρωποκυνηγητό, όπως θα έλεγαν στα σύγχρονα δελτία ειδήσεων. Καινούργιες περιπέτειες τον περίμεναν, καινούργια δράματα. Πόσο θα άντεχε ακόμα;

Τον πρόλαβαν να παλεύει να κρεμαστεί μ ένα χοντρό καλώδιο έξω από το εκκλησάκι της αγίας Άννας. Τρόπος του λέγειν δηλαδή τον πρόλαβαν, γιατί η έλλειψη οξυγόνου έκανε ζημιά στον ήδη πειραγμένο του εγκέφαλο.
Από τότε δε συνήλθε ποτέ. Πέρασε τα λίγα χρόνια που του απέμεναν σ ένα ίδρυμα κάπου στον Πειραιά, βυθισμένος στην κατάθλιψη, κυκλοφορώντας σαν ζόμπι ανάμεσα στα άλλα ζόμπι.
Όχι όμως σαν κι αυτά που βλέπουμε στις ταινίες τρόμου. Ήταν ειρηνικό και δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν.
Όπως τότε που ήταν ζωντανός. Ή όχι;

8 comments:

  1. Πραγματικά εξαίρετο !
    ένας ανθρώπινος χαρακτήρας βγαλμένος από το περιθώριο της ζωής, από αυτούς που οι "καθώς πρέπει" αποκαλούν αλήτες, γεμάτος αισθήματα, μπέσα, ανθρωπιά.
    Ένας μικροδιάβολος σαν αυτούς του Βίκτωρα Ουγκό στους "Αθλίους" με ένα άθλιο τέλος.
    Ένας "έκπτωτος" άγγελος από αυτούς που κερδίζουν επάξια μια θέση στον πραγματικό Παράδεισο.
    Τον σεβασμό μου στη γραφή σου.
    Καλησπέρα και καλή βδομάδα Στέλιο.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Καλησπέρα Γιάννη
      έχω φτιάξει μια συλλογή τέτοιων χαρακτήρων, με τίτλο "βίοι αγίων" γιατί κάπου εκεί τους κατατάσσω. Σ ευχαριστώ άλλη μια φορά για την εκτίμησή σου στη δουλειά μου.
      Καλή βδομάδα και καλές γιορτές φίλε μου!

      Delete
  2. Πολύ όμορφη γραφή! Απολαυστικό διήγημα. Δεν είναι αληθινός χαρακτήρας έτσι; Ή μήπως ναι;
    Τέτοιοι άνθρωποι που δεν πείραξαν κανένα συναντάμε στην επαρχία και πολλές φορές τραβούν όλα τα προβλήματα επάνω τους. Και φυσικά τις υποψίες αστυνομιας. Αλλά το χειρότερο για μένα είναι η απαξίωση των συντοπιτών τους.
    Το απόλαυσα Στέλιο. Πολύ ωραίο.
    Καλό σου βράδυ

    ReplyDelete
    Replies
    1. Γεια σου Άννα!
      Ναι είναι αυθεντικός χαρακτήρας, και είμαι υπερήφανος που υπήρξε φίλος μου. Οι ιστορίες του άπειρες. Τι να πρωτογράψω! Σ ευχαριστώ για τα όμορφα λόγια σου. Η φιλία σου με τιμά!

      Delete
  3. Μη μου πεις τώρα "ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια" γιατί θα τα πάρω.
    Παρ' όλα αυτά εγώ επιμένω και θα σου πω ότι είναι το ωραιότερο αφήγημα του είδους που έχω διαβάσει κι από πλευράς ροής,,πλοκής,σύνθεσης και χρήσης της γραφής, άριστο με άριστα το δέκα. Όσο για ανθρωπιά, συγκίνηση, διέγερση του αισθήματος δικαίου απέναντι στο άδικο. Αυθόρμητη υπερασπιστική διάθεση και αλληλεγγύη. Αισθήματα που λειαίνουν τον σκληρό φλοιό της καρδιάς μας σαν να πρόκειται για τον φίλο της διπλανής μας πόρτας κι όχι για έναν τρόφιμο των φυλακών, άτομο αμφιλεγόμενο που φυσικό είναι να προκαλεί την καχυποψία του αναγνώστη. Από σασπένς δε ,κόβει την ανάσα. Μονορούφι διαβάζεται.
    Εν κατακλείδι, μια άλλη διάσταση του ανθρώπου γενικότερα που μπορεί να μην είναι αυτός που φαίνεται ή, να είναι κάποιος που πήγε άδικα χαμένος...
    Σε ευχαριστώ και συνέχισε δριμύτερος σε παρακαλώ .Πρέπει τουλάχιστον το δικό Σου συγγραφικό ταλέντο να μην πάει χαμένο.

    Να χαρείς, να καταλάβεις τις γιορτές όπως τις εννοείς Εσύ.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Δηλαδή να μη σ ευχαριστήσω για όλα αυτά. Αν τα γράφαν σε σένα, θα έμενες αδιάφορη θέλεις να μου πεις!
      Ξέρεις, έχω γνωρίσει πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, και μερικοί φυλακόβιοι απ αυτούς, είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες μπροστά σε κάποιους καθώς πρέπει κόπανους.
      Ναι θα συνεχίζω να γράφω, αφού υπάρχουν άνθρωποι σαν και σένα που τους αρέσει να με διαβάζουν. ("ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια" έμμεσα).
      Καλές γιορτές και σε σένα, δίπλα σ αυτούς που σε αγαπούν και τους αγαπάς!! Πολλά φιλιά!

      Delete
  4. Μα δεν πρόκειται για "καλά λόγια" Απλά πρόκειται για ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ στην οποία όλοι έχουμε δικαίωμα όταν την αξίζουμε. Και Συ φίλε μου πραγματικά την αξίζεις.

    Ναι η ευχή "Μαζί με όσους αγαπούν και αγαπάς" είναι η σημαντικότερη που αξίζει να την μοιραζόμαστε όχι μόνοι φίλοι αλλά και άγνωστοι....

    Ευχαριστώ για το συναπάντημα αγαπητέ Στέλιο.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Για το συναπάντημα ε;
      Συμφωνώ σ αυτα που λες, άλλωστε εδω στα μπλογκς που βγάζουμε τα εσώψυχά μας, πόσο ξένοι μπορεί να είμαστε;
      Και πάλι καλές γιορτές!!

      Delete

Η γνώμη σας μετράει...