18.6.21

Οικογένεια Καστελιάνου - Το ξεκαθάρισμα

 


Άλλη μια απόπειρα δολοφονίας –αποτυχημένη εννοείται- εναντίον του αδελφού μου Λέο.

Ξεκαθάρισμα λογαριασμών ήταν η πρώτη εκτίμηση της αστυνομίας, σε μια ανακοίνωση copy-paste με τις προηγούμενες δέκα ή δώδεκα, αν θυμάμαι καλά.

Δυο ένοπλοι εισέβαλαν τα ξημερώματα στο νυχτερινό του κέντρο με προτεταμένα πιστόλια, σε μια -αποτυχημένη όπως αποδείχτηκε- προσπάθεια να τον αιφνιδιάσουν. Όταν σε χρόνο μηδέν αντίκρισαν τους μπράβους να τους σημαδεύουν οπλισμένοι σαν αστακοί, έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να διαφύγουν. Δυστυχώς γι αυτούς, μπουρδουκλώθηκαν στους κουβάδες με τις φασίνες για το σφουγγάρισμα, γλίστρησαν στις σαπουνάδες, και πέφτοντας αλληλοπυροβολήθηκαν κατακούτελα.

-Την άλλη φορά να το σκεφτείτε καλύτερα! Προειδοποίησε αυστηρά ο Λέο, τα δυο πτώματα με τα ανοιγμένα κρανία!

Όπως ήταν φυσικό, αυτό το γκανγκστερικό περιστατικό (πρωτοφανές στα Ελληνικά χρονικά όπως έγραψαν) πρωτοστάτησε στα ΜΜΕ, και ο Λέο από πρόσωπο της νύχτας, έγινε πρόσωπο της ημέρας!

Όποιο κανάλι και να άνοιγες, τον έβλεπες να περιγράφει δήθεν σοκαρισμένος τον «εφιάλτη» που έζησε. Ουδεμία αναφορά για τον εφιάλτη των επίδοξων, ακέφαλων εκτελεστών του.

Δίπλα του η Λία με ύφος εκατό παρθένων, να σταυροκοπιέται ευχαριστώντας την Παναγιά που έσωσε τον άντρα της, αυτό τον άκακο, φιλήσυχο ανθρωπάκο! Η Λία, που ολόκληρη τη ζωή της –εξήντα χρόνια και βάλε- μόνο σε βρισιές χρησιμοποιούσε το όνομα Της.

Η μάνα μου ήταν όλα τα λεφτά, δηλώνοντας ένθεν και ένθεν πως έπεσε από τα σύννεφα, όταν έμαθε το γεγονός. Ρε μάνα, άμα έχεις πέσει από τα σύννεφα δώδεκα φορές έως τώρα, καλύτερα μην ανεβαίνεις εκεί πάνω…

 Δε λέω βέβαια πως δεν θορυβήθηκα με το γεγονός, αδελφός μου ήταν, στο κάτω-κάτω. Το ότι τον σιχαίνομαι δεν σημαίνει πως θέλω το κακό του. Μαζί μεγαλώσαμε και ξέρω καλά τα χούγια του. Μπορεί να είναι το μεγαλύτερο κωλόπαιδο ever, εγκληματίας πάντως δεν είναι.

 

Τι κρυβόταν όμως πίσω από αυτό το ξεκαθάρισμα λογαριασμών αλά Σικάγο; Την αλήθεια ή ένα μέρος της μου εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος λίγες μέρες αργότερα, όταν τα πράγματα άρχισαν να καταλαγιάζουν.

-Μαλάκα –μου είπε- έχω μπλέξει άσχημα! Έδειχνε αναστατωμένος, κάτι που δεν μας είχε συνηθίσει στο παρελθόν.

- Κοίτα –τον πρόλαβα- δεν θέλω να ξέρω τα μπλεξίματά σου. Σαν αδελφός σου, μου αρκεί που την έβγαλες καθαρή. Τα υπόλοιπα είναι δικός σου λογαριασμός!

- Την έβγαλα καθαρή ε; Μπράβο αδελφούλη, μου έφτιαξες λίγο το κέφι με την αισιοδοξία σου!

- Τι θέλεις να πεις; Ρώτησα δύσπιστα, ενώ τα φίδια άρχισαν να με ζώνουν.

- Ότι την επόμενη φορά δεν θα στείλουν δυο κωθώνια να με εκτελέσουν..

- Δηλαδή;

- Θα πατήσουν ένα κουμπί ας πούμε, κι όποιον πάρει ο χάρος!

- Μπορείς να γίνεις λίγο πιο σαφής, λέγοντας «κι όποιον πάρει ο χάρος;»

- Να, τώρα εδώ που μιλάμε για παράδειγμα, θα μπορούσαν με μια μπόμπα να μας τινάξουν στον αέρα!

- Για κάτσε ρε Λέο, αγανάκτησα, εσένα να σε κάνουν κομματάκια για χίλιους δυο λόγους. Εμένα γιατί;

- Ας πούμε, γιατί είσαι αδελφός μου; Αυτά πονάνε.

- Ποιόν πονάνε ρε Λέο; Αφού θα είμαστε μακαρίτες αμφότεροι.

- Αυτούς που θα αφήσουμε πίσω μας, τους σκέφτηκες;

- Κι εσύ ρε μαλάκα γιατί δεν τους σκέφτηκες όταν σκάρωνες τις πουστιές σου;

- Έχω κάνει μερικά άσχημα πράματα, δε λέω, αλλά δεν κατάλαβα για ποιο απ όλα μου την πέσανε.

- Κι εσύ δεν τους άφησες να σου εξηγήσουν, κατευθείαν στο ψαχνό!

- Το θέμα είναι, τώρα τι κάνουμε..

Αυτός είναι ο αδελφούλης μου. Πρώτα κάνει τις μπαγαποντικές του, και όταν αρχίσουν να πέφτουν οι κουμπουριές, αναρωτιέται «τώρα τι κάνουμε!».

- Χρειαζόμαστε βοήθεια, γρύλισε σαν εγκλωβισμένος γορίλας.

- Μου αρέσει που αναφέρεσαι στον πρώτο πληθυντικό...

- Έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης, που να ξέρει τον υπόκοσμο, και να είναι χωμένος μέχρι το λαιμό στα σκατά..

- Α, για τον Τζιμάκο μιλάς;

- Ξέρεις κανέναν άλλο;

- Με τέτοιες περγαμηνές, όχι!

 

Ο Τζιμάκος στην αρχή δεν έπαιρνε κουβέντα.

- Δεν ντρέπεσαι, άρχισε να φωνάζει στον Λέο, πήγες κι έμπλεξες με φονιάδες, θέτοντας σε κίνδυνο την οικογένειά μας; Δε σκέφτηκες τη μητέρα σου, τα αδέρφια σου, τα τρίδυμά μου; Με αυτές τις αρχές μας μεγάλωσαν; Ξεπούλησες κάθε ίχνος ηθικής!

- Ρε Τζιμάκο, επενέβην, σταμάτα το κήρυγμα, γιατί μα το θεό, θα ξεράσω! Επειδή είσαι χειρότερος ήρθαμε.

- Δεν πέφτω με τις μαλαγανιές σου, απευθύνθηκε σε μένα, προφανώς κολακευμένος από αυτά που άκουσε, γιατί κάπου στο βάθος της σκοτεινής του μούρης, ένα χαμόγελο αχνοφάνηκε.

Γάτος ο Λέο έπιασε αμέσως το υπονοούμενο, και έσπευσε να επαυξήσει:

- Όχι γιατί είσαι αδελφός μας, αλλά γιατί παίζεις την πιάτσα στα δάχτυλα, ήρθαμε!

(Πάλι στον πρώτο πληθυντικό το κωλόπαιδο!).

- Τέλος πάντων, πείτε μου τα γεγονότα, και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε..

- Θα στα πει ο αδελφός σου, γιατί αυτός τα γάμησε! Ξέσπασα οργισμένος. Εμένα μη με ανακατεύετε, γιατί ούτε ξέρω, ούτε είδα, ούτε άκουσα τίποτα! Ούρλιαξα κατακόκκινος του θανατά.

Σηκώθηκα και έφυγα, παίρνοντας όρκο να μη τους ξαναδώ μπροστά μου, νεκρούς ή ζωντανούς.

 

Για μια βδομάδα άντεξα, μέσα στην απόλυτη σιωπή εκ μέρους τους. Μια βδομάδα που έκανα κρυφά το σταυρό μου, κάθε φορά που αντίκριζα τη γυναίκα και την κόρη μου να επιστρέφουν αρτιμελείς. Εφτά εφιαλτικά βράδια που πεταγόμουν στον ύπνο μου από την έκρηξη μιας βόμβας που τίναζε το σπίτι στον αέρα. Μετά πηγαινοερχόμουν κάθιδρος στα δωμάτια κάνοντας βάρδια μέχρι να ξημερώσει, με την ψευδαίσθηση πως το φως της ημέρας θα έδιωχνε τους βομβιστές, όπως τους βρικόλακες.

Η δυσκολότερη όμως δοκιμασία, ήταν πως τα κρατούσα όλα μέσα μου, προσποιούμενος πως δεν τρέχει τίποτα. Δεν τολμούσα να τους αποκαλύψω το μυστικό, μη τυχόν και τις τρομοκρατήσω, κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Ήταν τραγικό να τις βλέπω να αισιοδοξούν, να κάνουν σχέδια για το μέλλον, κι εγώ να μην ξέρω αν θα ξημερώσουμε αύριο.

Ναι, άντεξα μόνο μια βδομάδα. Μέχρι να φτάσει ο κόμπος στο χτένι, που λένε. Αυτή η νεκρική σιγή -κυριολεκτικά και μεταφορικά- διέλυσε το νευρικό μου σύστημα. Είχα αρχίσει να νιώθω ενοχές που καθόμουν άπραγος, επαφίοντας τις ζωές τους στις διπλωματικούς χειρισμούς του Τζιμάκου ή ακόμα χειρότερα στις σκανδάλες των μπράβων του Λέο.

Τέτοιες ώρες δεν ήταν για όρκους και πείσματα. Ήμουν στα πρόθυρα να αρπάξω ένα πιστόλι και όποιον πάρει ο χάρος.

Λόγω έλλειψης πιστολιού, άρπαξα το τηλέφωνο και πήρα τον Τζιμάκο.

Άρχισε να μου μιλάει ακατάπαυστα περί ανέμων και υδάτων, χωρίς ν αναφέρει λέξη για το περιστατικό. Μήπως το έκανε επίτηδες; Τι ήθελε να μου κρύψει; Δεν άντεξα:

- Ρε Τζιμάκο, ωραία όλα αυτά, αλλά εγώ σε πήρα για να μάθω τι έγινε με τους μαφιόζους του Λέο!

- Α, που τους θυμήθηκες; Έληξε η υπόθεση την άλλη μέρα. Νόμιζα πως το ήξερες!

- Πως έληξε δηλαδή;

- Μια παρεξήγηση ήταν. Τα δύο κοθώνια μπέρδεψαν το μαγαζί! Έπρεπε να πάνε στη διπλανή πόρτα. Χαχαχα τους μαλάκες!

Δεν μιλούσα, και προφανώς δεν συμμεριζόμουν την αίσθηση του χιούμορ του.

- Εσύ όμως αδελφούλη, γιατί τόση κωλοπιλάλα; Αλλά τι ρωτάω; Πάντα χέστης ήσουνα! Χαχα!

Του έκλεισα το τηλέφωνο στα μούτρα. Βιαζόμουν να επικοινωνήσω με τη γυναίκα και την κόρη μου, να τους πω να ετοιμαστούν. Είχα μεγάλα σχέδια για αυτό το βράδυ!


1 comment:

  1. Ωωωω εγώ γιατί το έχασα αυτό εδώ Στέλιο; Συγγνώμη φίλε αλλά κάτι δεν πήγε καλά στις ειδοποιήσεις.
    Πολύ καλό. Θεωρώ ότι μπορώ μαζί με τον ήρωά μας να ξεφυσήξω από ανακούφιση. Γυναίκα και κόρη καλά! Και όμορφα σχέδια για το βράδυ που έρχεται.
    Καλησπέρα φίλε μου.

    ReplyDelete

Η γνώμη σας μετράει...