Καθόμουν ένα απόγευμα κι έπινα το ουζάκι μου, στην παραλία
του Γαλατά στο καφενείο του Ασπρούλη. Χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά, έπιασα κάτι
γνωστούς μου να συζητούν με έναν άγνωστο.
Πριν προλάβω να γυρίσω το βλέμμα μου μην καρφωθώ, στράφηκαν
προς το μέρος μου, δείχνοντάς με.
Ο άγνωστος τους ευχαρίστησε με μια κίνηση του κεφαλιού, και
με πλησίασε. Συνομήλικος πάνω-κάτω γύρω στα 25, με το ίδιο φλωρίστικο Αθηναίικο
στυλ, που κουβαλούσα κι εγώ.
- Καλησπέρα, ο Στέλιος;
Του έγνεψα ναι και του έδειξα με το χταποδάκι που κρατούσα
στην οδοντογλυφίδα να καθίσει.
Μου είπε το όνομά του, που δεν συγκράτησα βέβαια μετά από
τόσα χρόνια, και μπήκε κατευθείαν στο ψητό:
- Ήρθα Σαββατοκύριακο για ψάρεμα, με ένα καινούργιο
παραγάδι που αγόρασα στην Αθήνα. Επειδή έμαθα πως έχεις βάρκα και ξέρεις τα
νερά, θα ήθελα να με πας σε ένα ψαρότοπο να το ρίξουμε.
- «Κωλόπαιδα» μουρμούρησα για τους γνωστούς μου, που δεν
κρατάνε το στόμα τους κλειστό.
Η πρότασή του δεν μου άρεσε καθόλου ομολογώ, για ένα σωρό
λόγους. Από πού να ξεκινήσω; Πως δεν είχα ψαρέψει ποτέ με παραγάδι και ούτε ήξερα;
Και μόνο που έβλεπα τους ψαράδες να κάθονται με τις ώρες σκυμμένοι στα ψάθινα
πανέρια τους, να ξεμπλέκουν πετονιές, να μετράνε τις οργιές, να δένουν
αγκίστρια, να τυλίγουν τα παράμαλλα με τόση μαεστρία, με έπιανε δέος.
Δεν ήμουν εγώ για τέτοια μπελαλίδικα ψαρέματα. Άσε που σε
λίγο νύχτωνε και ο κοντινότερος ψαρότοπος ήταν μια ώρα να πας και μια να
γυρίσεις, δύο. Και πόσο θα μας έπαιρνε η διαδικασία να το ρίξουμε; Χώρια που
έπρεπε να κάνουμε τα ίδια για να το μαζέψουμε αύριο το πρωί. Με τίποτα.
Ασπρούλης και πάλι Ασπρούλης!
Αρνήθηκα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, αλλά ο τύπος ήταν
επίμονος. Κατανοούσα βέβαια την κάψα του να βρέξει το καινούργιο του παραγάδι,
αλλά εγώ τι έφταιγα;
- Κοίτα Στέλιο, χρησιμοποίησε το έσχατο επιχείρημα, ότι σου
ζητώ, με το αζημίωτο εννοείται. Αν θέλεις να σου δώσω λεφτά, ή να μοιραστούμε
τα ψάρια. Ότι διαλέξεις!
Λογικά, θα έβαζα τα γέλια και για τις δυο εναλλακτικές
προτάσεις. Είχα πιεί όμως ήδη δυο ούζα πριν έρθει και άλλα δυο που ήπιαμε
παρέα, ότι πρέπει για με πιάσει μπόσικο.
«Δε γαμιέται» είπα μέσα μου, «πάμε κι ο θεός βοηθός».
Δώσαμε ραντεβού μετά από 20 λεπτά στη βάρκα μου, αφού πρώτα
του έδειξα που ήταν αραγμένη. Ήρθε σε λιγότερο από 10, αγκαλιά με το παραγάδι
του. Μια κόκκινη πλαστική λεκάνη με ένα φελιζόλ δεμένο περιμετρικά στο χείλος
της για να καρφώνει τα αγκίστρια. Έδειχνε τόσο ερασιτεχνικό, τόσο αγοραστό, το
ταμπελάκι με την τιμή του έλειπε.
Γύρω-γύρω κρεμόντουσαν καμιά εκατοστή αγκιστράκια, δολωμένα
με χοντρά κομμάτια καλαμαριού.
- Πότε πρόλαβες και τα δόλωσες; Ρώτησα περίεργος.
- Τα δόλωσα στο καράβι όταν ερχόμουν!
- «Θεέ μου!» ψιθύρισα μόλις το έκανα εικόνα..
Το ότι δεν έφερε καλαδούρια για να σημαδέψουμε τη θέση του,
σκοινιά, βαρίδια, κανένα από τα παρελκόμενα εργαλεία του συγκεκριμένου
ψαρέματος, μου έδιωξε το άγχος. Τούτος εδώ δεν είχε ιδέα από παραγάδια. Πιο
άσχετος κι από εμένα. Απλά το είδε σε μια βιτρίνα, του γυάλισε και το αγόρασε!
Αφού λοιπόν κανείς μας δεν χαμπάριαζε την τέχνη του
παραγαδιού, άρα ψάρια δεν θα πιάναμε ούτως ή άλλως, σκέφτηκα πονηρά να
περιορίσω κάπως την ταλαιπωρία. Αντί να τραβήξουμε για τους μακρινούς
ψαρότοπους, θα τον πήγαινα στην Άρτιμο, 15 λεπτά απόσταση, που ο βυθός της ήταν
σκέτη άμμος, η καλύτερη πλαζ του Γαλατά.
Να περιμένεις ψάρια σε τέτοια ξεραΐλα, ήταν σα να ψάχνεις
μαρούλια στη Σαχάρα.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στον προορισμό μας και έβαλα κράτει
στην εξωλέμβιο.
- Πως είναι εδώ ο βυθός; με ρώτησε, προσπαθώντας να
προσανατολιστεί.
Ευτυχώς ο Ήλιος είχε πάρει μια γωνία, που η θάλασσα γυάλιζε
και δεν φαινόταν τίποτα από κάτω.
- Ο Παράδεισος των πετρόψαρων! Του απάντησα με σιγουριά.
Γεμάτος ξέρες και πλάκες! (Εκ των υστέρων έμαθα, πως δεν ρίχνεις παραγάδι πάνω
σε ένα βυθό γεμάτο ξέρες και πλάκες, γιατί δεν πρόκειται να το ανεβάσεις ποτέ).
- Και πως λέγεται αυτό το μέρος;
Ερώτηση παγίδα. Αν μάθαιναν έξω πως ρίξαμε παραγάδι στην
Αλυκή, θα με κράζανε.
- Α, εδώ είναι η ξέρα του Μαυροκορδάτου, τον παραπλάνησα,
με το όνομα του καλύτερου ψαρότοπου της περιοχής.
Έσκυψε στην πλαστική λεκάνη ψάχνοντας την αρχή του
παραγαδιού. Συνοπτικά για όσους δεν γνωρίζουν, το παραγάδι είναι μια χοντρή
πετονιά που ονομάζεται μάνα, τυλιγμένη κυκλικά μέσα σε ένα κοφίνι. Κάθε ενάμισι
μέτρο περίπου (μια οργιά) της μάνας κρέμεται από ένα παράμαλο, μια λεπτότερη
πετονιά μήκους 50 περίπου εκατοστών, με ένα αγκίστρι δεμένο στην άκρη. Ένα
παραγάδι σαν του φίλου μου για παράδειγμα με εκατό αγκίστρια, έχει μήκος μάνας
γύρω στα 200 μέτρα. Αρχίζει και τελειώνει με μια θηλιά, μέσα στην οποία δένουμε
με σκοινί ένα βαρίδι για να το κρατήσει στον πάτο. Το σκοινί καταλήγει σε ένα
καλαδούρι στην επιφάνεια, μια σημαδούρα δηλαδή για να βρίσκουμε τη θέση του.
Συμπεραίνοντας από το χαζό ύφος που κοιτούσε τη θηλιά,
μάλλον συνειδητοποιούσε πως κάτι ξέχασε ν αγοράσει.
- Έλα, δέσε βαρίδι και καλαδούρι να ξεκινήσουμε! Τον
αποτελείωσα.
- Ρε φίλε, δεν έχω φέρει τίποτα άλλο μαζί μου, απολογήθηκε,
στριφογυρίζοντας την άδεια θηλιά, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
- Και τώρα τι κάνουμε;
Θυμήθηκα δυο άδεια μπιτόνια που είχα στο ταμπούκι της
πλώρης. Πάντα ανέβαλα να τα πετάξω, και να που τώρα έπιασαν τόπο. Γέμισα το ένα
με θαλασσινό νερό για χρησιμεύσει σαν βαρίδι, και στο άλλο έσφιξα δυνατά το
καπάκι και το έκανα καλαδούρι. Αντί για σκοινί, έκοψα λίγο κορδόνι από μια
μπρακαρόλα για χταπόδια,
Όταν όλα ήταν έτοιμα, έβαλα πρόσω, του έκανα νόημα να
φουντάρει τα μπιτόνια και ξεκινήσαμε.
Προχωρήσαμε στο ρελαντί, με μια πορεία ζικ-ζακ. Εγώ πίσω
στη μηχανή, και ο φίλος μου στην πλώρη ξετύλιγε αργά το παραγάδι στη θάλασσα.
Στην αρχή δυσκολευόταν δικαιολογημένα και έκανε άτσαλες κινήσεις, εγώ όμως τον
παρακολουθούσα, και όταν τα μπέρδευε, έκοβα ταχύτητα για να του δώσω χρόνο.
Άλλοτε πάλι, όταν η μάνα ξετυλιγόταν ελεύθερα, γκάζωνα λίγο για να μην
κουβαριαστεί στο βυθό.
Μ αυτά και με άλλα πολλά, φτάσαμε αισίως στο τελευταίο
αγκίστρι. Αφήσαμε και τη δεύτερη θηλιά να πάει αύτανδρη αφού δεν είχαμε τίποτα
να της δέσουμε, και βάλαμε φουλ πλώρη για Γαλατά. Ένα μπιτόνι ήταν αρκετό να
ξαναβρούμε το παραγάδι μας την επομένη, πάνω σε μια θάλασσα λάδι...
Φτάσαμε στο ρεμέτζο της βάρκας την ώρα που σουρούπωνε. Σε
όλη τη διαδρομή μου τα είχε πρήξει, γκαρίζοντας για να υπερκαλύψει το θόρυβο
της μηχανής, με τα ψαρικά του κατορθώματα. Δεν έδινα βάση φυσικά στις παπαριές
που έλεγε, αλλά όλο κάτι για συναγρίδες τόσες άκουγα, για σαργούς, λυθρίνια,
τσιπούρες κι ένα σωρό καθαρά ψάρια ΑΑ.
- «Θα φας καλά» σκεφτόμουν. Εδώ που ήρθαμε, το πολύ-πολύ να
ξέθαβε καμιά δράκαινα από την άμμο, να τον χτύπαγε με το αγκάθι της και να τον
έστελνε αδιάβαστο!
Έμεινα να δέσω τη βάρκα, καθώς με αποχαιρετούσε
ανανεώνοντας το ραντεβού μας για αύριο στις 5 το πρωί.
- Σακούλες για τα ψάρια μην ξεχάσεις! Του υπενθύμισα
χαιρέκακα καθώς απομακρυνόταν..
Νετάρισα το σκοινί της άγκυρας, υπολόγισα την απόσταση της
πλώρης για να μπορέσω να πηδήξω έξω, και ανασήκωσα την εξωλέμβιο από τη
θάλασσα.
Τότε αντίκρυσα το θέαμα!
Ολόκληρο το παραγάδι που γέμιζε μέχρι πάνω την κόκκινη
λεκάνη, συρρικνωμένο σαν μια μικρή μερίδα κοκορέτσι στον άξονα της προπέλας
μου. Μια μάζα από λιωμένη πετονιά, τσακισμένα αγκίστρια και ένα αηδιαστικό
πολτό από καλαμάρια! Ένα σίχαμα με δυο λόγια, κολλημένο με ψαρόκολλα στη
μηχανούλα μου!
Η μόνη εξήγηση, ήταν να πιάστηκε το τελευταίο παράμαλο στην
προπέλα και ότι ρίχναμε τόση ώρα στη θάλασσα, το ξανατράβηξε πίσω, τυλίγοντάς
το ασφυκτικά στον άξονά της.
Για μπιτόνια και σκοινιά δεν το συζητάμε, κάπου θα
ταξίδευαν στο Σαρωνικό.
Και πως βγάζουμε τώρα αυτό το πράγμα; Έφαγα πάνω από μια
ώρα, προσπαθώντας με ένα σουγιά να αποκολλήσω κομματάκι - κομματάκι αυτή τη
μάζα που είχε γίνει ένα με τον άξονα.
Όταν τέλειωσα είχε βραδιάσει για τα καλά, χωρίς να είμαι
σίγουρος πως καθάρισε εντελώς, και δεν είχε ρουφήξει κανένα κομμάτι η αντλία
του νερού.
Δεν είχα όρεξη να κατέβω στο Γαλατά, αν και η παρέα τέτοια
ώρα θα είχε αρχίσει τα ούζα.
Προτίμησα να πάω σπίτι για ύπνο. Αύριο θα ξυπνούσα χωρίς
λόγο μαύρα χαράματα...