12.8.19

Νανούρισμα


Παρασκευή 7 Ιουλίου 3 η ώρα μεσημέρι στην παραλία.
Είμαι με το μαγιό και κάνω βόλτες στην ακροθαλασσιά κρατώντας στην αγκαλιά μου το Μελινάκι.
Έχει κάνει το μπάνιο της, έχει πιεί το γάλα της και είναι έτοιμη να κοιμηθεί.
Είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου σαν πουλάκι. Ακουμπάει το μάγουλό της στον ώμο μου και κοιτάει αφηρημένα τη θάλασσα.
Περπατάω με τα πόδια μέσα στο νερό και της μιλάω για τα κύματα που γλύφουν τη ζεστή αμμουδιά.
Διάβασα της λέω, πως ο ήχος των κυμάτων είναι η ανάσα της αιωνιότητας. Εγώ όμως πιστεύω στην ανυπαρξία του χρόνου. Πως μπορούμε να μιλάμε άλλωστε για αιωνιότητα πάνω σ ένα πλανήτη που αργά ή γρήγορα, ακολουθώντας τη μοίρα του θα καταστραφεί; Θα προτιμούσα να ονομάσω τον ήχο των κυμάτων, σαν το τραγούδι της φύσης, της φύσης που έχει αρχή, μέση και τέλος όπως εμείς που της ανήκουμε και μας ανήκει.
Το κεφαλάκι της Μελίνας είχε βαρύνει στον ώμο μου σημάδι πως είχε αποκοιμηθεί.
Χάρηκα που μπορούσα να την κοιμίσω με τις φιλοσοφίες μου έστω και β’ διαλογής,  αντί με παραμύθια για κακούς λύκους και ωραίες βασιλοπούλες.
Την ακούμπησα με προσοχή στο ψαθάκι της πάνω στα ζεστά βότσαλα και την σκέπασα με μια πετσέτα του μπάνιου.
Γύρισε το κορμάκι της απ τη μεριά της θάλασσας και μισάνοιξε το στοματάκι της  ρουφώντας ήρεμα το δροσερό αεράκι.
Κοιμήθηκε γαλήνια, νανουρισμένη από τον ήχο των κυμάτων που χόρευαν στα πόδια της.
Δεν έδειχνε να προβληματίζεται όπως εγώ αν οι ήχοι αυτοί ήταν η ανάσα της αιωνιότητας, ή το τραγούδι της φύσης.
Της αρκούσε το νανούρισμα που της χάριζαν!