4.7.22

Το παραγάδι

 

Καθόμουν ένα απόγευμα κι έπινα το ουζάκι μου, στην παραλία του Γαλατά στο καφενείο του Ασπρούλη. Χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά, έπιασα κάτι γνωστούς μου να συζητούν με έναν άγνωστο.

Πριν προλάβω να γυρίσω το βλέμμα μου μην καρφωθώ, στράφηκαν προς το μέρος μου, δείχνοντάς με.

Ο άγνωστος τους ευχαρίστησε με μια κίνηση του κεφαλιού, και με πλησίασε. Συνομήλικος πάνω-κάτω γύρω στα 25, με το ίδιο φλωρίστικο Αθηναίικο στυλ, που κουβαλούσα κι εγώ.

- Καλησπέρα, ο Στέλιος;

Του έγνεψα ναι και του έδειξα με το χταποδάκι που κρατούσα στην οδοντογλυφίδα να καθίσει.

Μου είπε το όνομά του, που δεν συγκράτησα βέβαια μετά από τόσα χρόνια, και μπήκε κατευθείαν στο ψητό:

- Ήρθα Σαββατοκύριακο για ψάρεμα, με ένα καινούργιο παραγάδι που αγόρασα στην Αθήνα. Επειδή έμαθα πως έχεις βάρκα και ξέρεις τα νερά, θα ήθελα να με πας σε ένα ψαρότοπο να το ρίξουμε.

- «Κωλόπαιδα» μουρμούρησα για τους γνωστούς μου, που δεν κρατάνε το στόμα τους κλειστό.

Η πρότασή του δεν μου άρεσε καθόλου ομολογώ, για ένα σωρό λόγους. Από πού να ξεκινήσω; Πως δεν είχα ψαρέψει ποτέ με παραγάδι και ούτε ήξερα; Και μόνο που έβλεπα τους ψαράδες να κάθονται με τις ώρες σκυμμένοι στα ψάθινα πανέρια τους, να ξεμπλέκουν πετονιές, να μετράνε τις οργιές, να δένουν αγκίστρια, να τυλίγουν τα παράμαλλα με τόση μαεστρία, με έπιανε δέος.

Δεν ήμουν εγώ για τέτοια μπελαλίδικα ψαρέματα. Άσε που σε λίγο νύχτωνε και ο κοντινότερος ψαρότοπος ήταν μια ώρα να πας και μια να γυρίσεις, δύο. Και πόσο θα μας έπαιρνε η διαδικασία να το ρίξουμε; Χώρια που έπρεπε να κάνουμε τα ίδια για να το μαζέψουμε αύριο το πρωί. Με τίποτα. Ασπρούλης και πάλι Ασπρούλης!

Αρνήθηκα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, αλλά ο τύπος ήταν επίμονος. Κατανοούσα βέβαια την κάψα του να βρέξει το καινούργιο του παραγάδι, αλλά εγώ τι έφταιγα;

- Κοίτα Στέλιο, χρησιμοποίησε το έσχατο επιχείρημα, ότι σου ζητώ, με το αζημίωτο εννοείται. Αν θέλεις να σου δώσω λεφτά, ή να μοιραστούμε τα ψάρια. Ότι διαλέξεις! 

Λογικά, θα έβαζα τα γέλια και για τις δυο εναλλακτικές προτάσεις. Είχα πιεί όμως ήδη δυο ούζα πριν έρθει και άλλα δυο που ήπιαμε παρέα, ότι πρέπει για με πιάσει μπόσικο.

«Δε γαμιέται» είπα μέσα μου, «πάμε κι ο θεός βοηθός».

 

Δώσαμε ραντεβού μετά από 20 λεπτά στη βάρκα μου, αφού πρώτα του έδειξα που ήταν αραγμένη. Ήρθε σε λιγότερο από 10, αγκαλιά με το παραγάδι του. Μια κόκκινη πλαστική λεκάνη με ένα φελιζόλ δεμένο περιμετρικά στο χείλος της για να καρφώνει τα αγκίστρια. Έδειχνε τόσο ερασιτεχνικό, τόσο αγοραστό, το ταμπελάκι με την τιμή του έλειπε.

Γύρω-γύρω κρεμόντουσαν καμιά εκατοστή αγκιστράκια, δολωμένα με χοντρά κομμάτια καλαμαριού.

- Πότε πρόλαβες και τα δόλωσες; Ρώτησα περίεργος.

- Τα δόλωσα στο καράβι όταν ερχόμουν!

- «Θεέ μου!» ψιθύρισα μόλις το έκανα εικόνα..

Το ότι δεν έφερε καλαδούρια για να σημαδέψουμε τη θέση του, σκοινιά, βαρίδια, κανένα από τα παρελκόμενα εργαλεία του συγκεκριμένου ψαρέματος, μου έδιωξε το άγχος. Τούτος εδώ δεν είχε ιδέα από παραγάδια. Πιο άσχετος κι από εμένα. Απλά το είδε σε μια βιτρίνα, του γυάλισε και το αγόρασε!

Αφού λοιπόν κανείς μας δεν χαμπάριαζε την τέχνη του παραγαδιού, άρα ψάρια δεν θα πιάναμε ούτως ή άλλως, σκέφτηκα πονηρά να περιορίσω κάπως την ταλαιπωρία. Αντί να τραβήξουμε για τους μακρινούς ψαρότοπους, θα τον πήγαινα στην Άρτιμο, 15 λεπτά απόσταση, που ο βυθός της ήταν σκέτη άμμος, η καλύτερη πλαζ του Γαλατά.

Να περιμένεις ψάρια σε τέτοια ξεραΐλα, ήταν σα να ψάχνεις μαρούλια στη Σαχάρα.

 

Κάποια στιγμή φτάσαμε στον προορισμό μας και έβαλα κράτει στην εξωλέμβιο.

- Πως είναι εδώ ο βυθός; με ρώτησε, προσπαθώντας να προσανατολιστεί.

Ευτυχώς ο Ήλιος είχε πάρει μια γωνία, που η θάλασσα γυάλιζε και δεν φαινόταν τίποτα από κάτω.

- Ο Παράδεισος των πετρόψαρων! Του απάντησα με σιγουριά. Γεμάτος ξέρες και πλάκες! (Εκ των υστέρων έμαθα, πως δεν ρίχνεις παραγάδι πάνω σε ένα βυθό γεμάτο ξέρες και πλάκες, γιατί δεν πρόκειται να το ανεβάσεις ποτέ).

- Και πως λέγεται αυτό το μέρος;

Ερώτηση παγίδα. Αν μάθαιναν έξω πως ρίξαμε παραγάδι στην Αλυκή, θα με κράζανε.

- Α, εδώ είναι η ξέρα του Μαυροκορδάτου, τον παραπλάνησα, με το όνομα του καλύτερου ψαρότοπου της περιοχής.

 

Έσκυψε στην πλαστική λεκάνη ψάχνοντας την αρχή του παραγαδιού. Συνοπτικά για όσους δεν γνωρίζουν, το παραγάδι είναι μια χοντρή πετονιά που ονομάζεται μάνα, τυλιγμένη κυκλικά μέσα σε ένα κοφίνι. Κάθε ενάμισι μέτρο περίπου (μια οργιά) της μάνας κρέμεται από ένα παράμαλο, μια λεπτότερη πετονιά μήκους 50 περίπου εκατοστών, με ένα αγκίστρι δεμένο στην άκρη. Ένα παραγάδι σαν του φίλου μου για παράδειγμα με εκατό αγκίστρια, έχει μήκος μάνας γύρω στα 200 μέτρα. Αρχίζει και τελειώνει με μια θηλιά, μέσα στην οποία δένουμε με σκοινί ένα βαρίδι για να το κρατήσει στον πάτο. Το σκοινί καταλήγει σε ένα καλαδούρι στην επιφάνεια, μια σημαδούρα δηλαδή για να βρίσκουμε τη θέση του.

Συμπεραίνοντας από το χαζό ύφος που κοιτούσε τη θηλιά, μάλλον συνειδητοποιούσε πως κάτι ξέχασε ν αγοράσει.

- Έλα, δέσε βαρίδι και καλαδούρι να ξεκινήσουμε! Τον αποτελείωσα.

- Ρε φίλε, δεν έχω φέρει τίποτα άλλο μαζί μου, απολογήθηκε, στριφογυρίζοντας την άδεια θηλιά, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.

- Και τώρα τι κάνουμε;

Θυμήθηκα δυο άδεια μπιτόνια που είχα στο ταμπούκι της πλώρης. Πάντα ανέβαλα να τα πετάξω, και να που τώρα έπιασαν τόπο. Γέμισα το ένα με θαλασσινό νερό για χρησιμεύσει σαν βαρίδι, και στο άλλο έσφιξα δυνατά το καπάκι και το έκανα καλαδούρι. Αντί για σκοινί, έκοψα λίγο κορδόνι από μια μπρακαρόλα για χταπόδια,

Όταν όλα ήταν έτοιμα, έβαλα πρόσω, του έκανα νόημα να φουντάρει τα μπιτόνια και ξεκινήσαμε.

Προχωρήσαμε στο ρελαντί, με μια πορεία ζικ-ζακ. Εγώ πίσω στη μηχανή, και ο φίλος μου στην πλώρη ξετύλιγε αργά το παραγάδι στη θάλασσα. Στην αρχή δυσκολευόταν δικαιολογημένα και έκανε άτσαλες κινήσεις, εγώ όμως τον παρακολουθούσα, και όταν τα μπέρδευε, έκοβα ταχύτητα για να του δώσω χρόνο. Άλλοτε πάλι, όταν η μάνα ξετυλιγόταν ελεύθερα, γκάζωνα λίγο για να μην κουβαριαστεί στο βυθό.

Μ αυτά και με άλλα πολλά, φτάσαμε αισίως στο τελευταίο αγκίστρι. Αφήσαμε και τη δεύτερη θηλιά να πάει αύτανδρη αφού δεν είχαμε τίποτα να της δέσουμε, και βάλαμε φουλ πλώρη για Γαλατά. Ένα μπιτόνι ήταν αρκετό να ξαναβρούμε το παραγάδι μας την επομένη, πάνω σε μια θάλασσα λάδι...

 

Φτάσαμε στο ρεμέτζο της βάρκας την ώρα που σουρούπωνε. Σε όλη τη διαδρομή μου τα είχε πρήξει, γκαρίζοντας για να υπερκαλύψει το θόρυβο της μηχανής, με τα ψαρικά του κατορθώματα. Δεν έδινα βάση φυσικά στις παπαριές που έλεγε, αλλά όλο κάτι για συναγρίδες τόσες άκουγα, για σαργούς, λυθρίνια, τσιπούρες κι ένα σωρό καθαρά ψάρια ΑΑ.

- «Θα φας καλά» σκεφτόμουν. Εδώ που ήρθαμε, το πολύ-πολύ να ξέθαβε καμιά δράκαινα από την άμμο, να τον χτύπαγε με το αγκάθι της και να τον έστελνε αδιάβαστο!

Έμεινα να δέσω τη βάρκα, καθώς με αποχαιρετούσε ανανεώνοντας το ραντεβού μας για αύριο στις 5 το πρωί.

- Σακούλες για τα ψάρια μην ξεχάσεις! Του υπενθύμισα χαιρέκακα καθώς απομακρυνόταν..

 

Νετάρισα το σκοινί της άγκυρας, υπολόγισα την απόσταση της πλώρης για να μπορέσω να πηδήξω έξω, και ανασήκωσα την εξωλέμβιο από τη θάλασσα.

Τότε αντίκρυσα το θέαμα!

Ολόκληρο το παραγάδι που γέμιζε μέχρι πάνω την κόκκινη λεκάνη, συρρικνωμένο σαν μια μικρή μερίδα κοκορέτσι στον άξονα της προπέλας μου. Μια μάζα από λιωμένη πετονιά, τσακισμένα αγκίστρια και ένα αηδιαστικό πολτό από καλαμάρια! Ένα σίχαμα με δυο λόγια, κολλημένο με ψαρόκολλα στη μηχανούλα μου!

Η μόνη εξήγηση, ήταν να πιάστηκε το τελευταίο παράμαλο στην προπέλα και ότι ρίχναμε τόση ώρα στη θάλασσα, το ξανατράβηξε πίσω, τυλίγοντάς το ασφυκτικά στον άξονά της.

Για μπιτόνια και σκοινιά δεν το συζητάμε, κάπου θα ταξίδευαν στο Σαρωνικό.

Και πως βγάζουμε τώρα αυτό το πράγμα; Έφαγα πάνω από μια ώρα, προσπαθώντας με ένα σουγιά να αποκολλήσω κομματάκι - κομματάκι αυτή τη μάζα που είχε γίνει ένα με τον άξονα.

Όταν τέλειωσα είχε βραδιάσει για τα καλά, χωρίς να είμαι σίγουρος πως καθάρισε εντελώς, και δεν είχε ρουφήξει κανένα κομμάτι η αντλία του νερού.

Δεν είχα όρεξη να κατέβω στο Γαλατά, αν και η παρέα τέτοια ώρα θα είχε αρχίσει τα ούζα.

Προτίμησα να πάω σπίτι για ύπνο. Αύριο θα ξυπνούσα χωρίς λόγο μαύρα χαράματα...


21.6.22

Πλατς πλουτς!

 


Τι γίνεται ρε φιλαράκια; Ρίχνουμε καμιά βουτιά στη θάλασσα, ή πλατσουρίζουμε στα γαλήνια ύδατα της μιζέριας μας;

20.11.21

Οικογένεια Καστιλιάνο - "NADIM" μέρος τρίτο (τελευταίο)

 

Όλοι από το πλήρωμα του σκάφους είχαν πολλαπλά καθήκοντα, όπως διαπιστώσαμε στην πορεία. Για οικονομία προσωπικού, υπέθεσα εγώ, για να μην ξύνουν τα’ αρχίδια τους επέμεναν τ’ αδέλφια μου.
Ο σεφ μας πάντως, όσο επιδέξιος κι αν ήταν στο μανουβράρισμα των κάβων, στην κουζίνα έδινε ρέστα!
Η ολυμπιακών διαστάσεων αστακομακαρονάδα του, ήρθε να απογειώσει την ήδη καλή μας διάθεση, όταν επιστρέψαμε ορεξάτοι και ανυπόμονοι από τη θάλασσα.
Ένα οβάλ μαονένιο τραπέζι είχε εμφανιστεί ως δια μαγείας στην πρύμη, στρωμένο με όλους τους καρπούς της θάλασσας. Ψάρια, αχιβάδες, χταπόδια, καβούρια, αχινοσαλάτες και ένα σωρό σπεσιαλιτέ του σεφ που περιδρομιάσαμε μεν, αλλά δεν συγκρατήσαμε τα ονόματά τους δε.
Στο κέντρο δέσποζε η προαναφερθείσα αστακομακαρονάδα σε μια πιατέλα που θύμιζε κανό, αρκετή για να χορτάσει εμάς, και τους γείτονες στα πέριξ λιμανάκια.
Φυσικά οι πρώτοι που όρμησαν ήταν τα τρίδυμα. Οι γνωστές μαλακίες των γονιών «να φάνε πρώτα τα παιδιά» κλπ, μας ανάγκασαν εκτός από την πείνα να υποστούμε και το σιχαμερό θέαμα. Τα τρία γουρουνάκια πασαλειμμένα σάλτσες και μακαρόνια μέχρι τα βυζιά, να μαγαρίζουν τους πανάκριβους αστακούς, καταπίνοντας μια μπουκιά και φτύνοντας δέκα.
Δεν μου έφταναν όλα αυτά, είχα και την ποδάρα της Λίας κάτω απ' το τραπέζι να παλεύει να χωθεί στο μαγιό μου. Και δώστου να μου πετάει με τρόπο ψίχες και καβουροπόδαρα. Δεν κάνουμε δουλειά έτσι!
Μετά το φαΐ κι ενώ βρισκόμαστε σε στάδιο προχωρημένης νάρκωσης, ο skipper κατόπιν συνεννόησης με τον Τζιμάκο μας ανακοίνωσε επίσημα το βραδινό πρόγραμμα: Αραλίκι μέχρι τις 8.30΄μμ για ύπνο και κολύμπι κατά βούληση. Στις 8.31΄ θ’ αποπλέαμε με το φουσκωτό για βόλτα στο λιμάνι του Πόρου, μετ’ επιστροφής. Όσοι επιθυμούσαμε Poros by night, θα παραμέναμε στο νησί μέχρις εσχάτων!
Στο διάδρομο για την καμπίνα μου, με πρόλαβε η Λία με απειλητικές διαθέσεις:
- Το βράδυ θα σε ξεσκίσω! Γρύλισε στο αυτί μου σε κατάσταση ίστρου, και μου έφυγε ο τάκος!  
 
Εννοείται πως μόλις μπήκα στην καμπίνα έδωσα μάχη με τη γυναίκα και την κόρη μου ν αποφύγουμε τη νυκτερινή έξοδο. Μια μάχη χαμένη, αφού δεν μπορούσα να δικαιολογήσω την άρνησή μου από τη μία, ούτε να τους στερήσω την ευκαιρία να διασκεδάσουν από την άλλη. Εγώ τις ξεσήκωσα να πάμε κρουαζιέρα και τώρα τους την έβγαζα ξινή.
- Εντάξει, υποχώρησα τελικά. Αλλά με έναν όρο: Δεν θα με αφήσετε στιγμή από κοντά σας!
Αλληλοκοιτάχτηκαν και συμφώνησαν.
 
Κι όμως, αυτή η βραδιά που ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς, ξημέρωσε με τις ωραιότερες αναμνήσεις!  
Αγκαζέ και οι τρεις, μπήκαμε στο κλαμπ του Πόρου, με την ίδια στάση και ελαφρώς τρικλίζοντας το αποχαιρετήσαμε τα χαράματα.
Τηρώντας τη συμφωνία μας, δεν αφήσαμε κανένα να διασπάσει τη συνοχή της παρέα μας. Στην αρχή συγκρατημένα, σα να κάναμε αγγαρεία, μέχρι που σιγά-σιγά χαλαρώσαμε, αφεθήκαμε στο συναίσθημα και νιώσαμε ενωμένοι όπως παλιά: Η μαμά, ο μπαμπάς και το μωράκι τους!
Λες και η ζωή μας έκανε restart, ξαναγνώρισα κάτω απ' το μαγικό αυγουστιάτικο φεγγάρι τη μέλλουσα γυναίκα μου. Φλερτάραμε όπως παλιά, με την ρομαντική αδεξιότητα της νιότης μας. Διαβάσαμε στα λιγωμένα μάτια μας τις ίδιες υποσχέσεις, και ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί, μπροστά στη μελλοντική μας κόρη!
 
Μου ήταν αδύνατον να κοιμηθώ μετά τα χθεσινά. Κάποιες ξεχασμένες ορμόνες πρέπει να είχαν στήσει τρελό χορό μέσα μου. Δυό ώρες στριφογύριζα στην κουκέτα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μέχρι να πάρω την απόφαση να σηκωθώ.
Η ώρα ήταν οκτώ και κάτι όταν βούτηξα στη θάλασσα, που μου φάνηκε γεμάτη παγόβουνα. Όταν συνήλθα από το σοκ, κολύμπησα μέχρι την αμμουδιά, που ήταν ήδη ζεστή από τον πρωϊνό ήλιο.
Αυτή η εναλλαγή θερμοκρασίας με χαλάρωσε. Ήμουν ξενύχτης, κουρασμένος και άυπνος. Χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να γλαρώνω.
Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, είδα τη Λία με το κορδονομαγιό της, ξαπλωμένη δίπλα μου. Έκπληξη!
- Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
Η φωνή της ήρεμη και καθησυχαστική, με απέτρεψε από το να πεταχτώ όρθιος. Της έγνεψα καταφατικά να συνεχίσει.
- Σου αρέσω σα γυναίκα; Με γουστάρεις;
- Ναι. Είσαι πολύ όμορφη. Να σε ρωτήσω όμως κάτι κι εγώ;
Ήταν η σειρά της να μου γνέψει καταφατικά.
- Πιστεύεις ότι έχω τη διάθεση ν’ απατήσω τη γυναίκα μου και να προδώσω τον αδελφό μου για μια αρπαχτή, όσο και αν σε γουστάρω;
- Να, αυτές οι αρχές που κουβαλάς με ιντριγκάρουν. Γι’ αυτό με φτιάχνεις.  Όλοι οι άντρες που γνώρισα, πρώτα πηδάνε και μετά σκέφτονται!
- Πέρασες άσχημα χρόνια ε;
- Χαχα έχω κάνει και την βιζιτού που λέει τον πόνο της πάνω στα γόνατα του καβλωμένου πελάτη. Σε σένα δεν πιάνει φαντάζομαι!
- Είσαι νύφη μου και σε σέβομαι, όσο κι αν δεν το πιστεύεις.
- Με σέβεσαι μετά από τόσο κυνήγι που σου κάνω;
- Χαχα να ‘ξερες πόσες με κυνηγούν!
- Την έχεις κι εσύ την ψωνάρα σου!
Σηκώθηκε και μπήκε με αργά βήματα στη θάλασσα.
Έμεινα ξαπλωμένος θαυμάζοντας τον ολοστρόγγυλο πισινό της να απομακρύνεται απ' τη ζωή μου. «Τελικά μόνο όταν χάσουμε κάτι, καταλαβαίνουμε την αξία του», σκέφτηκα, τσαντισμένος για τις κωλοαρχές μου..
 
Για να ολοκληρωθεί μια περιπέτεια, εκτός από την απαραίτητη δράση πρέπει να περιέχει και το απρόβλεπτο, την ανατροπή. Το ατύχημα που μου συνέβη για παράδειγμα και λειτούργησε σαν κάθαρση στη λύση του δράματος, που εν προκειμένω ονομάζεται οικογένεια Καστελιανού.
Κόντευε απόγευμα, λίγο πριν ετοιμαστούμε για την επιστροφή μας. Ο γυναικείος πληθυσμός -ακόμα και η μάνα μου- πλατσούριζε στην παραλία. Τα τρίδυμα είχαν κλειστεί από ώρα στην καμπίνα τους, και τα δυο αδέλφια μου αρνούμενα να βρέξουν τις κοιλιές τους, μισοκοιμώντουσαν στη σκιά της πρύμης.
Σε μένα αντίθετα είχε ξυπνήσει το ένστικτο του ψαρά, και με μια καθετή που βρήκα, πάλευα να πιάσω σπάρους, σκυμμένος στην πλώρη.
Κανένας από το πλήρωμα δεν πήρε χαμπάρι το τεράστιο ταχύπλοο που περνούσε μπροστά από το λιμανάκι, λίγα μέτρα από την πλώρη μας. Χωμένοι στο μυχό του κόλπου δεν μπορούσαμε να το δούμε ούτε να το ακούσουμε, παρά μόνο την τελευταία στιγμή όταν πέρασε σαν αστραπή στο άνοιγα, στέλνοντάς μας ένα κυμάτινο βουνό.
Μόλις η πλώρη μας χτυπήθηκε από το πρώτο κύμα βρέθηκε στα ύψη, ενώ μάταια προσπαθούσα να κρατηθώ από το συρματόσχοινο του πρότονου που κρατάει το κατάρτι. Ένα ανατριχιαστικό «γκαπ» της άγκυρας που ξεκόλλησε απ' το βυθό έκανε το σκάφος να τρανταχτεί συθέμελα, τινάζοντάς το ακόμα πιο ψηλά, με τη πρύμη να χώνεται στο νερό.
Έπεσα με τα μούτρα στα σχοινιά των πανιών, την ώρα που η πλώρη βυθιζόταν στο νερό, για να ορθωθεί αυτή φορά η πρύμη, ακολουθώντας το σκαμπανέβασμα των κυμάτων. Ταυτόχρονα ολόκληρο το σκάφος έγειρε επικίνδυνα προς το μέρος μου, κι εγώ μη έχοντας κάπου να κρατηθώ, κατρακυλώντας, βρέθηκα να κρέμομαι απ' έξω, με το ένα πόδι μπλεγμένο στα σχοινιά του καταστρώματος.
Ανήμπορος ν αντιδράσω, κρεμασμένος απ' τον αστράγαλο σαν άγκυρα, ακολουθούσα τη μοίρα της πλώρης, με το σώμα μου να μπαινοβγαίνει στη θάλασσα και να κοπανιέται στη μάσκα του σκάφους. Τα τελευταία κύματα λίγο πριν καταλαγιάσουν, με βρήκαν με το κεφάλι να κοιτάει το βυθό και τις πατούσες μου να μουτζώνουν τον ουρανό.
Ήμουν στα πρόθυρα του πνιγμού, όταν ένοιωσα χέρια να με ξαναφέρνουν στο φως και τις πανικόβλητες φωνές του Τζιμάκου και του Λέο να παλεύουν να μου δώσουν το κουράγιο που τους έλειπε.
Προσπαθώντας να πάρω ανάσα, τους είδα να με σφίγγουν στην αγκαλιά τους, παλεύοντας με τα απαίδευτα πόδια τους να με κρατήσουν στην επιφάνεια.
Σκυμμένοι στην πλώρη, άντρες από το πλήρωμα και τα τρίδυμα που έκλαιγαν με λυγμούς, κατάφεραν με μεγάλη προσπάθεια να ελευθερώσουν το πόδι μου.
- Αγόρι μου είσαι καλά; Ούρλιαζε στα μούτρα μου ο Τζιμάκος.
- Μίλησέ μας, πες μας κάτι! Με εκλιπαρούσε εναγωνίως ο Λέο.
- Κωλόπαιδα! Σας ευχαριστώ! Τους καθησύχασα.
 
* * *
Πλησιάζαμε το λιμάνι της Ζέας και το πλήρωμα ετοιμαζόταν να αγκυροβολίσει. Το επεισόδιο είχε ξεχαστεί προ πολλού, εγώ αισθανόμουν μια χαρά και ο skipper που εκτελούσε και χρέη γιατρού, μας διαβεβαίωσε πως θα ζήσω.
Τα τρίδυμα που είχαν περάσει μυστηριωδώς ώρες στην καμπίνα τους χωρίς ν ακούγεται απ' έξω μακελειό, εμφανίστηκαν στο σαλόνι που είχαμε μαζευτεί. Κρατούσαν στα χέρια τους μικρές χάρτινες σακούλες, πιθανόν με δώρα, αν κρίνω από το λαμπερό πανομοιότυπο χαμόγελό τους.
- «Κοίτα που κατά βάθος είναι συμπαθητικά» παρατήρησα «όταν δε τα καβαλάει ο διάολος!».   
- Σας φέραμε ένα μικρό ενθύμιο, είπε συγκινημένος ο Φανούρης,
- που φτιάξαμε μόνοι μας, συμπλήρωσε σεμνά ο Νεκτάριος,
- αλλά μας βγήκε ο πάτος! Ολοκλήρωσε ο Γκίκας και τα γάμησε όλα ως συνήθως.
Μας μοίρασαν τις σακουλίτσες, που η κάθε μία περιείχε ένα βότσαλο που μάζεψαν απ' τον μικρό μας λιμανάκι. Απάνω του είχαν ζωγραφίσει με μπογιές ένα καραβάκι με πανιά και ελληνική σημαία, που υποτίθεται πως ήταν το “Nadim".
Το όμορφο ξύλινο σκαρί, που φιλοξένησε για ένα σαββατοκύριακο την πιο δεμένη και αγαπημένη οικογένεια. Την οικογένεια Καστιλιάνο!






ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

6.11.21

Οικογένεια Καστιλιάνο - "NADIM" μέρος δεύτερο

 

Ειλικρινά ήθελα να μάθω αν το έχαψε ο Λέο, που είχε περάσει απ' το κρεβάτι του ολόκληρη η παραλιακή και ολίγη ενδοχώρα, αλλά δεν πρόλαβα ν ακούσω τι της είπε. Οι τρίδυμοι πειρατές με αληθινά ρεσάλτα, κούρσεψαν αλαλάζοντας το πλοίο και τα ακουστικά μας τύμπανα.

Κοπανιόντουσαν στο κεφάλι με τις πλαστικές χατζάρες τους, σα να μην υπήρχε αύριο. Οι βρισιές που ξεστόμιζαν, σίγουρα θα έκαναν να τρίζουν τα κόκαλα του Μπαρμπαρόσα!

Και ξαφνικά, καθώς το βαρούλκο της άγκυρας άρχισε να περιστρέφεται, τα τρίδυμα έμειναν άναυδα, λες κι αυτό το τακ-τακ-τακ της αλυσίδας που ανέβαινε κρίκο-κρίκο, επενεργούσε στα διαταραγμένα νεύρα τους σαν ηρεμιστικό.

Με μιας σταμάτησαν τις φωνές, παράτησαν τα όπλα τους, και χώθηκαν ανάμεσα στους ναύτες του βαρούλκου, παρακολουθώντας με δέος το μάζεμα της άγκυρας. Αν αντιδρούσαν το ίδιο και στο φουντάρισμα, είχα βρει το κουμπί τους!

Ο μάγειρας είχε ήδη τραβήξει τους κάβους της πρύμης, και το σκάφος με ανεπαίσθητη ταχύτητα κατευθυνόταν προς την έξοδο του λιμανιού.

Όταν η άγκυρα ήρθε απάνω και οι ναύτες την ασφάλισαν στη θέση της, είχαμε ήδη ξεμπουκάρει, και η πλώρη μας κοιτούσε κατά Αίγινα πλευρά.

Ήταν ώρα ν ανοίξουμε πανιά, ή να βιράρουμε σύμφωνα την ορολογία. Και οι τέσσερεις άντρες του πληρώματος, απόλυτα συντονισμένοι σε κάτι που είχαν κάνει άπειρες φορές, βιράρισαν πρώτα τη μαΐστρα, το πανί του άλμπουρου, και σχεδόν ταυτόχρονα τη τζένοα, το τριγωνικό πανί της πλώρης.

Για δευτερόλεπτα τα πανιά άρχιζαν να παίζουν με τον άνεμο σαν τα κρεμασμένα σεντόνια της μπουγάδας. Ο skipper έτρεξε στο κόκπιτ, γύρισε όσο έπρεπε το τιμόνι, μέχρι τα πανιά να γεμίσουν και να πάρουν το αεροδυναμικό τους σχήμα.

Το σκάφος αμέσως έγειρε προς την υπήνεμη πλευρά, παίρνοντας μια κλίση τουλάχιστον 40 μοιρών, κάτι τρομαχτικό για εμάς τους άσχετους στην ιστιοπλοΐα.

Έξω φρενών εμφανίστηκε ο Τζιμάκος, περπατώντας με τα πόδια ορθάνοιχτα σαν συγκαμένος γορίλας, προσπαθώντας να κρατηθεί στην κουπαστή για να μη γλιστρήσει στη θάλασσα.

- Τι κάνεις εκεί ρε; Ούρλιαξε στον skipper όταν τον βρήκε στην τιμονιέρα. Σου είπα εγώ ότι θέλω να τρέξουμε σε ράλι; Είχε κολλήσει τη μούρη του τόσο κοντά στον άλλο, που του ρουφούσε το οξυγόνο.

- Έχουμε τον άνεμο στις 90 μοίρες ανατολικά, και πλαγιοδρομούμε! Δικαιολογήθηκε ασφυκτιώντας. Όταν φτάσουμε στις Λεούσες θα κάνω τακ και θα ποδίσω!

- Μίλα Ελληνικά ρε! Μηχανή δεν έχουμε;

- Με τόσο ευνοϊκό άνεμο νόμιζα...

- Να μη νόμιζες, και βάλε μπροστά τη μηχανή! Που θα μας το παίξεις και Σουμάχερ τρομάρα σου!

 

Με τη μηχανή πηγαίναμε πιο αργά, είχαμε και λίγο θόρυβο παραπάνω, αλλά απολαμβάναμε χαλαρά το ταξίδι. Η απόφαση του Τζιμάκου να μαζέψουν τα πανιά, μας βρήκε όλους σύμφωνους.

- «Κρουαζιέρα σημαίνει να αράζεις στην ξαπλώστρα, με μια παγωμένη βότκα και ένα καλό πούρο». Μας ανέλυσε ο έτερος αδελφός Λέο τον ορισμό. «Όχι να κατρακυλάς από τη μια μπάντα στην άλλη σαν άδειο βαρέλι!»

Δεν είχε και άδικο, αυτά ήταν για τους λάτρεις της ιστιοπλοΐας. Για τους ανθρώπους της θάλασσας τέλος πάντων. Τι δουλειά είχαμε εμείς, που ο πιο ηλιοκαμένος είχε το χρώμα του βούτυρου;

Κι όμως, η γυναίκα μου έκανε μια παρατήρηση που με προβλημάτισε:

- «Πρώτη φορά βλέπω όλους τους Καστελιάνους να συμφωνείτε σε κάτι!».

 

Άλλες δυο που ταίριασαν, ήταν η μητέρα και η κόρη μου. Γιαγιά και εγγονή για πρώτη φορά σε τόσο στενή επαφή, περνούσαν ώρες στο σαλόνι συζητώντας, και ακούγοντας heavy metal που άρεσε και στις δύο.

Η μητέρα μου είχε ατέλειωτες ιστορίες να της διηγηθεί από τα παιδικά μου χρόνια, εξυμνώντας τις σκανδαλιές, τα κατορθώματα και τις ευαισθησίες μου.  

Σίγουρα υπερέβαλε, απ' όσο θυμόμουν τα γεγονότα. Για να με ανεβάσει άραγε στα μάτια της κόρης μου, ή γιατί έτσι με έβλεπαν τα δικά της;

Στο κλίμα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, άρχισε και η μικρή τις προσωπικές της εξομολογήσεις. Και τι άλλο μπορεί να απασχολεί μια έφηβη κοπέλα; Τυχαία έπιασε τα αφτί μου κάποιες κουβέντες της, κι έφριξα.

Ένα άλλο κοινό σημείο που ανακάλυψαν ήταν η κοκεταρία. Η μητέρα μου της εξιστορούσε τα παλιά της στιλιστικά μεγαλεία, κι εκείνη την άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Βραχιόλια, δαχτυλίδια, κρέμες κι αρώματα από την αχώριστη κασετίνα της, άλλαξαν χέρια σ αυτό το ταξίδι.

Στο τέλος η δειλή, εσωστρεφής κόρη μου, έφτασε να κάνει πασαρέλα στο κατάστρωμα. Άρεσε σε όλους, αλλά στα τρίδυμα περισσότερο. Δεν ήξεραν όμως πώς να εκφράσουν την αγάπη τους με λόγια ειρηνικά.

- Όταν μεγαλώσουμε, της υποσχέθηκε ο Φανούρης, θα γίνουμε σωματοφύλακές σου.

- Κι αν τολμήσει να σε πειράξει κάποιος, συνέχισε σφίγγοντας τις γροθιές του ο Νεκτάριος

- Θα του κόψουμε τα παπάρια! Ολοκλήρωσε ο Γκίκας και τα γάμησε όλα.

 

Μεσημεράκι φτάσαμε στον Πόρο, που ήταν μποτιλιαρισμένος στα σκάφη. Δεν είχαμε τη διάθεση να «σφηνώσουμε» στην προκυμαία αναμεσά τους, ούτε να φουντάρουμε αρόδου, με κίνδυνο να μας εμβολίσει κάποιο απ' το κομβόι των διερχομένων.  

- Ο Πόρος έχει δεκάδες απόμακρα φυσικά λιμανάκια, που δεν πατάει ψυχή, πρότεινε ο skipper,  Αν θέλετε, μπορούμε να βρούμε ένα άδειο και να αράξουμε εκεί!

- Και θα χάσουμε το Poros by night; Πετάχτηκε η Λία, σαν ειδική στο ξεσάλωμα!

- Έχουμε το φουσκωτό, την καθησύχασε. Με αυτό κάνουμε και τις προμήθειες που χρειαζόμαστε.

- Ωραία, συμφώνησε και ο Τζιμάκος που είχε το γενικό πρόσταγμα. Πάμε να ψάξουμε τον Παράδεισό μας!

Ωραίος ο Τζιμάκος! Και δεν του το ‘χα!

Περάσαμε αργά και μεγαλόπρεπα το στενό Πόρου-Γαλατά, αποφεύγοντας κάθε είδους πλεούμενο που συναντούσαμε στην πορεία μας.

Μετά το εκκλησάκι του Σταυρού βγήκαμε στην ανοικτή θάλασσα πλέοντας περιμετρικά το νησί. Περάσαμε το τουριστικό Ασκέλι  που γινόταν χαμός, και την εξίσου πολυκοσμική παραλία του Μοναστηριού.

Συνεχίζοντας δυτικά, η ανθρώπινη παρουσία άρχισε να ελαττώνεται σταδιακά, και το τοπίο να μοιάζει τροπικό. Η βλάστηση από πυκνά απροσπέραστα πεύκα έφτανε μέχρι τα τιρκουάζ νερά, ρίχνοντας τη σκιά τους σε μικροσκοπικές αμμουδερές παραλίες.   

Ήταν τα φυσικά λιμανάκια του Skipper μας, που σχημάτιζε η δαντελωτή παραλία του νησιού σαν φιόρδ. Το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς όμως να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η απόλυτη ηρεμία και απομόνωση από το τουριστικό τσουνάμι του Σαρωνικού.

Το πρώτο που συναντήσαμε, φιλοξενούσε μια εντυπωσιακή θαλαμηγό, τριγυρισμένη από φουσκωτά φλαμίγκος και τζετ σκι. Το δεύτερο ένα ξύλινο δικάταρτο, που η μουσική απ' τα ηχεία του μας χτύπησε στα 300 μέτρα απόσταση. Το τρίτο ήταν εντελώς άδειο, αλλά ο Τζιμάκος έκανε νόημα να συνεχίσουμε στο μεθεπόμενο.

- Μακριά και χώρια, εξήγησε.

 

Το «δικό μας» ήταν το ωραιότερο, βαμμένο μόνο με τρία χρώματα απ' την παλέτα της φύσης: Το πράσινο των πεύκων, το τιρκουάζ της θάλασσας και το γαλάζιο του ουρανού. Το νερό ήταν τόσο καθαρό, που έβλεπες το βυθό στα 20 μέτρα. Ο μόνος ήχος ήταν το τραγούδι των τζιτζικιών, που υμνούσαν το Καλοκαίρι.

Ζυγώσαμε τόσο κοντά στη μικρή παραλία, όσο μας επέτρεπε το βάθος της καρένας. Αρκούσε μια βουτιά απ' το κατάστρωμα και μερικές απλωτές, για να ξαπλώσουμε στη ζεστή ιδιωτική μας αμμουδιά!

Οι πρώτοι που το επιχείρησαν ήταν τα τρίδυμα, που ήδη ασφυκτιούσαν στον περιορισμένο χώρο του σκάφους. Συνηθισμένα στα τριψήφια τετραγωνικά της βίλας στο Χαλάνδρι, το «Nadim» τους φαινόταν σαν κάτεργο. Το ειδυλλιακό τοπίο απέναντι, ήταν μια πρώτης τάξεως πρόκληση για να εκτονωθούν. Τους ήταν αδύνατον ν αντισταθούν στον πειρασμό να καταστρέψουν την ηρεμία του.

Έσκασαν σχεδόν ταυτόχρονα στη θάλασσα, σα κάποιος να πέταξε τρία σακιά με πατάτες. Αρχικά βούλιαξαν μέχρι τον πάτο, αφήνοντας πίσω τους μπουρμπουλήθρες. Μετά εμφανίστηκαν τα κεφάλια τους, τρείς σημαδούρες που έβηχαν, έφτυναν νερό και έβριζαν. Με άγαρμπους παφλασμούς τράβηξαν για την ξηρά, και αφού τινάχτηκαν σαν τα σκυλιά, χώθηκαν αλαλάζοντας στα πεύκα. 

Ο Τζιμάκος και η Ιάννα τους καμάρωναν απ' το κατάστρωμα συγκινημένοι.

- Προσέξτε μήπως υπάρχουν σκορπιοί! Φώναξε πίσω από την πλάτη τους η Ελληνίδα μάνα.

- «Και να υπάρχουν» μουρμούρισα, «μόλις τα δουν, θα την κάνουν!».

Η δεύτερη που βούτηξε ήταν η Λία, που αντί για μαγιό, φορούσε ένα κορδόνι στον κώλο. Παρόλο που είμαστε όλοι μαζεμένοι στο κατάστρωμα, δε δίστασε να μου κάνει μια πρόστυχη χειρονομία με το δάχτυλο, πριν πηδήξει με τα πόδια στη θάλασσα.

Την ακολούθησε η κολλητή της συννυφάδα Ιάννα, η φιλόστοργη μητέρα των τριδύμων. Δεν τα έβλεπε και ανησυχούσε μήπως τους συνέβη κάτι κακό στο δασάκι. Οι ήχοι σπασμένων κλαδιών και οι κορυφές των μικρών πεύκων που ανεβοκατέβαιναν σα να ζητούσαν πανικόβλητα βοήθεια, μαρτυρούσαν το αντίθετο.

Ο Λέο και ο Τζιμάκος μπροστά στον κίνδυνο να βουλιάξουν από τις χρυσές καδένες τους, προτίμησαν τη σιγουριά του σκάφους. Αραχτοί στη σκιά της πρύμης, με κοκτέιλ και cohiba, κοντράριζαν την κενότητά τους, επιδεικνύοντας με καμάρι στα κινητά, φωτογραφίες και βίντεο από τις ερωμένες τους.  

Η μητέρα μου και να ήθελε να κολυμπήσει, της ήταν δύσκολο να κατέβει από το σκάφος, ακόμα και με την πτυσσόμενη θαλάσσια σκάλα. Γι’ αυτό άπλωσε μια πετσέτα στην πλώρη και το έριξε στην ηλιοθεραπεία.

- Γιαγιά! Περίμενέ με! Μια βουτιά θα ρίξω κι έρχομαι να σου κάνω παρέα!

Η φωνή της κόρης μου ερχόταν από ψηλά! Ώσπου να καταλάβω τι γινόταν, πέρασε πάνω απ' τα κεφάλια μας και έσκισε τη θάλασσα με μια μεγαλειώδη βουτιά, που ούτε στον ύπνο μου δεν είχα κάνει!

Η κόρη μου βούτηξε απ' το κατάρτι; Αυτή που για να χώσει το κεφάλι της στο νερό, βούλωνε μάτια, ρουθούνια και αυτιά;

- Εδώ σε παραδέχομαι! Διέκοψε η μάνα μου τη βουβαμάρα μου. Την έχεις κάνει πρώτη κολυμβήτρια!

- Ε, είπα σεμνά, με όποιο δάσκαλο καθίσεις...

Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω πως η γυναίκα μου με μούτζωσε πριν ακολουθήσει την κόρη μας στη θάλασσα, με μια εξίσου εντυπωσιακή βουτιά απ' το κατάστρωμα.

Με αυτά και μ αυτά, έμεινα ο τελευταίος κολυμβητής. Αφού βεβαιώθηκα πως κανείς δεν με κοιτούσε, κατέβηκα προσεκτικά και με κάμποσο καρδιοχτύπι τη στενή αλουμινένια θαλάσσια σκάλα..



                                                                                         .....το τέλος στο επόμενο