29.7.21

Οικογένεια Καστιλιάνο - "NADIM" μέρος πρώτο

 


- Σοβαρά ρε Τζιμάκο, απέκτησες κότερο;

- Ε, μη σου πάει το μυαλό στη «Χριστίνα» του Ωνάση, ένα σκαφάκι είναι εκεί πέρα, καμιά εικοσαριά μέτρα πάνω κάτω.

- Και το λες σκαφάκι, είκοσι μέτρα θεριό;

- Σου είπα, πάνω κάτω.

- Και ξέρεις να το κουμαντάρεις;

- Μαλάκας είσαι; Έχει καπετάνιο μέσα, μάγειρα, και κανά δυο μούτσους για πλήρωμα. Έτσι δε λέγονται;

- Από ναυτική ορολογία, σκίζεις!

- Τι να την κάνω τη ναυτική ορολογία; Να μάθουν αυτοί τη δικιά μου. Άμα τους λέω να με πάνε Μύκονο, να με πηγαίνουν μια κι όξω. Πως θα βρουν το δρόμο, δικό τους πρόβλημα!

- Μπερδεύεις λίγο τους καπετάνιους με τους ταξιτζήδες, παρατήρησα.

- Κι εσύ αγόρι μου, μπερδεύεις τους κοτεράδες, με τους επιβάτες για Σαλαμίνα-Κούλουρη, παρατήρησα εγώ!

- Και πως μας προέκυψες κοτεράς; Συνέχισα, δίνοντας τόπο στην οργή.

- Ο ιδιοκτήτης του είχε κάτι οικονομικά προβλήματα, χρειαζόταν επειγόντως μετρητά, και το πούλαγε κοψοχρονιά!

- Κι εσύ σαν φιλάνθρωπος έσπευσες να το αρπάξεις μπιρ παρά ε;

- Λες να του ακούμπαγα τις οικονομίες μου για να το παίξω εφοπλιστής; Δεν είσαι καλά!

- Δηλαδή του το έφαγες τσάμπα το πλεούμενο;

- Τι θα πει, του το έφαγα; Τον ξελάσπωσα με κάτι διασυνδέσεις που είχα, κι από ευγνωμοσύνη ο άνθρωπος μου το μεταβίβασε.

- Και με τα έξοδά του πως θα τα βγάλεις πέρα; Υπολόγισες πόσο κοστίζει σκάφος-πλήρωμα το μήνα;

- Τα έχει προπληρώσει για δυο χρόνια. Μετά το σφάζω..

- Τι να πω; Καλοτάξιδο! Του ευχήθηκα, προβληματισμένος με τι είδους διασυνδέσεις αποκτάς ένα εικοσάμετρο κότερο με προπληρωμένα έξοδα!

Αυτός ήταν ο κόσμος του αδελφού μου, και η αιτία που δεν ήθελα να έχω παρτίδες μαζί του. Το τηλεφώνημά του με άγχωσε, γιατί υποψιάστηκα που το πήγαινε, αλλά ευτυχώς μείναμε εκεί.

Όπως διαπίστωσα στο επόμενο τηλεφώνημα, ο Τζιμάκος απλά με ενημέρωσε για να με βάλει στο κλίμα. Την «εκτέλεση» είχε αναλάβει η μάνα μου. Η πλέον ειδική στο τουμπάρισμα!

 

- Μητέρα όχι, και πάλι όχι!

- Μα δε ντρέπεσαι, λέω εγώ, να αρνείσαι μια οικογενειακή κρουαζιέρα;

- Αρνούμαι το οικογενειακό ρεζιλίκι ρε μάνα! Πες μου εσύ, πότε μαζευτήκαμε όλοι μαζί και δε γίναμε ρεντίκολο; Μας φαντάζεσαι σε κρουαζιέρα; Θα γελάνε και οι τσιπούρες μαζί μας!

- Οι τσιπούρες να κοιτάξουν τη δουλειά τους! Ειλικρινά παιδί μου, δεν μπορώ να καταλάβω την απέχθειά σου απέναντί μας. Προφανώς από πίσω κρύβεται η στρίγγλα η γυναίκα σου!

- Να την αφήσεις ήσυχη τη στρίγγλα μου! Αγρίεψα. Δεν έχει ιδέα για τα καπετανιλίκια του Τζιμάκου!

- Σε έχει χώσει όμως στο βρακί της! Αντεπιτέθηκε. Πριν την παντρευτείς, ήσουν αχώριστος με τα αδέλφια σου!

- Δεν την παντρεύτηκα στα οκτώ μου, γιατί μέχρι τότε ήμουν αχώριστος με τα αδέλφια μου. Μετά έκαναν κλίκα εναντίον μου, και μου έστηναν παγίδες. Εγώ δεν ζούσα σε σπίτι, στη ζούγκλα του Βιετνάμ ζούσα!

- Ήσουν ο μεγαλύτερος. Δεν έπρεπε να τα ξεσυνερίζεσαι.

- Ναι ε; Ακόμα και όταν με κρέμασαν ανάποδα στο δέντρο;

- Στο τέλος όμως σε ξεκρέμασαν τα πουλάκια μου.

- Δεν θυμάσαι καλά, οι νοσοκόμοι με ξεκρέμασαν την ώρα που κακάρωνα!

- Και γι αυτά τα παιδικά καμώματα τους κρατάς ακόμα κακία;

- Ποτέ δεν τους κράτησα κακία, απλά τους κρατώ σε απόσταση.

- Ωραία! Εσύ και η λεγάμενη τους κρατάτε σε απόσταση. Η εγγονούλα μου όμως τι σας φταίει; Να μην κάνει μερικά μπανάκια να μαυρίσει λίγο το κορμάκι της; Πόσο θα κρατήσει ακόμα το Καλοκαίρι;

Εδώ η έμπειρη μάνα μου χτύπησε φλέβα. Μπαίναμε στον Αύγουστο και ζήτημα ήταν αν είχαμε κάνει πεντέξι μπάνια στο εξοχικό ενός φίλου στη Λούτσα. Το μυαλό μου πήγε σε καταστρώματα, ηλιοθεραπείες, βουτιές μεσοπέλαγα, φουσκωμένα πανιά, ηλιοβασιλέματα εν πλω, πολλά θέλει ο άνθρωπος;

- Καλά, άσε να το συζητήσουμε πρώτα, και θα σου πω.

- Να πάρετε και ζεστά ρούχα. Το βράδυ κάνει ψύχρα στη θάλασσα..

Ά, ρε αιώνια μάνα!

 

Το ραντεβού ήταν την επόμενη Παρασκευή πρωί στη μαρίνα Ζέας, στην πρύμη του «Nadim» όπως έγραφε καλλιγραφικά το εντυπωσιακό απόκτημα του Τζιμάκου.

Προορισμός μας μια τριήμερη κρουαζιέρα στα νησιά του Σαρωνικού.

Ο Λέο με τη Λία, ήρθαν στολισμένοι σα να πήγαιναν στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Δίπλα τους η μάνα μου που το είχε τερματίσει, ίδια η βασίλισσα Ελισάβετ.

Εμείς οι τρεις από την άλλη, με τα σακίδια στην πλάτη, τα σορτσάκια και τα ψαθιά μας, σαν κομπάρσοι απ’ την ταινία «Διακοπές στην Αίγινα» με την Βουγιουκλάκη και τον Κωνσταντάρα.

Βιαζόμουν ν ανέβουμε γρήγορα, για να μη βλέπει ο κόσμος που περπατούσε στην προκυμαία αυτό το συνονθύλευμα. Έπρεπε όμως να περιμένουμε τους δυο «μούτσους» του Τζιμάκου να φορτώσουν το βουνό απ' τις βαλίτσες που ξεφόρτωσαν τα δυο 4Χ4 του Λέο και της μάνας μου.

Τα πράγματα χειροτέρεψαν επικίνδυνα, όταν εμφανίστηκαν στο κατάστρωμα να μας υποδεχτούν, η Λία με μπικίνι κι ο Τζιμάκος με πηλήκιο καπετάνιου, κι ένα πούρο σα δοκάρι στο στόμα.

Σαν αποκορύφωση του κιτς δράματος, τα τρίδυμα ντυμένα πειρατές, τσίριζαν έξαλλα να μην ανεβούμε στο πλοίο τους, κραδαίνοντάς μας από τις κουπαστές, πλαστικές χατζάρες.

Έκαναν τόσο σαματά, που εκτός από τους περαστικούς που μαζεύτηκαν να χαζέψουν, βγήκαν και στα μπαλκόνια απ τις απέναντι πολυκατοικίες.

Έπρεπε να ακούσω τη φωνή της λογικής και να κάνω μεταβολή, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια!

 

Το κατάστρωμα από ξύλο τικ και ανοξείδωτα εξαρτήματα, ήταν το πρώτο που με εντυπωσίασε, όταν επιτέλους ανεβήκαμε. Το ίδιο και το ισχυρό αλουμινένιο κατάρτι με τη μάτσα του πανιού και τα ξάρτια. Ξαπλώστρες τριγύρω με χνουδωτές πετσέτες και μπουρνούζια, σε προδιάθεταν να τεμπελιάσεις κάτω απ' τον ήλιο, ή κάτω από τέντα, ανάλογα τα κέφια.

Ομολογώ πως το «Nadim» ήταν κατά πολύ ανώτερο των προσδοκιών μου. Έμοιαζε ολοκαίνουργιο, κι όπως με διαβεβαίωσε αργότερα ο skipper (όπως αποκαλείται κανονικά ο κυβερνήτης ιστιοφόρου), μόλις είχε ανακαινιστεί.

Το εσωτερικό του επενδυμένο με μαόνι έδινε ρέστα. Πρώτη εντύπωση το ευρύχωρο σαλόνι, με δερμάτινους καναπέδες, ναυτικά έπιπλα, μπρούτζινα διακοσμητικά, δορυφορική τηλεόραση, στερεοφωνικά και κάμποσα ακόμα που δεν έπιασε το μάτι μου.

Ένας κεντρικός διάδρομος οδηγούσε σε 5 άνετες καμπίνες για τους φιλοξενούμενους, με αντίστοιχη πολυτέλεια, κλιματιστικά και ντους. Ήταν όλες τους σχεδόν πανομοιότυπες σε εμφάνιση και ανέσεις, απόδειξη πως δεν χρειάστηκε να παίξουμε μπουνιές όταν τις μοιράζαμε.

Το πλήρωμα εννοείται, κοιμόταν σε ξεχωριστές αθέατες καμπίνες. Μη γίνουμε όλοι ίσοι και όμοιοι!

Γυρνούσα πάνω κάτω, εξερευνώντας το σαν περίεργο παιδί. Μην πω πως ζήλευα κιόλας, να έχει ένα τέτοιο σκαρί, ποιος; Ο Τζιμάκος ο μαυραγορίτης, που το μόνο που ήξερε από θάλασσα, ήταν τα θαλασσοδάνεια.  

Όταν συναντηθήκαμε στο κόπκιτ λίγο πριν αποπλεύσουμε, δεν κρατήθηκα:

- Ρε μαλάκα, τον ρώτησα, είναι πραγματικά δικό σου, ή πας να μας φουντάρεις για να εισπράξεις καμιά ασφάλεια;

Γέλασε με ύφος υπεράνω, κάνοντας το πούρο να χοροπηδήσει στα δόντια του.

- Αγόρι μου, τα μεγάλα καράβια είναι για τις μεγάλες φουρτούνες. Εσύ γιατί ανησυχείς;

Αυτά τα σιβυλλικά υπονοούμενα από τέτοιους τύπους, μου την βαράνε κατευθείαν στο κρανίο. Ήμουν έτοιμος να δώσω μια στο πούρο του να το καταπιεί, αλλά μας πρόλαβε ο skipper, ένας νεαρός άντρας ντυμένος στα λευκά, που η γλώσσα του σώματός του μαρτυρούσε υπερβολική δόση έπαρσης.

- Κύριε Καστιλιάνο, του ανέφερε ψυχρά, ετοίμασα το πρόγραμμα του ταξιδιού. Ελάτε να υπογράψετε το ημερολόγιο πριν αποπλεύσουμε.

- Δεν ήρθα εδώ για να υπογράφω μαλακίες captain, τον ψάρωσε κυριολεκτικά. Σήκωσε λοιπόν την γαμημένη άγκυρα να φύγουμε από δω, γιατί πολύ το κωλοβαρέσαμε!

Ο τύπος τα χρειάστηκε. Μια σταγόνα κρύου ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπό του, που ο αδελφούλης μου την μπάνισε αμέσως, κλείνοντάς μου το μάτι.

- Μάλιστα κύριε!

- Είδες; Μου είπε γελώντας με αυταρέσκεια μόλις ο skipper τσακίστηκε να μεταφέρει τις διαταγές του στο πλήρωμα.

- Είδα. Του είπα..

 

Σε λίγα λεπτά ένοιωσα τον ανεπαίσθητο κραδασμό της μηχανής κάτω απ' τα πόδια μου. Είμαστε έτοιμοι για απόπλου. Ανέβηκα γρήγορα στο κατάστρωμα να χαζέψω τη διαδικασία.

Οι δυο ναύτες του πληρώματος ήταν ήδη στην πλώρη, σκυμμένοι στο βίτζι της άγκυρας. Τα σκοινιά της πρύμης ανέλαβε ο μάγειρας, αν κρίνω απ' τον άσπρο σκούφο του στο κεφάλι.

Κάθισα σε μια ξαπλώστρα για να μην ενοχλώ, δίπλα στο Λέο που ροχάλιζε σαν τον θαλάσσιο συνονόματό του. Πριν προλάβω να του χώσω μια αγκωνιά για να το βουλώσει, εμφανίστηκε η Λία από το πουθενά, και θρονιάστηκε ξεδιάντροπα στα στα πόδια μου, δίπλα στον κοιμισμένο άντρα της!

- Είσαι τρελή; Της ψιθύρισα αναστατωμένος. Θες να μας πάρουν όλοι χαμπάρι;

- Με έχεις φτιάξει μωρό μου, απάντησε πρόστυχα, ενώ κωλοτριβώταν πάνω στο πουλί μου.

- Ναι, είσαι εντελώς τρελή, συμπέρανα νευριασμένος και άνοιξα τα πόδια μου για να την ξεφορτωθώ.

Με μια στριγγλιά, έσκασε με τον κώλο στο κατάστρωμα.

Ο Λέο πετάχτηκε απ' τον ύπνο του, και την αντίκρυσε πεσμένη στα πόδια του.

- Τι συμβαίνει Λία; Ρώτησε ξαφνιασμένος.

- Σε ζήλεψα που κοιμόσουν σαν πουλάκι, και ήρθα να ξαπλώσω στα ποδαράκια σου! 

Για τόσο πουτάνα μιλάμε!

 


12.7.21

Από την εισαγωγή του βιβλίου που σκέφτομαι να γράψω. Να το συνεχίσω, ή να πάω για μπάνιο;

Ο Στοιχειοθέτης


 
Ονομάζομαι Φιλήμων Γραμματικόπουλος και γεννήθηκα στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1888.

Το επάγγελμά μου δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά στοιχειοθέτης, μια τέχνη που κληρονόμησα από τον πατέρα μου Αθανάσιο, δεύτερη γενιά στοιχειοθέτη, πού πέρασε τη ζωή του συνθέτοντας γράμμα με το γράμμα, τις στήλες των ειδήσεων της «Ακρόπολης» του μεγάλου Βλάση Γαβριηλίδη.

Από τον πατέρα μου επίσης κληρονόμησα και το όνομα Φιλήμων, που ουσιαστικά ήταν το επώνυμο του θρυλικού στον κύκλο μας εκδότη της ιστορικής εφημερίδας «ο Αιών» Ιωάννη Φιλήμονα, που γνώρισε και θαύμασε μέσα από τις διηγήσεις του δικού του πατέρα, Αλέξανδρου. Ο παππούς Αλέξανδρος εργάστηκε για μιάμιση δεκαετία στο πλευρό του σαν αρχιστοιχειοθέτης της εφημερίδας μέχρι τη βίαιη διακοπή της.

Ήμουν πολύ μικρός, αλλά στη μνήμη μου ζωντανεύει ακόμα η φιγούρα του υπέργηρου προγόνου μου να μας αφηγείται με πάθος τις ιστορίες αυτού του θαρραλέου  ανθρώπου, τονίζοντας τις λέξεις με τα αεικίνητα, παραμορφωμένα απ’ τη δουλειά δάχτυλά του, λες και από συνήθεια στοιχειοθετούσε παράλληλα και τα λεγόμενά του με πηχυαίες αόρατες γραμματοσειρές.

Ο Ιωάννης Φιλήμων μέλος της Φιλικής Εταιρίας και ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης, ξεκίνησε την εκδοτική του σταδιοδρομία το 1832 στο Ναύπλιο με την εφημερίδα «Χρόνος». Το 1838 συνέχισε στην Αθήνα με τον άκρως μαχητικό ρωσόφιλο «Αιώνα», μέσω του οποίου ασκούσε δριμύτατη αρθογραφία κατά της Γαλλικής κατοχής στην Ελλάδα. Υπέστη αμέτρητες διώξεις, χτυπήθηκε από τραμπούκους, ταλαιπωρήθηκε στα δικαστήρια, φυλακίστηκε, και ξόδεψε την περιουσία του σε πρόστιμα, χωρίς να το βάζει κάτω. Για να κρατήσει τη φωνή του ζωντανή, όπως μας έλεγε ο παππούς.  

Πόσο ν’ αντέξει όμως ένας άνθρωπος, όσο γενναίος και αν είναι, απέναντι σε ένα αλαζονικό, αυταρχικό κατεστημένο που συμμαχούσε ακόμα και με τον διάολο για να τον εξοντώσει; Στην προκειμένη περίπτωση γύρω στα 16 χρόνια, μέχρι το 1854 όταν οι Γάλλοι τον φυλάκισαν για τα καλά, και κατέστρεψαν τις τυπογραφικές του εγκαταστάσεις.

Παρόλα αυτά η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε 3 χρόνια αργότερα όταν το κλίμα είχε αλλάξει. Μεταβιβάστηκε όμως στον αδελφό του Τιμολέοντα. Τόσο ο Ιωάννης Φιλήμων, όσο και ο έμπιστος αρχιστοιχειοθέτης του, δεν είχαν τα χρόνια και το κουράγιο να την συνεχίσουν.

Τότε βέβαια ελάχιστα καταλάβαινα απ’ όλα αυτά τα ηρωικά, αργότερα όμως ακούγοντας στο σινάφι μας τα κατορθώματά του, άρχισα σιγά-σιγά να καμαρώνω για το περίεργο όνομά μου, που τόσα προβλήματα μου δημιούργησε στα σχολικά μου χρόνια, από τους ανεξάντλητους σε λογοπαίγνια συμμαθητές μου.

Τρίτη γενιά στοιχειοθέτης λοιπόν, και μάλιστα από την παιδική μου ηλικία. Όταν οι συνομήλικοι μου ψαλίδιζαν χαρτονένια καραγκιοζάκια, εγώ έπαιζα με τα φθαρμένα τυπογραφικά στοιχεία που μου έφερνε σπίτι ο πατέρας μου, όποτε τα ανανέωναν στην «Ακρόπολη».

Είχα και από τον μακαρίτη πια παππού μου μερικά κειμήλια, -τα παιδικά παιχνίδια του πατέρα μου αυτή τη φορά-, 2-3 ρηχά ξύλινα συρτάρια, τις τυπογραφικές κάσες όπως τις έλεγαν, χωρισμένες με οριζόντια και κάθετα σανιδάκια σε μικρά ορθογώνια κουτιά, τις στοιχειοθήκες. Μέσα εκεί ταξινομούσα προσεκτικά τα μεταλλικά στοιχεία, με μια κληρονομική ενστικτώδη τελετουργία. Αλλού τα σύμφωνα, αλλού τα φωνήεντα με οξεία και τόνο, αλλού με δασεία και τόνο, με περισπωμένη, με υπογεγραμμένη, με περισπωμένη και υπογεγραμμένη, τα σημεία στίξης, και όλα αυτά τα φιλολογικά στολίδια της γλώσσας μας, ψιθυρίζοντας αυθόρμητα την ηχητική διαφορά του τονισμού τους.

Το δεύτερο αγαπημένο μου «παιχνίδι» ήταν το συνθετήριο. Μια μακρόστενη μεταλλική γωνία με πλάτη, που πάνω της τοποθετούνται, από δεξιά προς αριστερά τα τυπογραφικά στοιχεία συνθέτοντας αντίστροφα τις λέξεις, ώστε μετά την εκτύπωση να διαβάζονται κανονικά. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται τα διαστήματα για να τις διαχωρίζουν, κι όταν ολοκληρωθεί η πρώτη σειρά λέξεων, η αράδα, με την ίδια διαδικασία ξεκινά η δεύτερη από κάτω, αφού μεσολαβήσει μια κοντύτερη λάμα, το διάστιχο, που καθορίζει την μεταξύ τους απόσταση. Η μια πλευρά του συνθετηρίου ήταν σταθερή για να συγκρατεί τα στοιχεία, και η άλλη ρυθμιζόμενη με ένα σφικτήρα που οριοθετούσε το πλάτος της κάθε στήλης.

Υπήρχαν κι άλλα απαραίτητα εργαλεία που δυστυχώς δεν μ’ είχαν προμηθεύσει, προφανώς για λόγους ασφαλείας, όπως ο βαρύς και ογκώδης σελιδοθέτης όπου μεταφέρονταν οι έτοιμες στήλες και τα ανάγλυφα κλισέ των εικόνων, συνθέτοντας την ύλη μιας ολόκληρης σελίδας.

Δεν είχα όμως ακόμα αποκτήσει τέτοιες φιλοδοξίες, ούτε τυπογραφική μηχανή. Μου αρκούσε να συνθέσω ένα μικρό μόνο κειμενάκι των τριών αράδων που αντέγραφα από κάποια εφημερίδα, και να το εκτυπώσω απ’ ευθείας από το πολύτιμο συνθετήριο πάνω σε ένα οποιοδήποτε κομμάτι χαρτί.

Η διαδικασία ήταν απλή: Το ακουμπούσα στο τραπέζι με τα στοιχεία προς τα πάνω, και με ένα σφυράκι από καουτσούκ χτυπούσα απαλά όσα προεξείχαν μέχρι να κάτσουν όλα σταθερά στη βάση τους. Μετά με ένα σφουγγαράκι μελάνωνα προσεκτικά τα γράμματα των στοιχείων, τους οφθαλμούς στην τυπογραφική διάλεκτο, προσπαθώντας να αποφύγω την επιτήρηση της μητέρας μου που πάντα στο συγκεκριμένο στάδιο με το μελάνι πάθαινε νευρικό κλονισμό.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, τα κάλυπτα με ένα χαρτί προσέχοντας να καθίσει ομοιόμορφα, πιέζοντάς το σταθερά με ένα χοντρό χαρτόνι μη μείνει κανένα κενό από κάτω.

Το άφηνα εκεί για μερικά δευτερόλεπτα να ποτίσει το πηκτό τυπογραφικό μελάνι, και βαστώντας την αναπνοή μου, το αποσπούσα απ’ τα στοιχεία με μία σταθερή κίνηση κρατώντας το τεντωμένο από τις δύο άκρες.

Ήταν η στιγμή της αποκάλυψης, βλέποντας με συγκίνηση και δέος το φρεσκοτυπωμένο κείμενό μου να γυαλίζει στο χαρτί, με τη γνώριμη μυρωδιά της νωπής μελάνης να γαργαλάει σαγηνευτικά την όσφρηση μου.

Είχα τόσο εξοικειωθεί να φτιάχνω και να τοποθετώ τις λέξεις με τα αντεστραμμένα γράμματα των στοιχείων, σα να έγραφα μέσα από ένα καθρέφτη, ώστε στην πρώτη δημοτικού, όταν τα άλλα παιδιά ίδρωναν μέχρι να γράψουν «πί πί τό παπί», εγώ σε χρόνο μηδέν έγραφα «παπ τ π π», και η δασκάλα με κοιτούσε σα να ήμουν καθυστερημένο.

Μου πήρε καιρό να κατανοήσω ότι το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου δεν είναι το Ω, αλλά το Α.             

Όλα τα παιδικά μου δοκίμια, άλλα τυπωμένα σε φύλλα τετραδίων, άλλα σε λευκά περιθώρια εφημερίδων και άλλα σε ψαλιδισμένες χαρτοσακούλες του μανάβη, τα φύλαγα σαν πολύτιμες περγαμηνές σε ένα χοντρό κουτί παπουτσιών του πατέρα μου, σχολαστικά τοποθετημένα με τη σειρά της εκτύπωσης, ένα είδος ημερολόγιου, ή καλύτερα ένα έλεγχο της προόδου μου, όπως θα έλεγαν στο σχολείο.

Αυτό το κουτί, δεμένο σταυρωτά με μαύρο τυπογραφικό σπάγκο, δεν το αποχωρίστηκα ποτέ, παρόλες τις μετακομίσεις και τα γεγονότα που επακολούθησαν στην ταραγμένη εποχή μου. Είναι το μοναδικό ενθύμιο από τα αθώα χρόνια της νιότης μου, που τώρα φαίνονται τόσο μακρινά, λες και δεν τα έζησα ποτέ.

Και όμως, πολλές φορές κάποια ακαθόριστη ρομαντική προδιάθεση με οδηγεί να λύσω τους σπάγκους και να τα ξεφυλλίσω, προσέχοντας μην τα ανακατέψω και τους χαλάσω τη χρονολογική σειρά. Διαβάζοντας τις φθαρμένες λέξεις από τα χιλιοτυπωμένα στοιχεία των εφημερίδων, με τα λιωμένα γράμματα και τις μουτζούρες από τα γρέζια, ξαναζωντανεύουν αγαπημένες εικόνες, χρώματα, μυρωδιές και ξεχασμένες λεπτομέρειες.

Βλέπω τον μικρό εαυτό μου να παλεύει με πείσμα και πάθος να στήσει τη δική του εφημερίδα, την εφημεριδούλα των παιδικών του ονείρων.

Γιατί τα έκανε όλα αυτά; Ίσως Για να κρατήσει τη φωνή του ζωντανή, όπως θα έλεγε ο παππούς Αλέξανδρος...