25.4.19

Οικογένεια Καστιλιάνο #2


2. Απόπειρα δολοφονίας


Η φωνή της μητέρας στο τηλέφωνο, ίσα που ακουγόταν μέσα από τα κλάματα και τα αναφιλητά της:
- Αγόρι μου, πυροβόλησαν τον αδελφό σου!
- Τον Τζιμάκο; Ρώτησα σα βλάκας αφού ήξερα εκ των προτέρων την απάντηση.
- Τον Τζιμάκο, ποιόν άλλον, αφού αυτόν έχουν βάλει στο μάτι τα καθάρματα! Ούρλιαξε από την άλλη άκρη.
- Και που τον έχουν τώρα;
- Στον Ευαγγελισμό! Τρέξε! Το χάνουμε το παλικάρι!
Έτρεξα στον Ευαγγελισμό. Στα εξωτερικά ιατρεία γινόταν το αδιαχώρητο. Κανείς δεν μπορούσε να με εξυπηρετήσει, κανένα δεν εύρισκα να ρωτήσω.
Ξαφνικά εμφανίζεται στο διάδρομο ένας χειρούργος με τη χαρακτηριστική πράσινη στολή και τα ξυλοπάπουτσα. Έτρωγε ένα ραβανί και τα σιρόπια έτρεχαν πάνω στη ματωμένη μπλούζα του. Φρίκη!
- Γιατρέ, τον ρωτάω με αγωνία, υπάρχει κανένας πυροβολημένος εδώ;
- Μόνο ένας; Εδώ είμαστε γεμάτοι πυροβολημένους! Μου απαντάει χαμογελαστός.
- Έγινε κανένα μακελειό; Τον ρωτάω τρομαγμένος.
- Όχι. Πυροβολημένους εννοώ με τη φιλοσοφική έννοια!
- Γιατρέ με όλο το θάρρος, αλλά αν ήθελα γιατρό-φιλόσοφο, θα πήγαινα κατευθείαν στον Ανεβλαβή. Εδώ ψάχνω τον αδελφό μου τον πυροβολημένο. Τον Τζιμάκο ...
- Τον Τζιμάκο ψάχνεις; Με διέκοψε. Πες το ρε παιδί μου! Εδώ τον έχουμε. Πελάτης μας είναι χρόνια!
- Είναι καλά; Ζει;
- Μια χαρά είναι, μην ανησυχείς. Κάποιος τον πυροβόλησε στο κεφάλι, αλλά η σφαίρα ίσα που του έξυσε το αυτί. Στη συνέχεια εξοστρακίστηκε τρεις φορές, για να καταλήξει στο κεφάλι του εκτελεστή! Εδώ τον έχουμε και αυτόν: Ρώσος μαφιόζος ήταν!
- Και ο αδελφός μου είναι καλά δηλαδή;
- Καλά είναι, αλλά δυστυχώς....
- Τι δυστυχώς, γιατρέ μου πες τα όλα, μη μου κρύβεις τίποτα!
- Δυστυχώς απεργούν οι δημοσιογράφοι και τη χάνω τη συνέντευξη!
Βρήκα τον αδελφό μου στο γραφείο του διευθυντή, να χαριεντίζεται με δύο εκπαιδευόμενες αδελφές, χουφτώνοντας τις άγαρμπα, μέσα σε χάχανα και σεξουαλικά επιφωνήματα. Στο αφτί του είχε ένα μικροσκοπικό τσιρότο, ίσα που φαινόταν.
- Ρε καλώς το μεγάλο είπε γελώντας μόλις με είδε. Έλα να σου γνωρίσω τη Ρούλα και την Αθανασία. Γαμώ τα κορίτσια!
- Δεν ήρθα εδώ μέσα για να βγάλω γκόμενα, για να σε δω τούμπανο ήρθα, του πέταξα αγανακτισμένος.
- Τι φταίω εγώ ρε άμα τους περισσεύουν οι σφαίρες και δεν ξέρουν τι να τις κάνουν; Πάντως άμα θες πεθαμένο, δες τον δολοφόνο μου, μου απάντησε γελώντας για να πνιγεί στα φιλιά και τις αγκαλιές της Ρούλας και της Αθανασίας!
- Καλά, και αφού είσαι αθάνατος ρε μαλάκα, του πέταξα νευριασμένος, γιατί επιμένουν να σε βαράνε;
- Ψάχνουν να βρουν το κουμπί μου φαίνεται! Πως τον λέγανε αυτόν τον αρχαίο που είχε το κουμπί του στη φτέρνα;
- Αρχιμήδη! Πετάχτηκε η Ρούλα.
- Μέγα Αλέξαντρο, διόρθωσε η Αθανασία.
- Αχιλλέα, μουρμούρισα θλιμμένα καθώς έφευγα....

13.4.19

Οικογένεια Καστιλιάνο #1

Χρόνια πολλά μεγάλεεε!
 
 
Έτυχε να κοιτάω απ το παράθυρο όταν τρία κατάμαυρα 4Χ4 με φιμέ τζάμια, μπουκάρισαν στην αυλή μου, οργώνοντας το γκαζόν.
- Αμάν, μας την έπεσε η αντιτρομοκρατική, ήταν το πρώτο που σκέφτηκα με φρίκη, μέχρι να διαπιστώσω πως τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα: Η οικογένειά μου, μας έκανε ομαδική επίσκεψη....
Από το πρώτο αυτοκίνητο βγήκε η μάνα μου, με τη βοήθεια του κρεμανταλά σοφέρ-μπράβου-ζιγκολό της. Από το δεύτερο ο μικρότερος αδελφός μου ο μαυραγορίτης Τζιμάκος, η κατά 20 χρόνια μεγαλύτερη γυναίκα του Ιάννα και τα τρίδυμα αντιπαθέστατα ανίψια μου. Συγχρόνως από το τρίτο εμφανίστηκε ο Λέο, ο μεσαίος αδελφός, ιδιοκτήτης αλυσίδας νυκτερινών κέντρων. Από την πόρτα του συνοδηγού ξεπρόβαλε η κουνιάδα μου Λία (από το Χριστοδουλία), παλιά πουτάνα της Παραλιακής.
Μούντζωσα την τύχη μου, καθώς η οικογένεια ξεμούδιαζε, ανταλλάσοντας πειράγματα, φιλοφρονήσεις και ελαφρές φάπες: Αν δεν καθυστερούσε μια ώρα στο μπάνιο η κόρη μου μέχρι να βάλει τους φακούς της, τώρα θα είμαστε μαζί με τη γυναίκα μου στη λίμνη, για να γιορτάσουμε οι τρεις μας σε ένα ρομαντικό, πικ νικ.
Δεν χρειάστηκε να χτυπήσουν κουδούνι, τα τσιρίγματά τους, που ξεσήκωσαν όλα τα κοπρόσκυλα της γειτονιάς, ήταν αρκετά: Χρόνια πολλά μεγάλεεε!
Κοιτάχτηκα με τη γυναίκα και την κόρη μου. Η απόγνωση στα πρόσωπά μας ήταν εμφανής. Την ώρα που τους άνοιγαν την πόρτα, εγώ κουτούλαγα το πόμολο του παράθυρου. Τι μου έφταιγε;
Φαγητό δεν είχαμε, τι να τους έκαναν το ανθότυρο και τα λουκανικάκια Φραγκφούρτης που είχαμε στο καλάθι του πικ νικ; Παρήγγειλα delivery μισό βόδι για τα βόδια και πάλι με το ζόρι τους έφτασε.
Ο Λέο μου έφερε και δώρο: Ένα μπουκάλι ουίσκυ Chivas 25 ετών!
- Άνοιξε το ρε μαλάκα, να πιούμε και μείς μια γουλίτσα, μόνος σου θα το πιείς; Μου είπε καθώς μου το πρόσφερε. Το άνοιξα, το ήπιανε, φάγανε και 2 κιλά φουντούκια και όλους τους ηλιόσπορους του παπαγάλου!
Η Λία η κουνιάδα μου, πάντα με γούσταρε με ένα χυδαίο καθαρά προσωπικό της στυλ: Όταν μπήκε στο σπίτι, με φίλησε αθώα στο μάγουλο για να μου ευχηθεί, αλλά πριν καταλάβω πως, μου έχωσε στο στόμα μια γλώσσα σα μαλαπέρδα! Στο τραπέζι πάλι, κάθισε απέναντι μου, έβγαλε από κάτω τα παπούτσια της, τεντώθηκε σαν τη γυναίκα λάστιχο και με τα δάχτυλα των ποδιών της, μου γράπωσε το πουλί. Αυτά δεν ήταν πόδια, αυτά ήταν τα χέρια του  Χουντίνι!
Τα τρίδυμα τιγκαρισμένα στο λίπος, έτρωγαν ότι έβλεπαν μπροστά τους ανεξέλεγκτα.
- Τι κάνετε ανιψάκια μου; Τα ρώτησα κάποια στιγμή, όσο πιο γλυκά μπορούσα.
- ‘Αντε γαμήσου θείε! ήταν η ομόφωνη απάντησή τους που πνίγηκε μέσα στα γέλια και τα χειροκροτήματα της ομήγυρης. Τα κοίταζα και σκεφτόμουν: «Είναι δυνατόν αυτά τα παπάρια να έχουν ίδιο αίμα με μένα;».
Μάταια προσπαθούσαμε με τη γυναίκα μου να μπούμε στη συζήτηση που άνοιξαν μετά το φαγητό. Ακαταλαβίστικες λέξεις, υπονοούμενα, αόριστες χειρονομίες, κλεισίματα ματιών, τίποτα.
- Ρε συ, είσαι ακόμα μαυραγορίτης;  ρώτησα τον Τζιμάκο, έτσι για να γίνεται συζήτηση.
 - Πόσες φορές θα στο πω ρε μαλάκα; Άλλο μαύρη αγορά, άλλο μαύρο χρήμα μου διευκρίνισε προσβεβλημένος. Μαύρο χρήμα ξεπλένω! Καθαρή δουλειά!
Δεν του ξαναμίλησα του μαλάκα....
Τρεις φορές τον πυροβόλησαν και επέζησε το τσογλάνι: Τις δύο πρώτες στην καρδιά. Τίποτα. Την τελευταία του την έριξαν στα αρχίδια. Σου λέει, δεν πεθαίνει που δεν πεθαίνει, τουλάχιστον να μην πολλαπλασιάζεται!
Τα τρίδυμα αφού βαρέθηκαν να τρώνε, άρχισαν να παίζουν, σκαλίζοντας τα συρτάρια και τα ντουλάπια του σπιτιού. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν μες την τρελή χαρά, φορώντας από ένα μάτσο κιλοτάκια στα κεφάλια τους. Έγινε ο χαμός. Τα κωλόπαιδα είχαν ανακαλύψει τη συλλογή μου από ερωτικά ενθύμια της νιότης μου, που τόσο καλά είχα κρύψει απ τη γυναίκα μου εδώ και τόσα χρόνια γάμου.
-  Δεν είναι τίποτα ρε συ, απλά αυτή την εποχή, ήταν μόδα να ζητάμε τα κιλοτάκια από τις γκομενίτσες. Αθώα πράγματα, έτσι για ενθύμιο! της εξήγησα.
- Εμένα όμως δεν μου ζήτησες ποτέ! μου απάντησε.
- Γιατί όταν τον γνώρισες, ήσουνα ξεβράκωτη! Πετάχτηκε ο ετοιμόλογος Λέο, για να ακολουθήσει πανζουρλισμός από τα γέλια της οικογένειας.
Μετά άρχισε η μάνα μου να μας διηγείται για χιλιοστή φορά, τις μαλακίες που κάναμε όταν είμαστε μωρά. Ύστερα με συμβούλεψε προσωπικά να μην κάνω αυτά που ήδη δεν έκανα, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να τα κάνει, με μεγάλη της χαρά.
Κάποια στιγμή αποφάσισαν να φύγουν. Υπήρχε και άλλος που έπρεπε να τιμήσουν με την παρουσία τους. Δεν ρώτησα ποιός, ήταν σαν να τον έβλεπα: Λαθρέμπορος, σωματέμπορος, πολιτικός, κάτι τέτοιο τέλος πάντων! Ακολούθησαν οι αγκαλιές και τα φιλιά του αποχωρισμού. Η Λία χαιρετώντας με μου ψιθύρισε με πάθος στο αυτί:
- Το δώρο μου, στο χρωστάω... Ύστερα το δάγκωσε με τόση δύναμη, που τα μάτια μου δάκρυσαν!
- Ρε δεν πάτε στο διάολο όλοι, μουρμούρισα τρίβοντας το αυτί μου την ώρα που μου αποτελείωναν το γκαζόν. Εγώ σας διάλεξα;