26.12.18

Υπάρχει ο Άγιος Βασίλης;



Πλησιάζει, να μη πω έφτασε η ώρα της αμφισβήτησης του Άγιου Βασίλη. Χθες μόλις, μιλώντας με την κόρη μου για τα Χριστούγεννα που έρχονται, μου έδωσε να καταλάβω πως μπαίνουμε σ αυτή τη άχαρη φάση, της ταξινόμησης των ονείρων μας σε αληθινά και μη:
«Μπαμπά, τα Χριστούγεννα θα ζητήσω από τον Άγιο Βασίλη ή μάλλον από εσένα, να μου πάρεις...»
Ήλθε η στιγμή της αλήθειας. Σίγουρα οι περισσότεροι γονείς στον κόσμο θα χαμογελούσαν, ίσως να ήταν και χαρούμενοι βλέποντας το παιδί τους να ωριμάζει ξεπερνώντας τον μύθο, ανοίγοντας επιτέλους την πόρτα στην πραγματικότητα.
Έλα όμως που εγώ πιστεύω ακόμα στον Άγιο Βασίλη και δεν έχω ιδέα τι ακριβώς θα πρέπει να της εξηγήσω μέσα στις λίγες μέρες που απομένουν; Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει Αλήθεια, πόσο μάλλον αν εξυπηρετεί σε κάτι.
Για μένα τα Χριστούγεννα ήταν μια μυστική συμφωνία με τον αγαπημένο μου άγιο: Να αγοράζω εγώ τα δώρα και να της τα δίνω κρυφά για λογαριασμό του, εισπράττοντας σαν αντάλλαγμα την έκπληξη το δέος και τη χαρά της που του ανήκαν. Μια συνωμοσία αγάπης, που την περίμενα ανυπόμονα μια φορά τον χρόνο.
Τώρα τι να της πω; Πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης; Πως ήταν ψέματα αυτά που όλοι μας πιστέψαμε και αγαπήσαμε στην πιο τρυφερή φάση της ζωής μας; Για πιο λόγο άραγε το προνόμιο της αλήθειας να ανήκει αποκλειστικά στους μεγάλους; Γιατί να ξεχνάμε όταν μεγαλώνουμε; Γιατί να αρνούμαστε να πιστέψουμε αυτά που μας λένε πως βλέπουν τα παιδιά; Με ποια ηθική τους επιβάλουμε αυτά που βλέπουμε εμείς και νομίζουμε αληθινά, με βάση την κουρασμένη και υποταγμένη μας λογική;
Καλή μου, φαντάζεσαι έναν κόσμο που τα πολύχρωμα ζώα του δάσους να μην μιλούσαν ανθρώπινα, να μην ζούσαν τις περιπέτειες που βλέπεις στην τηλεόραση ή διαβάζεις στα παιδικά βιβλία; Φαντάζεσαι πως θα ήταν ο κόσμος αν η Μπάρμπι δεν ήταν η ολοζώντανη πιστή φιλενάδα της παιδικής σου ζωής, αλλά μια άψυχη πλαστική κούκλα;
Αν αφαιρούσαμε από τον κόσμο μας το χρώμα, τη φαντασία και το όνειρο, ξέρεις τι θα μας έμενε; Όλα τα υπόλοιπα που βλέπουμε κάθε βράδυ στις ειδήσεις: Οι μπούρδες των πολιτικών, οι πόλεμοι των στρατιωτικών και η μιζέρια όλων εμάς των υπόλοιπων μεγάλων.
Στο κάτω-κάτω, ο Άγιος Βασίλης είναι ο μόνος άγιος που μπορούμε να μιμηθούμε έστω για μια μέρα το χρόνο.

17.12.18

Ο Γιώργος ο Τσέμπεν


Ο Γιώργος ο Τσέμπεν, πριν συμπληρώσει ακόμα τα 25 του, είχε προλάβει να κάνει 2-3 χρόνια φυλακή. Τα πρώτα και τα τελευταία. 
Μην τον περάσετε για καμιά εγκληματική φυσιογνωμία, κάτι σουβενιρτζίδικα άνοιγε στο νεοφώτιστο τουριστικό Πόρο του 70, κι αφού κρατούσε τα φραγκοδίφραγκα για τον κόπο του, μοίραζε με αφέλεια τα μπιχλιμπίδια στους πιτσιρικάδες.
Κάτι σαν Ρομπέν των δασών σε νησιώτικη βερσιόν.
Το σώμα του γεμάτο τατουάζ. Όχι απ αυτά τα πολύχρωμα καλλιγραφικά που φορούν σήμερα γκόμενες και φλώροι στα πρωϊνάδικα, εδώ μιλάμε για τατού της φυλακής: Με στάχτες εφημερίδας λιωμένες στο νερό έφτιαχναν το φούμο, και μέσα του βουτούσαν δυό βελόνες δεμένες με σπάγκο τη μία δίπλα στην άλλη σα νύχια, στην άκρη ενός μολυβιού. Μ αυτό το αυτοσχέδιο εργαλείο κεντούσαν το δέρμα τους, μπήγοντας σε κάθε δίδυμη πληγή τον μέλανα πολτό της εφημερίδας. Διαδικασία χρονοβόρα και επώδυνη, που αποδείκνυε το αντριλίκι των φυλακισμένων.
Το αίμα έρεε άφθονο, πολλές φορές ξανάνοιγαν τις πληγές για ένα δεύτερο χέρι, και συνήθως ακολουθούσαν μολύνσεις από τα βρώμικα πανιά που τα τύλιγαν για να τα κρύψουν από τους φύλακες. Η πράξη θεωρείτο αυτοτραυματισμός, και η τιμωρία απομόνωση.
Θυμάμαι τον Τσέμπεν όταν μου έδειχνε καμαρωτός τα τατουάζ του, επεξηγώντας μου παράλληλα τον συμβολισμό τους, σύμφωνα με τους κώδικες της φυλακής.
- Αυτή εδώ η γλώσσα που την κόβει ένα στιλέτο, σημαίνει να μη μαρτυράς ποτέ όσα βλέπεις γύρω σου.
Η γλώσσα ήταν ένα μαύρο αμβλυγώνιο τρίγωνο, που λίγο πριν το μυτερό τέλος της μεσολαβούσε μια λεπίδα, που την έκοβε κάθετα. Υπήρχαν και κάτι ξέφτια στην άκρη της, που πιθανόν ο καλλιτέχνης να τα έβλεπε σαν αίμα που έσταζε.
- Αυτό είναι το δάκρυ της μάνας, για το φυλακισμένο της παιδί!
Μια υπερβολική σταγόνα κρεμόταν από ένα μάτι. Της μάνας του υποτίθεται, που τον στόλιζε κατάρες στα δικαστήρια.
- Το χελιδόνι πάνω απ την καρδιά μου, συμβολίζει την ελευθερία που κανείς δεν μπορεί να της στερήσει. Αυτά τα φύλλα είναι το σήμα της κάνναβης, κλπ κλπ.
Όλα χοντροκομμένα με την ίδια ναΐφ τεχνοτροπία, σα να τα φιλοτέχνησε ένας ασπρόμαυρος Θεόφιλος. Ενθύμια φιλίας και πόνου, θα μπορούσε να γράψει από κάτω.
Ο Τσέμπεν όσο κι αν δεν το ήθελε, έβγαζε από μόνος του μια εικόνα φυλακόβιου, που έδινε εσφαλμένη εντύπωση ειδικά στην μπατσαρία. Δεν ήταν μόνο τα τατού, που στο κάτω-κάτω τα έκρυβε επιμελώς από τα μάτια του κόσμου, όσο η αγριόφατσά του. Σπασμένη μύτη, φουσκωτά χείλη, ενωμένα φρύδια, σκέτη καρικατούρα μαφιόζου εκτελεστή. Όλα αυτά μαζί με την κακή φήμη του που ο καθένας μεγαλοποιούσε ανάλογα τις προσωπικές του φοβίες, τον είχαν ρίξει στο περιθώριο της μικρής, συντηρητικής νησιώτικης κοινωνίας.
Το κόστος ήταν αναμενόμενο για την ευαίσθητη ψυχή του. Φοβίες άρχισαν να τον καταπιέζουν με τον χρόνο, που συντηρούμενες από τους εφιάλτες της νιότης, μετουσιώθηκαν σε ανασφάλεια. Μία ανασφάλεια αυτοκαταστροφική, που τον απομόνωνε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του.
Μόνιμα άφραγκος και συνειδητά άνεργος, ποτέ δεν γύρεψε βοήθεια από κανένα, ποτέ δε ζήτησε το λόγο ούτε τσακώθηκε για τους χλευασμούς και τις ειρωνείες μπροστά στα μούτρα του.
Τους αντιμετώπιζε με το ίδιο πλατύ χαμόγελο σα να συμφωνούσε, αποδεκατίζοντας τον ειρμό της χολής τους. Και η φάση τελείωνε εκεί, γιατί δεν είχε προσωπικούς εχθρούς, απλά ήταν διαφορετικός.
Ευτυχώς είχε και λίγους φίλους, ανάμεσα κι εγώ, που τον αγαπούσαμε και γράφαμε στα παλιά μας τα παπούτσια τους καλοθελητές. Είμαστε οι μοναδικοί κρίκοι που τον συνδέαμε με την κοινωνική, φυσιολογική ζωή. Μας ακολουθούσε σχεδόν παθητικά, χωρίς πρωτοβουλίες και διαφωνίες, προσφέροντας πάντα την ευχάριστη πλευρά του, σαν αντάλλαγμα της ευγνωμοσύνης του που τον καταδεχόμαστε στην παρέα μας.
Τις λίγες φορές που πρότεινε κάτι, συμπλήρωνε πάντα διστακτικά στο τέλος τη φράση «ή όχι;» σα να περίμενε υποσυνείδητα την απόρριψη.
- Θέλετε να πάμε για μπάνιο, ... ή όχι;
- Θέλετε να πάμε στο πανηγύρι της αγίας Ελεούσας, ... ή όχι;
Διασκεδάζοντας με τις ανασφάλειές του, τον δουλεύαμε καλοπροαίρετα.
- Όχι, δε θέλουμε, ... ή ναι;

Είχε όμως και ένα ταλέντο, που οι πάντες εκτιμούσαν αναμφίβολα. Ήταν το καλύτερο δεκάρι στον Τροιζηνιακό, την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα του Γαλατά, ένας αληθινός Δομάζος στη στρατηγική και στην ανάπτυξη του παιχνιδιού. Μόνος του μπορούσε να βάλει κάτω ολόκληρη ομάδα έλεγαν, συν τους αναπληρωματικούς.
Γι αυτό και κάθε Σάββατο απολάμβανε την περιποίηση και τα φαγοπότια των παραγόντων της ομάδας, που δεν τον άφηναν δευτερόλεπτο από κοντά τους. Όχι γιατί τον εκτιμούσαν εννοείται, αλλά επειδή δεν τον εμπιστεύονταν να τον αφήσουν μόνο, μήπως και τον διπλαρώσει κανένας αντίπαλος και τον δωροδοκήσει.
Τα μεσημέρια της Κυριακής γινόταν ο ήρωας του χωριού. Ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης του γηπέδου. Μοίραζε μπαλιές ακριβείας πάνω κάτω, χάριζε έτοιμα γκολ στους κυνηγούς, και οι φίλαθλοι χοροπηδούσαν ζητωκραυγάζοντας τ όνομά του.
Από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, τον είχαν χεσμένο.

Το μόνο που δεν μπορούσε να ξεπεράσει και του γέμιζε μαχαιριές στην ψυχή, ήταν το κυνηγητό της αστυνομίας, που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Κάθε που άνοιγαν ένα μαγαζί, ακόμα και στην πιο ασήμαντη μικροκλοπή, ήταν ο πρώτος που κουβαλούσαν στο τμήμα για εξακρίβωση.
Τον κρατούσαν κάμποσες ώρες σ ένα κελί, τον μαύριζαν στο ξύλο με τη βοϊδόπουτσα και ανανέωναν το ραντεβού τους για την επόμενη φορά. Όχι πως δε γνώριζαν πως είχε ξεμπερδέψει από την παρανομία, αλλά γιατί αρνιόταν μ ένα μουλαρίσιο πείσμα να γίνει ρουφιάνος τους. 
Ποτέ τους δεν συγκινήθηκαν που μετά κλεινόταν για βδομάδες σπίτι του, θρηνώντας την σκοτωμένη του αξιοπρέπεια, ποτέ τους δεν κατάλαβαν, πως τα τιμούσε τα κεντητά παράσημα της φυλακής που κουβαλούσε στο στήθος του.

Ένα καλοκαίρι, μια παρέα Ιταλών φρικιών ξέπεσε στον Πόρο. Άφραγκοι όλοι, ορφανά παιδιά των λουλουδιών, κατασκήνωσαν σε μια ερημική παραλία, και άραξαν να πλατσουρίζουν νηστικοί στα βοτσαλάκια.
Όταν τους ανακάλυψε ο Τσέμπεν και τους πλησίασε, άνοιξε μια καινούργια σελίδα στη ζωή του. Ήταν οι πρώτοι που τον καταλάβαιναν, χωρίς να γνωρίζουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου.
Κι αυτός τους καταλάβαινε. Αμέσως έγιναν φίλοι και μετά χαράς αποδέχτηκε την πρόσκλησή τους να γίνει μέλος της παρέας. Έφερε και την κουβέρτα του κι ανέλαβε να τους ξεναγήσει όχι βέβαια στα αξιοθέατα του νησιού, αλλά στα απόμερα μποστάνια και τα φορτωμένα περιβόλια.
Καρπούζια, πεπόνια, ροδάκινα, αυγά απ τα κοτέτσια και άφθονο λάδι για τη σαλάτα, ευγενική προσφορά από τα εικονοστάσια του δρόμου.
Αν προσθέσουμε και κανά χταπόδι που και που, αχινούς και φρούτα της θάλασσας, μιλάμε για ονειρικές διακοπές, με ξάπλες, βουτιές, ηλιοθεραπεία, βραδιές με κιθάρες, άντε και κανένα τσιγαριλίκι να περιφέρεται κυκλικά από στόμα σε στόμα.
Εκεί πρέπει να γνώρισε και τον έρωτα της ζωής του. Κάποια περιθωριακή Ιταλίδα, σκαστή από την οικογένειά της, περιφερόμενη σαν φτερό στον άνεμο της χίπικης ελευθερίας.
Απόδειξη οι καινούργιες λέξεις του στυλ  Io sono inamorata una ragatsa που εμπλούτισαν το λεξιλόγιό του, όταν οι φίλοι του βαρέθηκαν και σήκωσαν πανιά, για το επόμενο αραξοβόλι.
Ο μόνος στόχος της ζωής του πλέον, ήταν να μαζέψει λεφτά, να πάει να τους συναντήσει αραχτούς σε κάποια piazza της Ιταλίας, να σμίξει με τη ragatsa του, και να ρίξει μια μούντζα πίσω.
Μέχρι και να δουλέψει σκέφτηκε, να υποστεί αυτή τη θυσία για τον ιερό σκοπό του. Μάταιος κόπος. Ένας που τον λυπήθηκε και τον πήρε στο κτήμα του για να του δώσει ένα μεροκάματο, μόλις που γλύτωσε το εγκεφαλικό: Βλέποντάς τον να παραπαίει από την εξάντληση πριν συμπληρωθεί το πρώτο μισάωρο εργασίας, είχε την έμπνευση να του αναθέσει το baby sitting του παιδιού του.
«Αφού είσαι που είσαι άχρηστος για δουλειά, κάτσε τουλάχιστον εδώ στη σκιά να προσέχεις το μικρό, για να μη μπλέκεται στα ποδάρια μας»! Απλά πράγματα.
Όταν μετά μια ώρα ξαναγύρισε να δει πως τα πάνε, ο Τσέμπεν κοιμόταν του καλού καιρού, και το μωρό έκανε πιρουέτες γύρω απ το ξέφραγο στόμιο του πηγαδιού.

Οι μικροκομπίνες ήταν σε ημερήσια διάταξη. Σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες ηθικής, οι πλούσιοι ήταν υποχρεωμένοι να βοηθούν τους φτωχούς, αφήνοντας κάπως αδιευκρίνιστα τα όρια μεταξύ πλούτου και φτώχειας.
Στα καράβια για παράδειγμα της γραμμής Πόρου – Πειραιά, ποτέ δεν πλήρωνε για να ταξιδέψει. Όταν ανακοίνωναν απ τα μεγάφωνα την έναρξη του ελέγχου των εισιτηρίων, στηνόταν μπροστά στις αντρικές τουαλέτες παρακολουθώντας τους πελάτες. Αν κάποιος καθυστερούσε χαρακτηριστικά να βγει, πράγμα που σημαίνει πως δεν μπήκε για κατούρημα, του χτυπούσε δυνατά την πόρτα.
- Παρακαλώ κύριε, έλεγχος εισιτηρίων!
- Μα δεν μπορείτε να περιμένετε λίγο; Βαρυγκωμούσε ο άλλος από μέσα.
- Δεν έπρεπε να φύγετε από τη θέση σας την ώρα του ελέγχου κύριε! Απαντούσε με υπηρεσιακή αυστηρότητα. Τέλος πάντων, ρίξτε το εισιτήριό σας κάτω από την πόρτα να το τσεκάρω.
Το έπαιρνε κι έφευγε.

Ένα απόγευμα έκανε βόλτα στο λιμάνι μασουλώντας πασατέμπο.
Μια σκηνή τράβηξε την προσοχή του, και κοντοστάθηκε στην προκυμαία να χαζέψει, φτύνοντας φλούδια στη θάλασσα.
Σ ένα δεμένο κότερο, ένας μαύρος υπηρέτης σέρβιρε ποτό στο αφεντικό του, που ξαπλωμένος αγέρωχα σε μια σεζ λογκ της πρύμης, έκανε δαχτυλίδια στον αέρα ξεφυσώντας τον καπνό του πούρου του.
Κάποια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Ο λεφτάς και ο μπατίρης παρά θιν΄ αλός.
- Κέρασε ένα ουίσκι και στα φτωχαδάκια ρε κάπταιν, του φώναξε γελώντας ο Τσέμπεν. Μόνος σου θα το πίνεις; Δε λέει!
Ο καπετάνιος, ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
- Ανέβα να σε κεράσω!
Άνθρωπος της πιάτσας κι αυτός, τέτοιους τύπους του λιμανιού τους έπαιζε στα δάχτυλα. Βασικός κανόνας ασφαλείας όταν αράζεις στο πουθενά, είναι τα πηγαίνεις καλά μαζί τους. Άμα τους σνομπάρεις, είναι ικανοί να σε τρατάρουν αυτοί με κανένα αναμμένο στουπί την ώρα που κοιμάσαι, και να στο κάνουν το σκάφος πυροτέχνημα. Έτσι για το ξενέρωμα.   
Μετά από λίγο, ο Τσέμπεν θρονιάστηκε απέναντί του μ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Με το μόνιμο χαμόγελό του, θαύμαζε τα μαόνια και τους μπρούτζους γύρω του, κουδουνίζοντας τα παγάκια στο κρύσταλλο.
- Ωραία την περνάτε εσείς οι λεφτάδες, σχολίασε εντυπωσιασμένος. Με τις κοτεράρες σας, με τους αραπάδες σας και τα ουίσκια σας!
- Και στο τέλος έρχεστε εσείς, και μας τα τρώτε! Απάντησε δεικτικά ο κάπταιν, το παιδί της πιάτσας.
Κούνησε σκεπτικός το κεφάλι του, συμμεριζόμενος τα βάσανα των πλουσίων.
- Δε βαριέσαι, κι εμάς οι δικηγόροι τα τρωνε....

Πέρασαν κάμποσα χρόνια, κόντευε να φτάσει στα 40 του. Οι παλιοί παροπλίστηκαν ή πέθαναν, οι νέοι έβλεπαν με συμπάθεια τον Τσέμπεν, μπορεί και να τον θαύμαζαν κρυφά για την ανεμελιά και το ελεύθερο πνεύμα του. Ήταν και τα τατουάζ, που άρχισαν να γίνονται της μόδας.
Δυστυχώς, μόδα έγιναν και οι ληστείες. Και σ αυτή την τελευταία, βούιξε όλο το χωριό. Ο μόνος που δεν πήρε χαμπάρι ήταν αυτός, που την επίμαχη νύχτα κοιμόταν στο προσωπικό του γκέτο, χωρίς όνειρα, χωρίς μάρτυρες, χωρίς άλλοθι.  
Η αστυνομία εξαπόλυσε ανθρωποκυνηγητό, όπως θα έλεγαν στα σύγχρονα δελτία ειδήσεων. Καινούργιες περιπέτειες τον περίμεναν, καινούργια δράματα. Πόσο θα άντεχε ακόμα;

Τον πρόλαβαν να παλεύει να κρεμαστεί μ ένα χοντρό καλώδιο έξω από το εκκλησάκι της αγίας Άννας. Τρόπος του λέγειν δηλαδή τον πρόλαβαν, γιατί η έλλειψη οξυγόνου έκανε ζημιά στον ήδη πειραγμένο του εγκέφαλο.
Από τότε δε συνήλθε ποτέ. Πέρασε τα λίγα χρόνια που του απέμεναν σ ένα ίδρυμα κάπου στον Πειραιά, βυθισμένος στην κατάθλιψη, κυκλοφορώντας σαν ζόμπι ανάμεσα στα άλλα ζόμπι.
Όχι όμως σαν κι αυτά που βλέπουμε στις ταινίες τρόμου. Ήταν ειρηνικό και δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν.
Όπως τότε που ήταν ζωντανός. Ή όχι;

8.12.18

Ο Θανάσης είναι άρρωστος




Μπορεί στις επιδόσεις μου στο Γυμνάσιο να ήμουν από μέτριος έως κακός μαθητής, στα Γαλλικά όμως όχι να το παινευτώ, αλλά ήμουν μέτριος προς καλός!
Κι όλα αυτά χωρίς ν ανοίξω βιβλίο.
Το μόνο που συγκράτησα στα τρία αυτά χρόνια, ήταν η φράση Athanase est malade, που χρησιμοποιούσα για να πειράζω τον Θανάση τον συμμαθητή μου, πιο ανεπίδεκτο από μένα στις γλώσσες, που το μετέφραζε σαν «ο Θανάσης είναι μαλάκας».
Δεν με βαθμολογούσε όμως ο Θανάσης, αλλά η γηραιά καθηγήτρια των Γαλλικών, που ευτυχώς έτρεφε για μένα τα αντίθετα συναισθήματα.
Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο ήμουν ο αγαπημένος της μαθητής στην τάξη και ουδέποτε πείστηκε από τις κακεντρέχειες περί της διαγωγής μου που κυκλοφορούσαν στις συνελεύσεις των καθηγητών.
- Εγώ για τον Σταυρακάκη βάζω το χέρι μου στη φωτιά! Απαντούσε τελεσίδικα και έκλεινε τη συζήτηση.
Ποιός ξέρει τι καλό είχε βρει πάνω μου σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συναδέλφους της, που στη θέα μου ξίνιζαν τα μούτρα τους. Να της θύμιζα καμιά αποτυχημένη αποβολή στα νιάτα της; Πιθανό.
Στην εξέταση μας σήκωνε στον πίνακα ανά τριάδες, ακολουθώντας κατά γράμμα την αλφαβητική σειρά του καταλόγου.
Εκεί είχα την τύχη να βρίσκομαι πάντα ανάμεσα στη Σταθοπούλου και τη Σταυριανέα, που και οι δύο τα μιλούσαν τα Γαλλικά από τα γεννοφάσκια της.
Το μεγάλο ταλέντο τους όμως, ήταν να μου κάνουν τις υποβολείς μόλις άρχιζα να κομπιάζω, να ξεροκαταπίνω και να γρυλίζω, όταν ερχόταν η σειρά μου να πω το μάθημα.
Η καθηγήτρια καμάρωνε με την πρόοδό μου.
- Τον βλέπετε; Έλεγε στους υπόλοιπους προς παραδειγματισμό. Όταν ξεκινήσαμε δεν ήξερε ούτε μια λέξη στα Γαλλικά. Με τις προσπάθειές του όμως, σε λίγο θα μιλάει φαρσί τη γλώσσα!:
Εγώ χαμήλωνα σεμνά το κεφάλι και όταν κοίταζε αλλού, στρεφόμουν στο θρανίο του Θανάση και του ανοιγόκλεινα στα μουγκά το στόμα: Ατανας ε μαλάντ!

Λίγο πριν το τέλος της χρονιάς σε μια ομαδική κοπάνα, πέσαμε μούρη με μούρη με το διευθυντή βγαίνοντας απ τα μπιλιάρδα του Τσιρογιάννη στη Μαυρομιχάλη.
Την άλλη μέρα στο γραφείο του συμπλήρωνε τη λίστα με τα ονόματά μας εν μέσω των αναστατωμένων καθηγητών. Την πενταήμερη αποβολή την είχαμε ήδη στο τσεπάκι μας.
- Είσαστε σίγουρος πως ήταν ο Σταυρακάκης ανάμεσά τους; Η καλή μου καθηγήτρια δεν πίστευε στα μάτια της βλέποντας το όνομά μου.
- Όπως σας βλέπω και με βλέπετε. Φουμάριζε κι ένα τσιγάρο σαν αράπης!
- Σίγουρα τον μπερδέψατε με κάποιον άλλο κύριε διευθυντά! Με υπερασπίστηκε για τελευταία φορά. Για τον Σταυρακάκη, βάζω το χέρι μου στη φωτιά!

Την επόμενη μέρα αν και είχαμε Γαλλικά δεν ήρθε στο Σχολείο. Ούτε τη μεθεπόμενη. Εμφανίστηκε την τρίτη μέρα, με το δεξί χέρι μπανταρισμένο από πάνω μέχρι κάτω. Είχε πάρει φωτιά στην κουζίνα της από ανάφλεξη του πετρογκάζ.

ΥΓ: Με το Θανάση κρατάμε ακόμα επαφές. Τα κορίτσια δεν τα ξανάδα από τότε. Εύχομαι να είναι πάντα καλά!

29.11.18

Lord Stan – Lady Ann


Από την πρώτη μέχρι την τρίτη τάξη, το Γυμνάσιό μας ήταν μεικτό. Από την τετάρτη μέχρι την έκτη, αυτό που λέμε σήμερα Λύκειο, χωριστήκαμε σε δυο τμήματα Αρρένων και Θηλέων που λειτουργούσαν εναλλάξ. Τη μια βδομάδα το πρωί τα αγόρια και το απόγευμα τα κορίτσια, την επόμενη το αντίθετο.
Μέχρι την τρίτη τάξη που είμαστε όλοι μαζί, η αλήθεια ήταν πως δεν μας ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι συμμαθήτριές μας. Αυτές στοιχισμένες στη μια πλευρά της αίθουσας, εμείς στην άλλη και στα διαλλείματα ποτέ δεν κάναμε παρέα. Υπήρχε μια απόσταση. Οι αυλές των σχολείων αυτά τα χρόνια θύμιαζαν αυλές φυλακών και οι καθηγητές στο κεφαλόσκαλο παρακολουθούσαν άγρυπνα τις κινήσεις μας σαν δεσμοφύλακες.
Από την τετάρτη τάξη όμως που μείναμε μόνοι, αρχίσαμε να τις νοσταλγούμε.
«Τι ωραία που καθόντουσαν εκεί, με τις μπλε ποδίτσες τους, βλέπαμε και κανά μπουτάκι που και που».
«Πετάγαμε και καμιά μαλακία, κι αυτές χασκογελούσαν σεμνότυφα, με τα δαχτυλάκια τους μπροστά στο στόμα».
«Άσε αυτές τις λοξές ματιές που μας έριχναν στα κρυφά υποτίθεται και μας έπιανε ψυχικό τραλαλά!»
Τέτοια σκεφτόμαστε και μελαγχολούσαμε. Είμαστε στην ρομαντική ηλικία που η απουσία μιας γυναίκας ήταν πιο αισθητή από την παρουσία της.
Ακόμα και τα χοντρά ξύλινα θρανία που μοιραζόμαστε, μας τις θύμιζαν. «Εδώ που κάθομαι τώρα, το πρωί καθόταν ένα κωλαράκι» σκεφτόμαστε, που μπορεί να ήταν και κωλάρα εδώ που τα λέμε, αλλά ο καθένας διαπλάθει τη φαντασία του κατά το δοκούν.
Δεν είχε αρχίσει καλά-καλά η χρονιά, όταν ένα απόγευμα διακρίνω πάνω στο θρανίο μου μια καλλιγραφική κορνιζούλα με μολύβι που πλαισίωνε με την ίδια καλλιτεχνική διάθεση το όνομα «Άννα».
Να σας θυμίσω πως τότε δεν υπήρχε facebook και ο καθένας χρησιμοποιούσε την επιφάνεια του θρανίου του για να ανακοινώνει το προσωπικό του προφίλ: Την ποδοσφαιρική του ομάδα, το αγαπημένο του συγκρότημα, το αυτοκίνητο που τον αντιπροσώπευε (από Ferrari και πάνω εννοείται). Ακόμα και ομάδα αίματος έγραφαν μερικοί προνοητικοί, αν χρειαστεί να τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο πακέτο με το θρανίο.
Άννα λοιπόν, αλλά όχι η οποιαδήποτε Άννα που θα μπορούσα να συναντήσω τυχαία στο δρόμο ή σ ένα πάρτι ας πούμε. Ήταν η συγκεκριμένη Άννα του θρανίου μου που ήταν και θρανίο της, της τάξης μου που ήταν και τάξη της, που πατούσαμε χωρίς να ξέρει ο ένας τον άλλο στα ίδια χνάρια του χωροχρόνου!
Έτσι τουλάχιστον το είδα τότε και αφού αυτή η κοπέλα ανήκε στο πεπρωμένο μου, έπρεπε να γνωριστούμε μια ώρα αρχύτερα.
Φυσικά δεν με έπαιρνε να στηθώ έξω από το σχολείο όταν είχαν μάθημα και να ρωτάω ποιά είναι η Άννα της τετάρτης. Και τι να της έλεγα στο κάτω-κάτω αν την πετύχαινα; Αυτά τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους. Θα έπρεπε πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της. Ζούσαμε σε μια συντηρητική κοινωνία, που οι σχέσεις μεταξύ μαθητών απασχολούσαν τον Ποινικό Κώδικα αυτή την εποχή!
Η λύση που βρήκα ήταν το θρανίο, ο πρόγονος του facebook που λέγαμε, και για να επικοινωνήσω μαζί της, θα έπρεπε πρώτα να κάνω «αίτημα φιλίας»: Δίπλα στην κορνιζούλα της έγραψα «κοίτα από κάτω» και για να γίνω πιο σαφής, πρόσθεσα κι ένα παραπεμπτικό τόξο.
Έκοψα ένα χαρτάκι σα σκονάκι κι επειδή είχα έμπνευση όπως φαίνεται εκείνη τη μέρα, συνέταξα ένα λιτό, αλλά γεμάτο περιεχόμενο μήνυμα: «Γεια σου Lady Ann, Lord Stan». Το δίπλωσα στα τέσσερα και το σφήνωσα ίσα να προεξέχει ανάμεσα σε δυό σανίδια κάτω από την επιφάνεια.
Το Lady Ann μου προέκυψε από ένα στίχο των Rolling Stones. Το Stan από το Stanley που ήταν το καλλιτεχνικό μου. Ο τίτλος ευγενείας αναγκαστικά. Αφού την έστεψα λαίδη, δεν θα μπορούσα να ήμουν κανένας παρακατιανός...
 Τις πρώτες μέρες τίποτα! Μόνο το δικό μου χαρτάκι έβρισκα και ξανάβρισκα καρδιοχτυπώντας και δώστου  απογοήτευση. Είχα μάθει δια της αφής όλα τα κρυφά σημεία του θρανίου μου. Τον κάθε ρόζο, την κάθε εγκοπή, την κάθε σκλήθρα. Η πρώτη ώρα με έβρισκε πάντα να σούρνωμαι σκυμμένος δεξιά αριστερά σα να είχα κωλοφαγούρα.
Ώσπου μια μέρα -το κατάλαβα αμέσως πως δεν ήταν το δικό μου-, ξετρύπωσα το χαρτάκι της, που το ξεδίπλωσα κρυφά με χέρια τρεμάμενα από ανυπομονησία και ταραχή: «Γειά σου Lord Stan, Lady Ann».
Το ξέρω, μπορεί να μη σας λέει τίποτα, για μένα όμως έμοιαζε η αρχή του παντός!
Έτσι ξεκίνησε η αλληλογραφία μας, δυστυχώς όμως χωρίς ποτέ να ξεπεράσει τα όρια ενός σύντομου τηλεγραφήματος, όσο κι αν ήλπιζα να εξελιχθεί σε ραβασάκι.
Όποτε της την έμπαινα, με απόπαιρνε. Όταν το έπαιζα ψυχρός, μου έκανε χιούμορ. Όταν της έκανα εγώ χιούμορ, τσαντιζόταν.
Πάντως εγώ έφταιγα που η φάση δεν προχώρησε. Δεν της έκανα κανένα σασπένς, δεν έγινα τρυφερός, δεν πλησίασα τη ψυχή της. Μόνο παπαριές της έγραφα και χοντράδες απ αυτές που λέγαμε τ αγόρια μεταξύ μας και τα κορίτσια φρικάρανε.
Τόσα ξέραμε τόσα κάναμε. Κάτι ανάμεσα σε Τζον Γουέιν και Μπακς Μπάνι.

Την είδα για πρώτη και τελευταία φορά στην αποχαιρετιστήρια γιορτή της σχολικής χρονιάς, μαζεμένοι αγόρια και κορίτσια όπως παλιά στο προαύλιο του σχολείου.
Εκείνη είχε φροντίσει να ρωτήσει για μένα και με ήξερε. Εγώ όχι.
Μόλις με είδε, έτρεξε απ την της παρέα και μου άπλωσε το χέρι.
- Ο Lord Stan;
- Ναι...
- Χαίρω πολύ! Lady Ann...
Έφυγε το ίδιο γρήγορα όπως ήρθε και ξαναγύρισε στις φίλες της.
Ακόμα και η συνάντησή μας έμοιαζε με ένα οπτικοποιημένο τηλεγράφημα!

Καλή μου Lady Ann, γλυκιά μου όμορφη, μελαχρινούλα Άννα των σχολικών μου χρόνων, που δεν τόλμησα να τρέξω πίσω σου. Να κάνω την ύστατη προσπάθεια για να σε διεκδικήσω. 
Ίσως τώρα και να είμαστε μαζί. Να τραβούσαμε δεμένοι μέχρι τέλος αυτό το Μαραθώνιο που λέγεται ζωή. Να γλυτώναμε τις τεθλασμένες των χιλιάδων αύριο, που δεν έρχονται ποτέ.
Ίσως φταίγαμε και οι δυο, που μετά από μία χειραψία, χωρίσαμε τα χνάρια μας στο χωροχρόνο...