Πολύ θα ήθελα να είχα γεννηθεί μερικά χρόνια πριν, ώστε να συμμετείχα στο Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο. Όχι όμως σαν Έλληνας στρατιώτης, εδώ στην πατρίδα μου, δεν θα
θελα να ζήσω την προδοσία και την ταπείνωση που γνώρισε ο στρατός μας.
Θα προτιμούσα να ήμουν ξένος, Αμερικάνος για παράδειγμα, και να πολεμούσα
μακριά από τη χώρα μου, κάπου εδώ στην Ευρώπη. Γιατί πώς να το κάνουμε, έχει
άλλη χάρη να πολεμάς εκτός έδρας, αδιάφορος, ανεπηρέαστος από πατριωτικές υποχρεώσεις
και συγγενικά δράματα, χωρίς να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται, ή τους γονείς
σου να πεθαίνουν αβοήθητοι από την πείνα ή τους βομβαρδισμούς.
Άσε που γνωρίζεις και ένα σωρό άλλους τόπους, κάτι σαν πολεμικός τουρισμός
θα έλεγα, και μάλιστα τζάμπα!
Βέβαια ο πόλεμος δεν είναι κάτι ευχάριστο, ιδιαίτερα για όσους έφαγαν μια
σφαίρα στο κρανίο, ή ακόμα χειρότερα για όσους γύρισαν σακάτηδες, ενώ η
υπόλοιπη παρέα τους γύρισε χωρίς γρατζουνιά. Γιατί εκτός από τα σωματικά τους
τραύματα (που κάποια στιγμή θα επουλωθούν), θα έχουν και τα ψυχικά, και ειδικά το
σύμπλεγμα της γκαντεμιάς που δεν θα τους εγκαταλείψει ποτέ!
Όσοι όμως τη γλυτώσουν, θα γυρίσουν διαφορετικοί, γεμάτοι μοναδικές
εμπειρίες, και πάνω απ όλα, θα έχουν γνωρίσει τον εαυτό τους, θα μπορούν πλέον
να μιλάνε μαζί του, κοιτώντας τον στα μάτια, ενώπιος ενωπίω, χωρίς μισόλογα και
υπεκφυγές εκατέρωθεν.
Ναι, θα ήθελα να πολεμήσω, αν και δεν μου αρέσει ο πόλεμος. Παρόλο που μισώ
τη βία, τις βόμβες και τα ουρλιαχτά, παρόλο που φοβάμαι τον πόνο, τα αίματα, τα
χειρουργεία. Δε λέω, τα πάντα είναι μια συνήθεια, αλλά γιατί να συνηθίσω να
βλέπω άντερα και μυαλά χυμένα στη λάσπη; Ποιος ο λόγος;
Ίσως ο ηρωισμός που αποκαλύπτεται σαν λαμπρό όραμα, σαν μαγικό τοπίο, μόλις
καταφέρεις και ξεπεράσεις τα θλιβερά ανθρώπινά σου όρια.
Ίσως η άγνωστη ομαδική συνείδηση που σου αποκαλύπτεται σα θείο δώρο μέσα
στη φρίκη του πολέμου, που σε κάνει να αισθανθείς πως δεν είσαι μόνος, ούτε μοναδικός.
Ίσως γιατί σου δίνεται η ευκαιρία να βαδίσεις τα μυστικά μονοπάτια του νου,
που σε οδηγούν να κατανοήσεις το μεγαλείο του ανθρώπου, απαξιώνοντας τον, την
αξία της ζωής, απαρνιόντας την.
Ίσως για πολύ πιο ταπεινά και ξεχασμένα συναισθήματα, όπως η αλληλεγγύη της
ομάδας των συμπολεμιστών, η δυνατή φιλία και αυταπάρνηση που αναπτύσσονται μόνο
σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις. Η χαλάρωση που προσφέρει ένα ασήμαντο τσιγάρο στην
ανάπαυλα της μάχης. Η απόλαυση της γεύσης μιας ταλαιπωρημένης κονσέρβας που
ανοίγεται και τρώγεται με το σουγιά, η ειρήνη του ύπνου στις πιο αντίξοες
συνθήκες, η τσαλακωμένη τράπουλα στο χώμα, με έπαθλο την ψευδαίσθηση «σας νίκησα, άρα
υπάρχω».
Να γιατί θα ήθελα να πολεμήσω, χωρίς να είμαι πολεμιστής, όπως και όλοι οι
άλλοι που θα βρισκόντουσαν γύρω μου, μεροκαματιάρηδες, εργάτες, δημόσιοι υπάλληλοι,
επαγγελματίες. άνεργοι, καθημερινοί άνθρωποι νικητές ή χαμένοι, που ο πόλεμος θα
μας έκανε να φοράμε τις ίδιες στολές, να ακολουθούμε τους ίδιους σκληρούς κανόνες,
χωμένοι στην ίδια ανασφαλή τρύπα, καταφύγιο και τάφο μαζί.
Συμπολεμιστές, που κανείς μας δεν θα γνώριζε την ύπαρξη του άλλου πριν μας συμβούν
όλα αυτά, πριν η μοίρα διασταυρώσει τους τόπους και τους χρόνους μας, στο πεδίο
της μάχης. Που θα κλαίγαμε το θάνατό του διπλανού μας, και θα ρισκάρουμε την
ύπαρξή μας για να βοηθήσουμε τον τραυματισμένο φίλο.
Κι όταν ο πόλεμος τελείωνε, όταν ξαναγυρίζαμε στη ρουτίνα μιας εξίσου
σκληρής επιβίωσης, ο ήχος της μάχης στην αρχή θα γινόταν εφιάλτης, και μετά γλυκιά
ή πικρή ανάμνηση ανάλογα.
Ανάμνηση,
όπως και όλοι οι υπόλοιποι συγκάτοικοι της ποντικότρυπας, καθώς τα πρόσωπά τους
θα ξεθώριαζαν, και τα ονόματά τους θ άρχιζαν
να αμφισβητούνται, μέχρι που θα έσβηναν κάποια στιγμή απ τον εγκέφαλό μου.
No comments:
Post a Comment
Η γνώμη σας μετράει...