27.10.18

Ναυτία




Ασφαλώς κάτι παραπάνω γνώριζε ο συμπαθητικός γεράκος που πουλούσε την πραμάτεια του, όλη κι όλη μέσα σ ένα καλαθάκι, μπροστά στις σκάλες των πλοίων στον Πειραιά.
Κομποσκοίνια, βαζάκια με αγιασμό, βίους αγίων, κορνιζούλες του άγιου Νεκτάριου και το best seller του εμπορεύματος, Δραμαμίνη για τη ναυτία! Γιατί μπορεί η πίστη να βοηθούσε στη φουρτούνα, αλλά και τη Δραμαμίνη χριστιανοί την έφτιαξαν.
Πόσες χιλιάδες απ αυτά τα θαυματουργά χαπάκια θα πούλησε άραγε αυτός ο ανθρωπάκος στη ζωή του! Χάρις στη ναυτία της θάλασσας, μπορεί να έζησε την οικογένειά του, να μεγάλωσε τα παιδιά του, να έχτισε και κανά αυθαίρετο στη Δραπετσώνα.
Τον θυμάμαι απ όταν ήμουν παιδί ακόμα, να περιφέρεται με το καλαθάκι του, εξυπηρετώντας μια στάνταρ πελατεία επιβατών, που δεν έμπαινε στο καράβι αν δεν κατάπινε ένα χάπι, έστω κι αν η θάλασσα ήταν λάδι.
- Δραμαμίνη παιδιά, για το ταξίδι!
Πέντε λέξεις όλες κι όλες, που μπορούσες να τις ερμηνεύσεις ποικιλοτρόπως, ανάλογα τον καιρό και την αντοχή σου στην τρικυμία. Από καθησυχαστικές, «πάρτε παιδιά Δραμαμίνη και μη φοβάστε τίποτα», μέχρι απειλητικές. «Εγώ σας προειδοποιώ να πάρετε Δραμαμίνη. Άμα βγάλετε τα άντερά σας, καλά να πάθετε!».
Ποιός ξέρει τι φουρτούνες πέρασε κι αυτός στα νιάτα του, για να επενδύσει τώρα στα γεράματα σε σταυρουδάκια και χάπια κατά της ναυτίας! Τι θα χαν δει τα μάτια του, στα προπολεμικά πλοία, που ναυπηγήθηκαν για ποταμόπλοια, κι αφού σάπισαν και παροπλίστηκαν στις πατρίδες τους, τ αγόραζαν οι εφοπλιστάδες μας με την οκά, για να ξαναβουλιάξουν στην πατρίδα μας!
Στη δεύτερη γενιά, μετά το 50, οι συνθήκες υποτίθεται άλλαξαν. Πλοία όπως το Καμέλια ή το Μυκήναι ναυπηγήθηκαν στην Ελλάδα, ειδικά σχεδιασμένα για τα δικά μας νερά. Οι περισσότεροι όμως πλοιοκτήτες, στράφηκαν στις μετασκευές παλιών θαλαμηγών και μικρών πολεμικών του Β. ΠΠ σε επιβατηγά.
Βιάστηκαν να προλάβουν τον τουρισμό που βρισκόταν σε έξαρση, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα χειμερινά, ασύμφορα πολλές φορές δρομολόγια.
Διαφήμιζαν τα μικρά ευέλικτα πλοία-πούλμαν τους, με φωτογραφίες να ταξιδεύουν στον ηλιόλουστο Σαρωνικό, γεμάτα επιβάτες που απολάμβαναν ξέγνοιαστοι τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Ίσως και οι ίδιοι να μην έζησαν ούτε μια φορά, όσα τράβηξαν οι ντόπιοι στις χειμωνιάτικες φουρτούνες, στοιβαγμένοι σαν κατάδικοι κωπηλάτες γαλέρας. Η μόνη διαφορά, πως η επιλογή ήταν δική τους, συνήθως αναγκαστική.
Έσφιγγαν λοιπόν τα δόντια τους, αγόραζαν τις Δραμαμίνες κι ανέβαιναν υποβασταζόμενοι τη σκάλα του Γολγοθά, καθώς το πλοίο κουνούσε ήδη και μέσα στο λιμάνι.
Πάνω στους πάγκους των μπαρ, ανάμεσα στις βιτρίνες με τις ζεστές τυρόπιτες, τις λιχουδιές, υπήρχε απαραίτητα και μια ντάνα με σακούλες για τον εμετό, τοποθετημένες η μία μέσα στην άλλη. Μικρά τραπεζοειδή χαρτονένια δοχεία με δυο αυτιά στα πλάγια για να μην βλέπουν οι άλλοι όταν έσκυβες, λες και δεν ήξεραν τι έκανες!
Συνήθως γινόντουσαν ανάρπαστες σε αντίθεση με οτιδήποτε φαγώσιμο, γιατί οι περισσότεροι περνώντας απ το μπαρ, έπαιρναν και μια δύο για καλό και κακό.
Όταν ο καιρός χειροτέρευε και το πλοίο άρχιζε τους κλυδωνισμούς, οι καμαρότοι τις έπαιρναν υπό μάλης και τις μοίραζαν οι ίδιοι σε όσους τα είχαν ανάγκη. Θα τις παραλάβαιναν πάλι γεμάτες, και κρατώντας τις έμπειρα από τα χάρτινα αυτιά, θα τις περνούσαν πάνω από έντρομα κεφάλια, μέχρι να βγουν στο πλαϊνό κατάστρωμα για να τις ξεφορτωθούν στη θάλασσα.
Υπήρχαν και οι πιο θαρραλέοι θαλασσόπληκτοι, που μόλις τους ζύγωνε η ναυτία έτρεχαν στα κάγκελα του πλοίου, με την ελπίδα πως ο παγωμένος αέρας θα τους συνεφέρει.
Έτρεχαν βέβαια, τρόπος του λέγειν, γιατί τίποτα σταθερό δεν υπήρχε ούτε καν για να περπατήσουν. Απλά σκουντουφλούσαν από τοίχο σε τοίχο, κουτουλούσαν επιβάτες, ή έκαναν ένα βήμα μπρος και δεκαπέντε πίσω, μέχρι να γραπωθούν επιτέλους σε μια κουπαστή, με τα κεφάλια έξω.
Πολλές φορές στη χειμωνιάτικη φουρτούνα, έβλεπες περισσότερο κόσμο στις κουπαστές, απ ότι στη θερινή σεζόν, που το πλοίο ήταν τίγκα στους τουρίστες!
Εγώ δεν έφτασα ποτέ σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις. Ήταν το σκαρί μου φαίνεται, που άντεχε στην τρικυμία. Δεν το κρύβω όμως, πολλές φορές τα χρειάστηκα. Ήταν ο συνδυασμός της ζέστης, της αποπνικτικής ατμόσφαιρας και του ασταμάτητου σκαμπανεβάσματος, που προκαλούσαν έντονα συμπτώματα κλειστοφοβίας. Αν δεν υπήρχαν οι ψυχραιμότεροι να καθησυχάζουν τους υπόλοιπους, θα μπορούσε να μεταβληθεί σε πανικό.
Όταν το πλοίο καβαλούσε τα κύματα, τη μια νόμιζες πως ανέβαινες στον αέρα, και την άλλη πως έπεφτες στο κενό, με μια απαίσια αίσθηση ανάμεσα στα πόδια σου. Ακολουθούσε ένα τεράστιο τράνταγμα, και τα πάντα έτριζαν δυσοίωνα, σα να ξεκολλούσαν οι λαμαρίνες.
Όταν ο καιρός ήταν στα πλάγια, έβλεπες έξω μια ουρανό και μια θάλασσα.
Οι πιο αισιόδοξες σκέψεις που μπορούσαν τότε να περάσουν από το μυαλό σου, ήταν ότι θα καταφέρεις να βγεις ζωντανός όταν μπατάρει το πλοίο!
Ότι θα βουλιάξει, το είχες σίγουρο...

Δε θα ξεχάσω τη μεγάλη φουρτούνα που περάσαμε με το Αιγινάκι ταξιδεύοντας από Πόρο προς Πειραιά!
Όταν γέρναμε απ τη μεριά της θάλασσας, τα παράθυρα ήταν κάτω απ το νερό, σα να κοιτούσες ενυδρείο. Όταν η πλώρη χωνόταν στα κύματα, απ τη μπροστινή συρόμενη πόρτα έμπαιναν κουβάδες νερό στο σαλόνι.
Φαίνεται πως η θάλασσα μου είχε ανοίξει την όρεξη, γιατί είχα χλαπακώσει το μισό μπαρ. Μια κυρία που καθόταν απέναντι, στην αρχή γελούσε, μετά έβριζε και με απειλούσε και στο κρεσέντο της τρικυμίας ούρλιαζε να με πετάξουν στη θάλασσα.
Όταν πιάσαμε Πειραιά και άνοιξαν την πόρτα της πλώρης για να πάρουμε αέρα, είδαμε στο κατάστρωμα να σπαρταράει ένα αφρόψαρο. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τι περάσαμε. Οι λιμενεργάτες που μας χειροκροτούσαν σαν ήρωες στην αποβίβαση, το επιβεβαίωσαν.
Συνάντησα ξανά την κυρία στο σταθμό του ηλεκτρικού. Μου ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά της στο πλοίο, προσφέρθηκε μάλιστα να με κεράσει μια τυρόπιτα.
Αρνήθηκα ευγενικά. Η ιδέα πως αυτή τη στιγμή μπορεί να ήμουν εγώ η τυρόπιτα της παρέας του ψαριού στο κατάστρωμα, μου έκοψε την όρεξη.

3.10.18

Είμαι δολοφόνος χοχλιών...

Κάπως έτσι τους φανταζόμουν...

Ναι, λυπάμαι που το λέω, αλλά είμαι.
Δεν έχει σημασία αν η πρόθεσή μου δεν ήταν το έγκλημα αλλά ένα αθώο μαγείρεμα, το αποτέλεσμα όμως ήταν ο φόνος...
Και εξηγούμαι:
Τι δουλειά είχα να μαγειρέψω χοχλιούς μπουμπουριστούς, χωρίς να ξέρω; Και μη μου πείτε ψάξε για συνταγή στο διαδίκτυο και άλλες τέτοιες μπούρδες, γιατί εκεί ήταν που την πάτησα.
Δέκα συνταγές για το ίδιο πράγμα, και οι δέκα διαφορετικές! Άλλη με αλεύρι, άλλη χωρίς. Άλλη με ξύδι, άλλη με κρασί, άλλη ακριβώς 5 λεπτά τηγάνισμα, άλλη μέχρι να πάψουν να τραγουδάνε, και του κώλου τα εννιάμερα...
Και είχα κάτι χοχλιούς τεράστιους, ολοζώντανους, πεντακάθαρους, κατευθείαν απ την πατρίδα!
Ανακατεύω λοιπόν τις συνταγές, και βγάζω κάτι σα μέσον όρο Τι το θελα; δεν έπαιρνα μία στην τύχη;
Βάζω την πρώτη τηγανιά (ήθελα να τα μαγειρέψω και όλα, τρομάρα μου), καλά ξεκίνησα μέχρι που τα έσβησα με το ξύδι. Δεν ξέρω αν έβαλα πολύ, ή παραέκαιγε το λάδι, πάντως επακολούθησε ντουμάνι, μου κόπηκε και η αναπνοή για λίγο, αυτό ήταν, πάει την πούτσισα σκέφτηκα, αλλά ευτυχώς έβαλα στο φουλ τον απορροφητήρα, άνοιξα πόρτες, παράθυρα, και τη γλύτωσα!
Χωρίς να τους δοκιμάσω, σίγουρος για την επιτυχία μου, προχώρησα στη δεύτερη τηγανιά. Εκεί που κόντευε να τελειώσει, λέω, ας φάω ένα απ΄τους έτοιμους, να μου φύγει κάπως η λιγούρα. Αφού κατακάηκα, διαπιστώνω πως ήταν λίγο σκληροί.
Τι κάνουμε τώρα; Πως μαλακώνουν; Το τηγάνι ήδη πέταγε καμένα λάδια, ήμουν κι εγώ λαδωμένος, με έπιασε κι ένας μικροπανικός, λίγο θέλει το μυαλό να πάρει ανάποδες στροφές;
Χρειάζονται κι άλλο ψήσιμο σκέφτηκα. Όσο πιο πολύ, τόσο μαλακώνουν συμπέρανα μαλακωδώς.
Τους αφήνω λοιπόν
 κανά μισάωρο (όχι πιο πάνω, μη μου γίνουν πολύ νερουλοί), και μετά ρίχνω από πάνω τους και τους έτοιμους να μαλακώσουν κι αυτοί, σε μια κουζίνα που έμοιαζε με κόλαση, με τις θερμοκρασίες στα ύψη, τα λάδια να κοχλάζουν, ξεραμένα ξύδια, καμένα αλεύρια, και τους χοχλιούς να πετάγονται παντού στην προσπάθειά μου να ανακατέψω ένα διπλογεμάτο τηγάνι....
Μη τα πολυλογώ, τελικά δεν έμεινε τίποτα. Οι σάρκες τους συρρικνώθηκαν και έγιναν σαν μικροσκοπικές καυτές μούμιες. Κανένα ζωντανό πλάσμα στον πλανήτη δεν θα μπορούσε να τις φάει, ή έστω να τις ξεκολλήσει από τα μισοδιαλυμένα απ΄τη φωτιά και σπασμένα απ το ανακάτεμα κελύφη τους.

Δε λυπάμαι τους χοχλιούς που δεν έφαγα, αλλά τα δυστυχισμένα αυτά ζωάκια, που βασάνισα και σκότωσα άδικα. Που έκαναν όλο αυτό το ταξίδι πεντακάθαρα και ολοζώντανα σαν χαρούμενα μωράκια, για να πέσουν στα χέρια ενός σαδιστή δολοφόνου.