4.3.19

Porsche Cayenne


Επιστροφή στο σπίτι, έπειτα από έξι μέρες διακοπές στη Θεσσαλία. Ουσιαστικά πέντε, αφού η μια ήταν στο τιμόνι: Οκτώ ώρες για να πάμε, έντεκα να γυρίσουμε, λόγω έργων.
Έργα αυτή την εποχή; Μα τα έργα στην Ελλάδα δεν σταματούν ποτέ. Είμαστε το μοναδικό κράτος στον κόσμο, που τα έργα αντί να το πηγαίνουν μπροστά, το πάνε πίσω: Αργούν τόσο πολύ, που όταν τελειώσουν, είναι πιο παλιά από πρώτα και τα ξαναρχίζουν.
Τρεις ώρες εγκλωβισμένοι κάτω απ τον καυτό ήλιο της Μαλακάσας. Πως να περάσουν; Έλεγα ιστορίες, μάλωνα την κόρη μου, βριζόμουν με τη γυναίκα μου, το ρολόι σταματημένο. Χαζεύαμε τους «γείτονες» κοντεύαμε να κάνουμε και κοινωνικές σχέσεις, τόσες ώρες ο ένας δίπλα στον άλλο, τίποτα. Ακούγαμε μουσική. Η γυναίκα μου έντεχνο απ το ραδιόφωνο, η κόρη μου βραζιλιάνικα από το CD player, εγώ blues από το mp3 μου. Πλήρης οικογενειακή επικοινωνία.
Ξαφνικά εμφανίζεται από το πουθενά μια κατάμαυρη Porsche Cayenne, που προσπέρασε τους πάντες σα να ήταν άυλη και χάθηκε στον ορίζοντα. Όλοι εμείς οι χιλιάδες που μείναμε να την κοιτάζουμε, αισθανθήκαμε πως οδηγούσαμε καρούλια από κουβαρίστρες!
Δε το λέω για να υποτιμήσω το δικό μας δεύτερο χέρι Fiat Uno, μια χαρά αμάξι ήταν, μας είχε βγάλει ασπροπρόσωπους στα δύσκολα και μέχρι τότε δήλωνα ερωτευμένος μαζί του. Αλλά δυστυχώς, και οι μεγαλύτεροι έρωτες, κάποια στιγμή λήγουν, μόλις συνειδητοποιήσεις πως ο εχθρός του ωραίου είναι το ωραιότερο.
Έκλεισα τα μάτια μου και βρέθηκα νοερά πίσω απ το διαστημικό βολάν της, ν ανηφορίζω που αλλού; στη boulevard Louis II του Μονακό. Δεξιά μου το λιμάνι με τις θαλαμηγούς, αριστερά το Casino.
Αλλάζω δρόμους στην τύχη, χαζεύοντας τα παλιά περίτεχνα αρχοντικά που σήμερα είναι δημόσια κτήρια, ξενοδοχεία πολυτελείας, και βίλες εκατομμυριούχων. Σταματώ στη boulevard des Moullins για να περάσουν από μπροστά μου τα τρενάκια με τους τουρίστες που φωτογραφίζουν τα πάντα στο διάβα τους, σα να κυνηγούν μπεκάτσες.
Διασχίζω την Boulevard du Jardin Exotique μέσα απ τα πάρκα με τους φοίνικες, τις λιμνούλες και τα αναγεννησιακά ορειχάλκινα αγάλματα και μπαίνω στη μεγάλη place du Palais. Περνώ μπροστά απ τ ανάκτορα τη στιγμή που ο πρίγκιπας Ρενιέ με μια μαύρη κουστουμιά Stuart Hughes σκύβει να μπει στην ασορτί Mercedes του. Ούτε που δίνει σημασία  στη φρουρά του που στέκεται κλαρίνο. Μόνο στη θέα μου ανασηκώνει το κεφάλι.
Αυτό το βλέμμα! Δε θα ξεχάσω τη ζήλεια που καθρέφτισε για ένα κλάσμα στην άκρη του γαλαζοαίματου ματιού του.
Και με μάτιασε ο γρουσούζης! Αυτοκίνητα πίσω μου άρχισαν να κορνάρουν μανιωδώς, αποσπώντας με απ το όνειρο. Προσγειώνοντάς με βίαια στο κάθισμα του Uno, που οι σούστες του έτριξαν ξαφνιασμένες κάτω απ τον πισινό μου.
Η Μαλακάσα είχε ξεμπλοκάρει!


(Πάντα ελπίζω να με διαβάσει κάποιος μεγαλομέτοχος της Porsche, να ενθουσιασθεί για τη διαφήμιση και να μου κάνει δώρο μία. Που ξέρεις;).