29.5.18

Βραδιάζει


Μικρός περίμενα πως και πως τη νύχτα. Ιδίως τα καλοκαίρια στο Πόρο. Ανέμελες βόλτες απ’ τ’ απόγευμα στην παραλία, σαγανάκια στου Γιώργου του Βαρβέρη, μπύρες στου Σωτήρη του Κερρά, και όταν βράδιαζε για καλά, γραμμή για τις Μυλόπετρες, το night club όπως τα έλεγαν τότε.
Αλλοδαπές πιο τρελαμένες και από εμάς, μια international συνεδρία, όλοι στο ίδιο κόλπο του ερωτικού πάρε δώσε. Ματιές σαν σαΐτες που διασταύρωναν τις πορείες τους ανάμεσα στα χρωματιστά γλομπάκια και τις νότες μιας ποπ Ερωτικής Συμφωνίας. Νερωμένο ουίσκυ με παγάκια, ελεύθερο φλερτ, παθιασμένα βλέμματα, σέικ, χασάπικο, χασαποσέρβικο για την απογείωση, και καπάκι μπλουζ, πιωμένοι, ιδρωμένοι και αμοιβαία ερεθισμένοι.
Ήταν κάτι νύχτες μαγικές αλλά σύντομες, και το πρωί μας ξυπνούσε ο ήλιος πάνω στην άμμο, κουκουλωμένους απ’ τα αγιάζι με νωπές πετσέτες μπάνιου, αγκαλιά με μια άγνωστη που υπέφερε συνήθως από πονοκεφάλους και κενά μνήμης.
Τώρα η νύχτα με τρομάζει. Όταν βραδιάζει με πιάνει κατάθλιψη, το σκοτάδι θυμίζει θάνατο, οι ώρες ατέλειωτες, το ρολόι κολλημένο, και το ξημέρωμα με βρίσκει πάντα στο ίδιο μέρος, να προσπαθώ να ερμηνεύσω ξεχασμένα ελπιδοφόρα όνειρα, ενός κομματιασμένου ύπνου.
Είναι ο χρόνος που κυλάει, και κάνει τις ωραίες αναμνήσεις να μοιάζουν με πληγές που πονάνε στις αλλαγές του καιρού. Είναι αυτό το αέναο της μέρας-νύχτας, που πρώτα με άφηνε αδιάφορο, και τώρα το ζηλεύω. Είναι το τέλος που ποτέ δεν περίμενα, και τώρα το καλοπιάνω για να μου δείξει επιείκεια.

Βραδιάζει πάλι σήμερα βραδιάζει,
και τότε το τραγούδι σιγοπιάνω
σα μάνα το σκοτάδι μ’ αγκαλιάζει
μια τέτοια ώρα θέλω να πεθάνω,
βραδιάζει…

Μια ζωή ροκ, και τώρα μου ήρθε το μπλουζ του Καζαντζίδη στο μυαλό μου
Καλό είναι αυτό;

No comments:

Post a Comment

Η γνώμη σας μετράει...