30.5.18

Κάποιος λείπει απόψε απ την παρέα...


Το είχε πάρει απόφαση. Μάταια πάλευαν να του αλλάξουν γνώμη. Κι όμως, όλα ήταν τόσο ήρεμα, τόσο ειρηνικά, που ο θάνατος φαινόταν εντελώς αταίριαστος στην παρέα τους, έτσι όπως ήταν καθισμένοι γύρω απ το μεταλλικό τραπεζάκι, με τα ούζα και τους μεζέδες.
- Καλά ρε, και το παιδί σου, που πάει ακόμα στο γυμνάσιο, δεν το σκέφτεσαι; Και τη γυναίκα σου που θα μείνει χήρα; Αμαρτία δεν είναι; Ρώτησε ο Μανώλης, πιο πολύ για να γίνεται κουβέντα, παρά για να τον πείσει.
- Έχουν υγεία, τους έγραψα και το σπίτι. Αυτή τη βοήθεια μπόρεσα να τους προσφέρω. Νομίζεις δεν τους έχω έννοια; Ίσως άμα φύγω, να είναι καλύτερα για όλους!
- Ρε συ, η ζωή είναι ωραία! Επενέβη ο Σήφης. Ο άλλος είναι μισοπεθαμένος, μες τα αίματα, με τα άντερα να του σέρνονται στο χώμα που λέει ο λόγος, και παλεύει για να ζήσει ένα δευτερόλεπτο παραπάνω.
- Ωραίο παράδειγμα βρήκες, τώρα που τρώω το χταπόδι ρε μαλάκα, πετάχτηκε αηδιασμένος ο Γιώργης!
- Μήτσο! Μια παρτίδα ακόμα, και άλλαξε το μεζέ, γιατί μας έφτιαξε ο Σήφης, παράγγειλε δυνατά.
- Έχω ωραία γαρδουμπίτσα! Φώναξε ο Μήτσος από μέσα.
- Βάλτη στον κώλο σου! Μουρμούρισε αηδιασμένη η παρέα εν χορώ.
- Εγώ ένα θα σου πω. Πήρε το λόγο ο Δημήτρης. Σκέψου μόνο τη στιγμή της κηδείας σου στην εκκλησία: Όλοι εμείς όρθιοι, ολοζώντανοι γύρω από το φέρετρο, κι εσύ ανάσκελα, πεθαμένος, με τη μαύρη κουστουμιά, εσύ που πάντα φορούσες τζιν, γεμάτος λουλούδια, να σου κρύψουνε τη μπόχα, και μια εικόνα στη κοιλιά.
- Να ρχεται και καμιά μύγα, ντάλα καλοκαίρι έχουμε, να χώνεται στη μύτη σου, να τη διώχνει η κόρη σου, κι εμείς να χουμε το νου μας μη μας αγγίξει η κωλόμυγα με την πτωμαΐνη. Συμπλήρωσε ο Σήφης, με τις ούτως ή άλλως αηδιαστικές περιγραφές του.
- Δεν πειράζει, οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς! Αντέκρουσε με σθένος!
- Ναι ρε μάπα, αλλά στην κηδεία θα είμαστε ανακατεμένοι. Πετάχτηκε ο Γιώργης. Σκέψου εδώ την παρέα: Εμένα μπορεί να με τρώνε τα παπάρια μου και να τα ξύνω με τρόπο. Ο Σήφης με τον Μανώλη, μπορεί να χαλβαδιάζουν τα βυζιά μιας ξαδέλφης σου. Ο Δημήτρης να μιλάει με τρόπο στο κινητό με ένα πελάτη για πλακάκια. Όλοι ζούμε, όλοι κάτι κάνουμε, συνεχίζουμε...
- Μόνο εσύ θα σαι κοκαλωμένος στο κασόνι, με πουδραρισμένη μούρη σα την πουτάνα! Συμπλήρωσε ο Δημητρός.
- Τι θα μου βάλουνε και πούδρα;
- Όχι θα σε αφήσουνε ρε! Επενέβη ο φρικιαστικός Σήφης. Και τον κώλο σου που θα έχει ανοίξει, θα τον στουπώσουνε με σερβιέτες!
- Έλα ρε Σήφη! Σκάσε καμιά φορά! Τρώμε ρε μαλάκα! Πετάχτηκε η ομήγυρης.

Τελικά το πε και το κανε! Με ένα μακάβριο τρόπο: Αυτοπυρπολήθηκε.
Πρέπει να υπέφερε πολύ μέχρι να παραδώσει το πνεύμα του, είπε ο ιατροδικαστής.
Δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Και στην εκκλησία, και στην ταφή, το φέρετρό του παρέμεινε σφραγισμένο....

No comments:

Post a Comment

Η γνώμη σας μετράει...