20.11.21

Οικογένεια Καστιλιάνο - "NADIM" μέρος τρίτο (τελευταίο)

 

Όλοι από το πλήρωμα του σκάφους είχαν πολλαπλά καθήκοντα, όπως διαπιστώσαμε στην πορεία. Για οικονομία προσωπικού, υπέθεσα εγώ, για να μην ξύνουν τα’ αρχίδια τους επέμεναν τ’ αδέλφια μου.
Ο σεφ μας πάντως, όσο επιδέξιος κι αν ήταν στο μανουβράρισμα των κάβων, στην κουζίνα έδινε ρέστα!
Η ολυμπιακών διαστάσεων αστακομακαρονάδα του, ήρθε να απογειώσει την ήδη καλή μας διάθεση, όταν επιστρέψαμε ορεξάτοι και ανυπόμονοι από τη θάλασσα.
Ένα οβάλ μαονένιο τραπέζι είχε εμφανιστεί ως δια μαγείας στην πρύμη, στρωμένο με όλους τους καρπούς της θάλασσας. Ψάρια, αχιβάδες, χταπόδια, καβούρια, αχινοσαλάτες και ένα σωρό σπεσιαλιτέ του σεφ που περιδρομιάσαμε μεν, αλλά δεν συγκρατήσαμε τα ονόματά τους δε.
Στο κέντρο δέσποζε η προαναφερθείσα αστακομακαρονάδα σε μια πιατέλα που θύμιζε κανό, αρκετή για να χορτάσει εμάς, και τους γείτονες στα πέριξ λιμανάκια.
Φυσικά οι πρώτοι που όρμησαν ήταν τα τρίδυμα. Οι γνωστές μαλακίες των γονιών «να φάνε πρώτα τα παιδιά» κλπ, μας ανάγκασαν εκτός από την πείνα να υποστούμε και το σιχαμερό θέαμα. Τα τρία γουρουνάκια πασαλειμμένα σάλτσες και μακαρόνια μέχρι τα βυζιά, να μαγαρίζουν τους πανάκριβους αστακούς, καταπίνοντας μια μπουκιά και φτύνοντας δέκα.
Δεν μου έφταναν όλα αυτά, είχα και την ποδάρα της Λίας κάτω απ' το τραπέζι να παλεύει να χωθεί στο μαγιό μου. Και δώστου να μου πετάει με τρόπο ψίχες και καβουροπόδαρα. Δεν κάνουμε δουλειά έτσι!
Μετά το φαΐ κι ενώ βρισκόμαστε σε στάδιο προχωρημένης νάρκωσης, ο skipper κατόπιν συνεννόησης με τον Τζιμάκο μας ανακοίνωσε επίσημα το βραδινό πρόγραμμα: Αραλίκι μέχρι τις 8.30΄μμ για ύπνο και κολύμπι κατά βούληση. Στις 8.31΄ θ’ αποπλέαμε με το φουσκωτό για βόλτα στο λιμάνι του Πόρου, μετ’ επιστροφής. Όσοι επιθυμούσαμε Poros by night, θα παραμέναμε στο νησί μέχρις εσχάτων!
Στο διάδρομο για την καμπίνα μου, με πρόλαβε η Λία με απειλητικές διαθέσεις:
- Το βράδυ θα σε ξεσκίσω! Γρύλισε στο αυτί μου σε κατάσταση ίστρου, και μου έφυγε ο τάκος!  
 
Εννοείται πως μόλις μπήκα στην καμπίνα έδωσα μάχη με τη γυναίκα και την κόρη μου ν αποφύγουμε τη νυκτερινή έξοδο. Μια μάχη χαμένη, αφού δεν μπορούσα να δικαιολογήσω την άρνησή μου από τη μία, ούτε να τους στερήσω την ευκαιρία να διασκεδάσουν από την άλλη. Εγώ τις ξεσήκωσα να πάμε κρουαζιέρα και τώρα τους την έβγαζα ξινή.
- Εντάξει, υποχώρησα τελικά. Αλλά με έναν όρο: Δεν θα με αφήσετε στιγμή από κοντά σας!
Αλληλοκοιτάχτηκαν και συμφώνησαν.
 
Κι όμως, αυτή η βραδιά που ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς, ξημέρωσε με τις ωραιότερες αναμνήσεις!  
Αγκαζέ και οι τρεις, μπήκαμε στο κλαμπ του Πόρου, με την ίδια στάση και ελαφρώς τρικλίζοντας το αποχαιρετήσαμε τα χαράματα.
Τηρώντας τη συμφωνία μας, δεν αφήσαμε κανένα να διασπάσει τη συνοχή της παρέα μας. Στην αρχή συγκρατημένα, σα να κάναμε αγγαρεία, μέχρι που σιγά-σιγά χαλαρώσαμε, αφεθήκαμε στο συναίσθημα και νιώσαμε ενωμένοι όπως παλιά: Η μαμά, ο μπαμπάς και το μωράκι τους!
Λες και η ζωή μας έκανε restart, ξαναγνώρισα κάτω απ' το μαγικό αυγουστιάτικο φεγγάρι τη μέλλουσα γυναίκα μου. Φλερτάραμε όπως παλιά, με την ρομαντική αδεξιότητα της νιότης μας. Διαβάσαμε στα λιγωμένα μάτια μας τις ίδιες υποσχέσεις, και ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί, μπροστά στη μελλοντική μας κόρη!
 
Μου ήταν αδύνατον να κοιμηθώ μετά τα χθεσινά. Κάποιες ξεχασμένες ορμόνες πρέπει να είχαν στήσει τρελό χορό μέσα μου. Δυό ώρες στριφογύριζα στην κουκέτα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μέχρι να πάρω την απόφαση να σηκωθώ.
Η ώρα ήταν οκτώ και κάτι όταν βούτηξα στη θάλασσα, που μου φάνηκε γεμάτη παγόβουνα. Όταν συνήλθα από το σοκ, κολύμπησα μέχρι την αμμουδιά, που ήταν ήδη ζεστή από τον πρωϊνό ήλιο.
Αυτή η εναλλαγή θερμοκρασίας με χαλάρωσε. Ήμουν ξενύχτης, κουρασμένος και άυπνος. Χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να γλαρώνω.
Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, είδα τη Λία με το κορδονομαγιό της, ξαπλωμένη δίπλα μου. Έκπληξη!
- Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
Η φωνή της ήρεμη και καθησυχαστική, με απέτρεψε από το να πεταχτώ όρθιος. Της έγνεψα καταφατικά να συνεχίσει.
- Σου αρέσω σα γυναίκα; Με γουστάρεις;
- Ναι. Είσαι πολύ όμορφη. Να σε ρωτήσω όμως κάτι κι εγώ;
Ήταν η σειρά της να μου γνέψει καταφατικά.
- Πιστεύεις ότι έχω τη διάθεση ν’ απατήσω τη γυναίκα μου και να προδώσω τον αδελφό μου για μια αρπαχτή, όσο και αν σε γουστάρω;
- Να, αυτές οι αρχές που κουβαλάς με ιντριγκάρουν. Γι’ αυτό με φτιάχνεις.  Όλοι οι άντρες που γνώρισα, πρώτα πηδάνε και μετά σκέφτονται!
- Πέρασες άσχημα χρόνια ε;
- Χαχα έχω κάνει και την βιζιτού που λέει τον πόνο της πάνω στα γόνατα του καβλωμένου πελάτη. Σε σένα δεν πιάνει φαντάζομαι!
- Είσαι νύφη μου και σε σέβομαι, όσο κι αν δεν το πιστεύεις.
- Με σέβεσαι μετά από τόσο κυνήγι που σου κάνω;
- Χαχα να ‘ξερες πόσες με κυνηγούν!
- Την έχεις κι εσύ την ψωνάρα σου!
Σηκώθηκε και μπήκε με αργά βήματα στη θάλασσα.
Έμεινα ξαπλωμένος θαυμάζοντας τον ολοστρόγγυλο πισινό της να απομακρύνεται απ' τη ζωή μου. «Τελικά μόνο όταν χάσουμε κάτι, καταλαβαίνουμε την αξία του», σκέφτηκα, τσαντισμένος για τις κωλοαρχές μου..
 
Για να ολοκληρωθεί μια περιπέτεια, εκτός από την απαραίτητη δράση πρέπει να περιέχει και το απρόβλεπτο, την ανατροπή. Το ατύχημα που μου συνέβη για παράδειγμα και λειτούργησε σαν κάθαρση στη λύση του δράματος, που εν προκειμένω ονομάζεται οικογένεια Καστελιανού.
Κόντευε απόγευμα, λίγο πριν ετοιμαστούμε για την επιστροφή μας. Ο γυναικείος πληθυσμός -ακόμα και η μάνα μου- πλατσούριζε στην παραλία. Τα τρίδυμα είχαν κλειστεί από ώρα στην καμπίνα τους, και τα δυο αδέλφια μου αρνούμενα να βρέξουν τις κοιλιές τους, μισοκοιμώντουσαν στη σκιά της πρύμης.
Σε μένα αντίθετα είχε ξυπνήσει το ένστικτο του ψαρά, και με μια καθετή που βρήκα, πάλευα να πιάσω σπάρους, σκυμμένος στην πλώρη.
Κανένας από το πλήρωμα δεν πήρε χαμπάρι το τεράστιο ταχύπλοο που περνούσε μπροστά από το λιμανάκι, λίγα μέτρα από την πλώρη μας. Χωμένοι στο μυχό του κόλπου δεν μπορούσαμε να το δούμε ούτε να το ακούσουμε, παρά μόνο την τελευταία στιγμή όταν πέρασε σαν αστραπή στο άνοιγα, στέλνοντάς μας ένα κυμάτινο βουνό.
Μόλις η πλώρη μας χτυπήθηκε από το πρώτο κύμα βρέθηκε στα ύψη, ενώ μάταια προσπαθούσα να κρατηθώ από το συρματόσχοινο του πρότονου που κρατάει το κατάρτι. Ένα ανατριχιαστικό «γκαπ» της άγκυρας που ξεκόλλησε απ' το βυθό έκανε το σκάφος να τρανταχτεί συθέμελα, τινάζοντάς το ακόμα πιο ψηλά, με τη πρύμη να χώνεται στο νερό.
Έπεσα με τα μούτρα στα σχοινιά των πανιών, την ώρα που η πλώρη βυθιζόταν στο νερό, για να ορθωθεί αυτή φορά η πρύμη, ακολουθώντας το σκαμπανέβασμα των κυμάτων. Ταυτόχρονα ολόκληρο το σκάφος έγειρε επικίνδυνα προς το μέρος μου, κι εγώ μη έχοντας κάπου να κρατηθώ, κατρακυλώντας, βρέθηκα να κρέμομαι απ' έξω, με το ένα πόδι μπλεγμένο στα σχοινιά του καταστρώματος.
Ανήμπορος ν αντιδράσω, κρεμασμένος απ' τον αστράγαλο σαν άγκυρα, ακολουθούσα τη μοίρα της πλώρης, με το σώμα μου να μπαινοβγαίνει στη θάλασσα και να κοπανιέται στη μάσκα του σκάφους. Τα τελευταία κύματα λίγο πριν καταλαγιάσουν, με βρήκαν με το κεφάλι να κοιτάει το βυθό και τις πατούσες μου να μουτζώνουν τον ουρανό.
Ήμουν στα πρόθυρα του πνιγμού, όταν ένοιωσα χέρια να με ξαναφέρνουν στο φως και τις πανικόβλητες φωνές του Τζιμάκου και του Λέο να παλεύουν να μου δώσουν το κουράγιο που τους έλειπε.
Προσπαθώντας να πάρω ανάσα, τους είδα να με σφίγγουν στην αγκαλιά τους, παλεύοντας με τα απαίδευτα πόδια τους να με κρατήσουν στην επιφάνεια.
Σκυμμένοι στην πλώρη, άντρες από το πλήρωμα και τα τρίδυμα που έκλαιγαν με λυγμούς, κατάφεραν με μεγάλη προσπάθεια να ελευθερώσουν το πόδι μου.
- Αγόρι μου είσαι καλά; Ούρλιαζε στα μούτρα μου ο Τζιμάκος.
- Μίλησέ μας, πες μας κάτι! Με εκλιπαρούσε εναγωνίως ο Λέο.
- Κωλόπαιδα! Σας ευχαριστώ! Τους καθησύχασα.
 
* * *
Πλησιάζαμε το λιμάνι της Ζέας και το πλήρωμα ετοιμαζόταν να αγκυροβολίσει. Το επεισόδιο είχε ξεχαστεί προ πολλού, εγώ αισθανόμουν μια χαρά και ο skipper που εκτελούσε και χρέη γιατρού, μας διαβεβαίωσε πως θα ζήσω.
Τα τρίδυμα που είχαν περάσει μυστηριωδώς ώρες στην καμπίνα τους χωρίς ν ακούγεται απ' έξω μακελειό, εμφανίστηκαν στο σαλόνι που είχαμε μαζευτεί. Κρατούσαν στα χέρια τους μικρές χάρτινες σακούλες, πιθανόν με δώρα, αν κρίνω από το λαμπερό πανομοιότυπο χαμόγελό τους.
- «Κοίτα που κατά βάθος είναι συμπαθητικά» παρατήρησα «όταν δε τα καβαλάει ο διάολος!».   
- Σας φέραμε ένα μικρό ενθύμιο, είπε συγκινημένος ο Φανούρης,
- που φτιάξαμε μόνοι μας, συμπλήρωσε σεμνά ο Νεκτάριος,
- αλλά μας βγήκε ο πάτος! Ολοκλήρωσε ο Γκίκας και τα γάμησε όλα ως συνήθως.
Μας μοίρασαν τις σακουλίτσες, που η κάθε μία περιείχε ένα βότσαλο που μάζεψαν απ' τον μικρό μας λιμανάκι. Απάνω του είχαν ζωγραφίσει με μπογιές ένα καραβάκι με πανιά και ελληνική σημαία, που υποτίθεται πως ήταν το “Nadim".
Το όμορφο ξύλινο σκαρί, που φιλοξένησε για ένα σαββατοκύριακο την πιο δεμένη και αγαπημένη οικογένεια. Την οικογένεια Καστιλιάνο!






ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

2 comments:

  1. Στέλιο μου να είσαι καλά ρε φίλε!
    Ειλικρινά το χρειαζόμουν πώς και πώς αυτό το άπλετο χαμόγελο έως και αυθόρμητο γέλιο που μου χάρισε το φινάλε του διηγήματός σου! Αλήθεια στο λέω, έσκασα ένα χαμόγελο ως τα αυτιά μιλάμε και γέλασα ναι! Με την καρδιά μου λεύτερα και χαρούμενα.
    Είχα καιρό αλήθεια να διαβάσω ένα τέτοιο είδος, τόσο ευχάριστα, τόσο χιουμοριστικά αλλά συνάμα και τόσο όμορφα και γραφικά.
    Αυτές οι αντιθέσεις των χαρακτήρων, τα συμβάντα, οι περιστάσεις, το ...κορδόνι και οι γοφοί της ...Λίας, οι γλυκύτατες στιγμές γεμάτες ρομαντισμό με την οικογένεια, το πάθημα παρά λίγο τραγικό ατύχημα, τα δώρα των μικρών παιδιών.
    Στέλιο, το θεωρώ μια κομεντί από τις καλύτερες στο είδος που δεν πρόκειται να την ξεχάσω και όποτε νιώθω άσχημα θα έρχομαι να την διαβάζω ξανά, να κάνω το ταξίδι στον Πόρο, να ζω και εγώ τις τρέλες της οικογένειας Καστιλιάνο.
    Να είσαι καλά βρε φίλε μου.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Καλησπέρα φίλε μου!
      Το να διαβάζω τέτοιες κριτικές από εσένα, με ανεβάζει στα ύψη! Γιατί ρε γαμώτο να μην ήσουν εκδότης, να επιβράβευες την ματαιοδοξία μου εκδίδοντας ένα βιβλίο μου; Μέχρι τώρα μόνο κλειστές πόρτες συναντούσα. Λέω συναντούσα, γιατί δεν σκοπεύω να το τραβήξω άλλο. Ας μείνουν τα βιβλία στο συρτάρι μου, μέχρι να ωριμάσει η ανθρωπότητα για να τα καταλάβει. Χα χα ψωνάρα ε; Καστιλιάνος δεν είμαι;
      Χάρηκα που τα είπαμε φίλε Γιάννη!

      Delete

Η γνώμη σας μετράει...